Ιερά Μητρόπολις Κω και Νισύρου
Μητρόπολη

Μητρόπολη

Ἀκολουθεῖ κείμενο τοῦ Ἀθανασίου Γερ. Μουστάκη, Γραμματέως τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κώου καί Νισύρου, τό ὁποῖο δημοσιεύθηκε ἀρχικῶς στό προσωπικό του ἱστολόγιο Θεολογικά καί ἄλλα τινά.

Τό δεύτερο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου Πράξεις Ἀποστολῶν ἀναφέρεται σχεδόν ἀποκλειστικά στήν παρουσίαση τοῦ καθοριστικοῦ γιά τή ζωή καί τήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας γεγονότος τῆς Πεντηκοστῆς καί ὅσων ἀκολούθησαν τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν κόσμο.

Ἀπό τά πάμπολλα σημεῖα τοῦ κειμένου πού μποροῦμε νά σχολιάσουμε θά ἐπικεντρωθοῦμε στήν πρώτη φράση τοῦ κεφαλαίου:

«Καί ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς ἦσαν πάντες ὁμοῦ ἐπί τό αὐτό» (Πράξεων 2:1).

Ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἑορταζόταν ἀπό τούς Ἑβραίους ἑπτά ἑβδομάδες μετά τό Πάσχα καί σέ αὐτή τιμοῦσαν τήν παράδοση τοῦ Νόμου ἀπό τόν Θεό στόν Προφήτη Μωυσῆ καί, κατ᾿ ἐπέκταση, στόν λαό Του. Ἡ ἡμέρα αὐτή ἦταν πολύ σημαντική διότι ἔτσι ὁλοκληρωνόταν αὐτό πού ξεκίνησε μέ τήν Ἔξοδο ἀπό τήν Αἴγυπτο (ἑορτή τοῦ Πάσχα). Πλέον, ὁ Ἰσραήλ εἶχε δικό του Νόμο, ἰδιαίτερο, καί σύμφωνα μέ τή ἐντολή τοῦ Θεοῦ θά πορευόταν στήν ἱστορία ἀκολουθώντας τίς ἐπιταγές του. Γιά τόν λόγο αὐτό, Ἰουδαῖοι καί προσήλυτοι ἀπό ὁλόκληρη τήν Οἰκουμένη, ἔσπευδαν στήν Ἰερουσαλήμ γιά νά συμμετάσχουν στή μεγάλη ἑορτή. Τίς ἡμέρες τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπως καί τίς ἡμέρες τοῦ Πάσχα, ὁ πληθυσμός τῆς Ἁγίας Πόλεως πενταπλασιαζόταν καί ἀπό 30.000 περίπου ἔφτανε τίς 180.000.

Χαρακτηριστική τοῦ τρόπου ἑορτασμοῦ καί ἐνδεικτική τῆς σημασίας πού ἀπέδιδαν οἱ Ἰουδαῖοι στήν ἑορτή εἶναι ἡ ἐπιθυμία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, κατά τό ἔτος 57 μ.Χ., νά φθάσει στήν πόλη γιά νά ἑορτάσει μαζί μέ τήν ἐκεῖ Ἐκκλησία. Μάλιστα, στήν προσπάθειά του αὐτή πέρασε ἀπό τήν Κῶ (Πράξεων 21:1) καί κήρυξε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Βέβαια, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέν βιαζόταν γιά νά ἑορτάσει τή Νομοδοσία μαζί μέ τούς συντοπίτες του, ἀλλά γιά νά συμμετάσχει στή χαρά τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔγινε πενήντα ἡμέρες μετά τήν Ἀνάσταση.

Ὅπως γνωρίζουμε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέν ἦταν παρών στό συγκλονιστικό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς καί τῆς ἐπιφοιτήσεως, ἀλλά εἶχε ἀνάλογη ἐμπειρία ἔξω ἀπό τή Δαμασκό ὅταν εἶδε τό ὅραμα πού ἄλλαξε τή ζωή του καί τόν ἔκανε μέλος τῆς Ἐκκλησίας (Πράξεων 9:1-19). Παρά ταῦτα, ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας συστέλλοντας τόν χρόνο, καί φθάνοντας στήν οὐσία τῶν πραγμάτων, στήν εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς τόν παρουσιάζει παρόντα, καί μάλιστα, τόν τοποθετεῖ ἀπέναντι στόν Ἀπόστολο Πέτρο, τόν Πρωτοκορυφαῖο Ἀπόστολο.

Γιά νά προχωρήσει ἡ Ἐκκλησία σέ αὐτή τήν προσθήκη στήν Εἰκόνα, μέ μή ρεαλιστικό, ἀλλά ἄκρως θεολογικό τρόπο, ἀντιλαμβανόμαστε πόση σημασία δίνει στήν ἔννοια τῆς παρουσίας του, καί, κατ᾿ ἐπέκταση, τῆς παρουσίας μας, στό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς καί, φυσικά, στήν Ἐκκλησία.

Αὐτή ἡ παράμετρος ὑπογραμμίζεται ἀπό τήν εἰσαγωγική φράση τῶν Πράξεων στήν περιγραφή τοῦ γεγονότος τῆς Πεντηκοστῆς:

«Ἦσαν πάντες ὁμοῦ ἐπί τό αὐτό» γράφει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς θέλοντας νά δηλώσει τόν ἰδιαίτερο, μοναδικό χαρακτῆρα τοῦ περιστατικοῦ, τό ὁποῖο, ἄν τό διαβάσουμε θεολογικά, περιλαμβάνει καί ἐμᾶς τούς πιστούς, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας πού ζοῦμε σήμερα, ἀλλά καί κάθε ἄνθρωπο, καθώς εἴμαστε πλασμένοι κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ, καί ἡ σωτηρία εἶναι μία ὑπόθεση πού ἀγγίζει ὅλους, ἀκόμη κι ἄν δέν ἔχουν ἀκούσει ποτέ γιά τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία.

Μέ τό ἴδιο μοτίβο κλείνει τό δεύτερο κεφάλαιο τῶν Πράξεων λέγοντας ὅτι μετά τήν Πεντηκοστή, ἡ πρώτη Ἐκκλησία ἐν σώματι προσκαρτεροῦσε «τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καί τῇ κοινωνίᾳ, τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καί ταῖς προσευχαίς» (Πράξεων 2:42) καί «πάντες οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπί τό αὐτό» (Πράξεων 2:44). Ἡ πρώτη Ἐκκλησία, ἀπό τίς πρῶτες στιγμές της ζοῦσε ὡς Ἐκκλησία. Μέ μελέτη, κήρυγμα, προσευχή καί, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, συμμετοχή στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, καθώς αὐτό ἀποτελοῦσε καί ἀποτελεῖ τήν καρδία τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τό ἐπίκεντρο τῆς μυστηριακῆς ζωῆς. Ὅσοι εἶχαν πιστεύσει «ἦσαν ἐπί τό αὐτό», δηλαδή ἦταν μαζί καί, ὅπως συνεχίζει τό κείμενο «εἶχον ἅπαντα κοινά» (Πράξεων 2:44).

Τό κυρίαρχο χαρακτηριστικό τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ὅπως τό διαβάζουμε στίς Πράξεις, τό συναντᾶμε στά κείμενα τῶν Πατέρων καί τό ζοῦμε ἀκόμη καί σήμερα εἶναι ἡ Ἑνότητα, ἡ ὁποία, δέν ἦταν ἁπλός λόγος, ἀλλά ἐκφραζόταν σαφέστατα στή συνείδηση ὅτι γιά νά εἶναι κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί νά λογίζεται ὡς τέτοιο ὀφείλει νά συμμετέχει στήν κοινή ζωή.

Πρέπει νά ἀναφέρουμε, μάλιστα, ὅτι ἡ Ἑνότητα καί αὐτή ἡ συνειδητοποίηση τούς προφύλασσε ὅταν, ἐλλείψει ἄλλου κατάλληλου τόπου προσευχῆς, ἀνέβαιναν στό ἱερό, δηλαδή στόν Ναό τοῦ Θεοῦ, πού εἶχε οἰκοδομήσει ὁ Ἡρώδης καί προσεύχονταν ἐκεῖ μαζί μέ τούς Ἰουδαίους, δίχως νά φοβηθοῦν μήπως ἀλλοιωθεῖ ἡ πίστη τους καί προδώσουν μέ τή στάση τους τόν Χριστό. Κι αὐτό συνέβαινε διότι, ὅπως, κατ᾿ ἐπανάληψη, τονίζουν οἱ Πράξεις τό ἔκαναν «ὁμοθυμαδόν», δηλαδή ὅλοι μαζί (Πράξεων 1:14, 2:46, 4:24, 5:12, 15:25) ὡς ἕνα Σῶμα, μία διαφορετική ὀντότητα μέ Ἑνότητα καί ξεχωριστή ἰδιοπροσωπία, ἡ ὁποία εἶχε ἀφετηρία τόν ἴδιο τόν Χριστό!

Ὁ Χριστός, τό κέντρο τῆς πίστεως τῶν χριστιανῶν, κατά τή δημόσια παρουσία Του προσέφερε στούς ἀκροατές του λόγο ἀληθείας καί ζωῆς. Δέν δίστασε νά τονίσει ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί, παρά τίς ἔντονες ἀντιδράσεις πού εἶναι διάσπαρτες στά Εὐαγγέλια, νά ὑπογραμμίσει πώς αὐτοί πού προηγοῦνται στόν δρόμο γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτοί πού ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, καί τότε καί τώρα, θεωροῦμε ἁμαρτωλούς καί τούς παραγκωνίζουμε ἤ τούς θεωροῦμε παρακατιανούς…

Ἀπό τήν ἔναρξη τῆς πανδημίας καί ἔπειτα ἀκούσθηκαν πολλά (δέν ἀναφέρομαι σέ ὅσους ἄσκησαν πολεμική ἐνάντια στήν Ἐκκλησία καί στά Μυστήριά της) ἀπό ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι θέλουν νά λέγονται εὐσεβεῖς καί πιστοί. Ἀπό ἀνθρώπους πού θεώρησαν ὅτι ἡ ἀνυπακοή καί ἡ προβολή προσωπικῶν, μή σύμφωνων μέ τήν Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπόψεων θά τούς ἀνεδείκνυε σέ ὁμολογητές καί πρότυπα εὐσεβείας καί πίστεως.

Πολλά θά μποροῦσε νά ἀναφέρει κάποιος ὡς κίνητρά τους, ἀλλά θά θέλαμε νά ἀναφερθοῦμε στή θλιβερή καί ἐπιζήμια πνευματικά κατάσταση τῆς ἀνυπακοῆς στήν Ἐκκλησία.

Νόμισαν, φαίνεται, ὅτι ἀρνούμενοι τίς ἀποφάσεις Συνόδων, τῶν Ἐπισκόπων τους, τῶν Ἐφημερίων τῶν Ἐνοριῶν τους, σήκωναν στούς ὤμους τους τό βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως κάποτε ἔπραξαν οἱ Ἅγιοι, π.χ. ὁ Μέγας Ἀθανάσιος…

Δέν εἶναι ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἡ Κιβωτός τῆς Σωτηρίας; Δέν σωζόμαστε μέσα στούς κόλπους της; Δέν ἀγωνιζόμαστε νά μήν χωριστοῦμε ἀπό αὐτή; Δέν ὀφείλουμε νά βάζουμε τόν Ἀδελφό μας ἐπάνω ἀπό τή δική μας ἐπιθυμία, ὅπως σέ κάθε εὐκαιρία τονίζει μέ σύνεση καί φιλάδελφο πνεῦμα ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Κῶ καί τῆς Νισύρου, Μητροπολίτης Ναθαναήλ; Ὑπάρχει, παραδείγματος χάριν, κάποιος πού δέν τόν ἐνοχλεῖ ἡ μάσκα; Ὅλους μᾶς ἐνοχλεῖ ἀλλά κάνουμε ὑπομονή καί ὑπακοή ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας!

Ἀκόμη κι ἄν ὑποθέσουμε ὅτι κάποιος ἐκπειράζοντας τόν Θεό θεωρεῖ πώς ζεῖ σέ καταστάσεις φωτισμοῦ καί νομίζει πώς ἡ ἀσθένεια τοῦ Covid-19 ἤ, ἐδῶ πού τά λέμε ὁποιαδήποτε ἀσθένεια, δέν τόν νοιάζει καί εἶναι ἕτοιμος νά τήν ἀντιμετωπίσει δέν ἐκπίπτει αὐτομάτως ἀπό τήν «ὑψηλή» πνευματικότητα πού ἀποδίδει μέ ἐγωιστικό τρόπο στόν ἑαυτό του ἐάν ἀδιαφορεῖ γιά τόν πλησίον του, ὁ ὁποῖος δέν θέλει νά κολλήσει;

Μέ ποιά λογική νομίζουμε ὅτι ἀκολουθοῦμε τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου ὅταν κάνουμε τό θέλημά μας καί ἀδιαφοροῦμε παντελῶς γιά τήν ἀνάγκη, τήν ἀδυναμία ἔστω τοῦ Ἀδελφοῦ μας;

Ποιά βαρύτατη πνευματική εὐθύνη φορτωνόμαστε ὅταν ἀδιαφορώντας γιά τόν διπλανό μας, τόν μολύνουμε μέ κάποια ἀσθένεια καί τή στιγμή τῆς δυσκολίας, τοῦ πόνου, ἐκεῖνος χάσει τήν πίστη του ἐξαιτίας μας;

Λησμονοῦμε τί εἶπε ὁ Χριστός γι᾿ αὐτόν πού θά σκανδαλίσει ἕνα ἀπό τά παιδιά καί, κατ᾿ ἐπέκταση, τόν Ἀδελφό του; Ἄς ἀναζητήσουμε τήν ἀπάντηση στά χωρία Ματθαίου 18:6, Μάρκου 9:42 καί Λουκᾶ 15:20.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τύπος καί εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν θά μποῦμε κάνοντας ἀγαθά ἔργα καί συγκεντρώνοντας πράξεις εὐσεβείας. Τό κριτήριο γιά τή σωτηρία παραμένει πάντοτε ὁ πλησίον. Τουλάχιστόν αὐτό ἔθεσε ὡς κριτήριο ὁ Χριστός! Ἡ ἁμαρτία εἶναι πάντοτε κοινωνικό γεγονός. Πάντοτε στρέφεται πρός τόν συνάνθρωπο καί τόν Θεό. Ἀντιστοίχως καί ἡ μετάνοια εἶναι γεγονός πού χαροποιεῖ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία. Δέν εἶναι ἡ ἠθικοποίηση τῆς ζωῆς μας.

Πῶς συνδυάζονται τά μηνύματα τῆς κορυφαίας ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς μέ τήν ἀδιαφορία πρός τόν Ἀδελφό μας;

Γιατί χάσαμε τήν ἀνάγκη τοῦ ὁμοθυμαδόν πού κυριαρχοῦσε στήν Ἐκκλησία ἤδη ἀπό τήν πρώτη στιγμή της;

Πῶς εἶναι δυνατό νά μήν νοιαζόμαστε γιά τόν Ἀδελφό μας καί νά νομίζουμε ὅτι ἀσπαζόμενοι μία Εἰκόνα, παραδείγματος χάριν, χωρίς μάσκα τηροῦμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ;

Οἱ Ἀπόστολοι φωτίσθηκαν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅλοι μαζί! Σέ αὐτή τήν μοναδική στιγμή ἡ Ἐκκλησία μας βάζει καί τόν ἀπόντα Ἀπόστολο Παῦλο. Αὐτό δείχνει ὅτι ἡ θεολογική ὁμογνωμία καί ἡ ἐκκλησιαστική ἀγάπη ἔχει μεγαλύτερη βαρύτητα ἀπό τήν χωροχρονική ἀπουσία.

Ἡ Πεντηκοστή μᾶς διδάσκει τήν Ἑνότητα ἁπλά καί λιτά, ἀλλά ταυτόχρονα συγκλονιστικά καί καθοριστικά γιά τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τή σωτηρία τῶν μελῶν της. Ἡ Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου ἑστιάζει στή σημασία τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον καί ὁ Χριστός μέ τούς λόγους καί τά ἔργα του μᾶς καθοδηγεῖ ὥστε μέσα ἀπό τήν ὑπακοή στήν Ἐκκλησία νά μπορέσουμε νά βροῦμε τόν δρόμο πού ἀναζητᾶμε! Εὐθύνη μας νά τό πράξουμε!

Χρόνια πολλά!

Τήν Κυριακή 30 Μαΐου 2021 στίς 7.00 μ.μ. στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Γεωργίου Νέας Ἁλικαρνασσοῦ θά τελεστεῖ Ἁγιασμός γιά τήν καθιέρωση τοῦ Προσκυνηταρίου τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ.

Κατά τήν προσέλευση καί παραμονή τῶν πιστῶν στόν αὔλειο χῶρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ εἶναι ὑποχρεωτική ἡ χρήση μάσκας, ἡ τήρηση τῶν ἀποστάσεων καί ὅλων τῶν μέτρων προστασίας ἀπό τόν κορωνοϊό Covid-19.

Μέ θερμές εὐχαριστίες καί εὐχές

Ἀκολουθεῖ κείμενο τοῦ Ἀθανασίου Γερ. Μουστάκη, Γραμματέως τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κώου καί Νισύρου, τό ὁποῖο δημοσιεύθηκε ἀρχικῶς στό προσωπικό του ἱστολόγιο Θεολογικά καί ἄλλα τινά.

Γιά δεύτερη χρονιά ἐφέτος ὁλόκληρος ὁ Κόσμος μας, τό δῶρο πού μᾶς προσέφερε ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ζεῖ δύσκολες στιγμές ἐξαιτίας τῆς φοβερῆς ἀσθένειας πού σαρώνει τήν ὑφήλιο προκαλώντας ἑκατομμύρια νεκρούς καί δεκάδες ἑκατομμύρια ἀσθενεῖς.

Αὐτά τά δεδομένα, τά ὁποῖα συνεχῶς ἀλλάζουν μέ ταχύτατο ρυθμό, προκάλεσαν ἀσύλληπτη ἀναστάτωση στόν κόσμο μας. Ἀναστάτωση πού μπορεῖ νά συγκριθεῖ μόνο μέ τίς φοβερότερες πανδημίες τοῦ παρελθόντος. Φυσικά, ἀπό αὐτήν τήν ἀναστάτωση δέν ἦταν δυνατόν νά ἐξαιρεθεῖ –καί δέν συνέβη κάτι τέτοιο– ἡ λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

Τό Πάσχα τοῦ 2020 οἱ Ἱεροί Ναοί ἦταν κλειστοί· ἐφέτος τό Πάσχα τοῦ 2021 ἀνοικτοί. Ἀντιμετωπίζουμε ὅμως, ἄλλα –ὡς μή ἔδει– προβλήματα. Ἀποφασίστηκε ἡ ἐπίσπευση ἐνάρξεως τῆς Παννυχίδος, ἀλλοῦ κατά δύο, ἀλλοῦ κατά τρεῖς ὧρες καί αὐτό ἔγινε τό θέμα τῶν ἡμερῶν, ἐνῶ δέν θά ἔπρεπε. Πέρα ἀπό κάθε συζήτηση, κι ἄν θέλουμε νά ἀκολουθοῦμε τή λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας τό κυρίαρχο λατρευτικό θέμα κάθε ἡμέρας ξεχωριστά, εἴτε πρόκειται γιά τή Μεγάλη Ἑβδομάδα εἴτε γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη ἑορτή τοῦ ἔτους, μᾶς τό δίνει τό Μηνολόγιο καί τό σχετικό Ὑπόμνημα τοῦ Τριωδίου ἤ τοῦ Πεντηκοσταρίου, ἄς μήν τά παραβλέπουμε καί ἄς μήν ἀναλωνόμαστε σέ ἐπουσιώδη πρακτικά ζητήματα.

Πολλοί, κληρικοί, Ἀρχιερεῖς καί Ἱερεῖς, λαϊκοί –μεταξύ αὐτῶν καί ἡ Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων– ἐκφράστηκαν ἀρνητικά γιά τή μετάθεση αυτή, ὡς ἐάν ἀπό τήν ὥρα ἐνάρξεως τῆς Παννυχίδος κρίνεται ἡ πίστη μας ἤ ἀλλοιώνεται ἡ τάξη τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς πρός τό λειτουργικό μέρος τῆς συζητήσεως δέν μπορῶ, λόγῳ περιορισμένης γνώσεως τοῦ θέματος, νά πῶ πολλά, ἄν καί πολλές τοποθετήσεις λειτουργιολόγων καταδεικνύουν τό ἀνυπόστατο τοῦ φόβου κάποιων γιά «ἀλλοίωση» τῆς λειτουργικῆς μας παραδόσεως καί τῆς σχετικῆς τάξεως, ἀλλά θά ἤθελα νά ἐκθέσω κάποιες σκέψεις μέ ἀφετηρία τίς Εὐαγγελικές διηγήσεις γιά τό Πάθος καί τήν ὥρα ἐνάρξεως τῆς Παννυχίδος.

Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τά Εὐαγγέλια ὁ Χριστός παρέδωσε τό πνεῦμα ἐπάνω στόν σταυρό στίς τρεῖς τό ἀπόγευμα (ἐνάτη ὥρα κατά τό σύστημα χρονολογήσεως πού ἀκολουθοῦσαν ἐκείνη τήν ἐποχή). Αὐτές τίς ἡμέρες διάβασα κάτι πού ὁμολογουμένως δέν εἶχα ξανακούσει: γράφτηκε καί ὑποστηρίχθηκε μέ σθένος ὅτι ὁ Χριστός παρέμεινε στόν Ἅδη τριάντα τρεῖς ὧρες, ὅσα καί τά χρόνια τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, καί κατά συνέπεια θά πρέπει νά ἀναστηθεῖ τά μεσάνυκτα τοῦ Σαββάτου στίς 12.00. Ἐάν τό ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως κηρυχθεῖ λίγο νωρίτερα ἤ (ὑποθέτω) λίγο ἀργότερα θά ὑπάρχει πρόβλημα…

Πολλά εἶναι τά προβλήματα πού δημιουργεῖ αὐτή ἡ θέση. Οὔτε στά Εὐαγγέλια οὔτε στήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεται ὅτι τά χρόνια τοῦ ἐπιγείου βίου τοῦ Κυρίου ἦταν τριάντα τρία. Πρόκειται γιά παράδοση, νομίζω ἀρκετά κατοπινή, ἡ ὁποία δέν προσφέρει τό παραμικρό στήν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ὁδηγηθεῖ στή σωτηρία· τό ἀντίθετο μάλιστα! Φρονῶ, ὅτι ἴσως καί νά ἀποπροσανατολίζει ἀφοῦ τό οὐσιῶδες δέν εἶναι πόσα χρόνια ἔζησε στή γῆ μας ὁ Χριστός, ἀλλά ἡ σωτηρία πού μᾶς προσέφερε μέ τή θυσία Του ἐπάνω στόν Σταυρό. Ἡ μοναδική σχετική ἀναφορά προέρχεται ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ καί ἀναφέρει ὅτι ὅταν ξεκίνησε τό δημόσιο ἔργο τοῦ Κυρίου ἦταν περίπου τριάντα ἐτῶν (Λουκᾶ 3:23). Σέ αὐτή τήν ἀναφορά προστίθενται τά περίπου τρία ἔτη τῆς δημόσιας δράσεώς Του καί ὁδηγούμαστε στήν ἡλικία τῶν τριάντα τριῶν ἐτῶν. Φυσικά, αὐτό πού μᾶς λέει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς εἶναι ὅτι ὁ Χριστός ἦταν γύρω στά τριάντα, δηλαδή θά μποροῦσε νά εἶναι μεταξύ 28 καί 32 ἐτῶν.

Ἡ παράδοση ὅτι ἔμεινε τριάντα τρεῖς ὧρες στόν κάτω κόσμο προφανῶς σχετίζεται μέ τήν παράδοση γιά τήν ἡλικία του καί πηγάζει ἀπό αὐτήν. Πάντως, ὅπως ἤδη σημείωσα δέν τήν ἔχω ἀκούσει ἄλλη φορά οὔτε, βεβαίως, ὑπάρχει σχετική ἀναφορά στά Εὐαγγέλια ἤ στήν ὑμνογραφία.

Τά Εὐαγγέλια δέν ἀναφέρονται στήν ὥρα τῆς Ἀναστάσεως ἡ ὁποία παραμένει κεκρυμμένη καί, προφανῶς χωρίς οὐσία γιά τήν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας μας, ἀλλά ἑστιάζουν στό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως καθ᾿ ἑαυτό. Ἀκόμη καί οἱ ἀναφορές στήν ἄφιξη τῶν Μυροφόρων καί τῶν Μαθητῶν στό κενό μνημεῖο μᾶς δίνουν διαφορετικές μεταξύ τους χρονικές σημάνσεις ἐπικεντρώνοντας τήν προσοχή καί πάλι στό γεγονός ὅτι πῆγαν στόν Τάφο καί ὄχι στήν ὥρα πού πῆγαν. Τό μόνο σίγουρο εἶναι ὅτι ἔφτασαν σέ χρονικό διάστημα πού κυμαίνεται, σύμφωνα μέ τίς διηγήσεις, ἀπό τό βαθύ σκοτάδι (πρίν τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου) μέχρι μετά τήν ἀνατολή.

Τά Εὐαγγέλια ἀναφέρονται στήν ὥρα πού ἄφησε τήν τελευταία του πνοή ὁ Χριστός ὡς ἑξῆς:

Ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος: «περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων […]» (27:46)

Ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος: «καὶ τῇ ἐνάτῃ ὥρᾳ ἐβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ […]» (15:34)

Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς: «Καὶ ἦν ἤδη ὡσεὶ ὥρα ἕκτη καὶ σκότος ἐγένετο ἐφ᾽ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (23:44)

Σκοπός τῶν Εὐαγγελιστῶν δέν ἦταν ὁ ἀκριβής χρονικός προσδιορισμός τῆς στιγμῆς πού πέθανε ὁ Χριστός, ἀλλά ἡ ἔνταξη τοῦ συγκλονιστικοῦ γεγονότος μέσα στό χρονικό πλαίσιο τῆς ἡμέρας τῆς σταυρώσεως. Δίχως ἀμφιβολία, ὡς ὥρα θανάτου τοῦ Ἰησοῦ δεχόμαστε τήν ἐνάτη ὥρα τῆς ἡμέρας, ἀλλά ὄχι μέ τήν ἀκρίβεια τοῦ ρολογιοῦ στήν ὁποία εἴμαστε συνηθισμένοι σήμερα· αὐτό πού ἐνδιαφέρει τούς Εὐαγγελιστές εἶναι νά πιστοποιήσουν μέ ἀκρίβεια τό γεγονός.

Τό τότε σύστημα μετρήσεως τοῦ χρόνου, πού χρησιμοποιήθηκε καί κατά τή βυζαντινή ἐποχή, εἶχε σταθερά διαστήματα καί ὄχι σταθερές χρονικές στιγμές. Δηλαδή ἡ πρώτη ὥρα ξεκινοῦσε με τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου καί προφανῶς ἄλλαζε ἀνάλογα μέ τήν ἐποχή καί τόν τόπο πού γινόταν ἡ μέτρηση τοῦ χρόνου. Οἱ διαφορές αὐτές γιά τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα μποροῦν νά διαφέρουν σχεδόν κατά μία ὥρα. Παραδείγματος χάριν, τό 2010 πού τό Πάσχα ἔπεσε στίς 4 Ἀπριλίου ἡ ἀνατολή τοῦ ἡλίου στήν Ἀθήνα ἔγινε στίς 7:06 καί ἡ δύση στίς 19:50. Ἐκείνη ἡ ἡμέρα εἶχε διάρκεια 12 ὧρες καί 43 λεπτά. Συνεπῶς κάθε μία ἀπό τίς δώδεκα ὧρες τῆς ἡμέρας θά εἶχε διάρκεια περίπου 64 λεπτά, ἐνῶ οἱ ὧρες τῆς νυκτός θά ἦταν περίπου 56 λεπτά καθεμία.

Τό 2021 πού τό Πάσχα εἶναι στίς 2 Μαΐου ἡ ἀνατολή τοῦ ἡλίου στήν Ἀθήνα γίνεται στίς 6:28 καί ἡ δύση στίς 20:16. Ἡ ἡμέρα ἔχει διάρκεια 13 ὧρες καί 47 λεπτά. Κάθε μία ἀπό τίς δώδεκα ὧρες τῆς ἡμέρας θά ἔχει διάρκεια περίπου 69 λεπτά καί ἡ ἐνάτη ὥρα τῆς ἡμέρας (ὑπῆρχαν 12 ὧρες τῆς ἡμέρας καί 12 ὧρες τῆς νύκτας) θά ξεκινοῦσε (γιά τήν Ἀθήνα) γύρω στίς 15:40 καί θά ἔληγε γύρω στίς 16:40. Σέ ἀνάλογο παράδειγμα γιά τό Ἰσραήλ, στίς 2 Μαΐου 2021 ἔχουμε ἀνατολή στίς 5:54, δύση στίς 19:22, διάρκεια ἡμέρας 13:28 καί κάθε μία ἀπό τίς δώδεκα ὧρες τῆς ἡμέρας θά εἶχε διάρκεια περίπου 67 λεπτά. Συνεπῶς, ἡ ἐνάτη ὥρα ξεκινᾶ στίς 14:50 καί λήγει στίς 15:50 (14:48-15:48 γιά τοῦ Πάσχα τοῦ 2010).

Ἀπό τά παραπάνω καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ σχέση τοῦ ἄνθρώπου τῆς ἀρχαιότητας μέ τόν χρόνο εἶχε ἄλλη μορφή: προσδιόριζαν μέ χρονικά διαστήματα καί ὄχι μέ χρονικές στιγμές. Ἡ ἐνάτη ὥρα τῆς ἡμέρας ξεκινοῦσε τή στιγμή πού ἔληγε ἡ ὀγδόη καί τελείωνε τή στιγμή πού ξεκινοῦσε ἡ δεκάτη. Τήν ἄνοιξη εἶχε διάρκεια μεγαλύτερη τῶν 60 λεπτῶν καί στήν ἐποχή μας θά διαρκοῦσε ἀπό τίς 14:50 μέχρι τίς 15:40 περίπου. Στό σημεῖο αὐτό ὀφείλουμε νά σημειώσουμε ὅτι ἐνάτη ὥρα καλοῦνταν συχνά καί τό τρίωρο πού ξεκινοῦσε ἀπό τήν ἐνάτη καί ὁλοκληρωνόταν μέ τήν δωδεκάτη ὥρα τῆς ἡμέρας (3:00 μέ 6:00 μ.μ.). Χρονικά ἦταν ἀντίστοιχο μέ τήν τετάρτη φυλακή τῆς νυκτός (3:00 μέ 6:00 π.μ.).

Ἄν σέ αὐτό συνυπολογίσουμε τό ὅτι οἱ Εὐαγγελιστές δέν εἶχαν τή δυνατότητα τῆς ἀκριβοῦς μετρήσεως τοῦ χρόνου ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι δέν μποροῦμε νά ὁρίσουμε ὡς ὥρα θανάτου τοῦ Κυρίου τίς 15:00, ἀλλά μόνο νά ποῦμε ὅτι ἔγινε ἀρκετά μετά τό μεσημέρι καί ἀρκετά πρίν τή δύση τοῦ ἡλίου. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι πέθανε στίς τρεῖς (15:00) μετά τό μεσημέρι μόνο ἐνδεικτικά, γιά νά ἔχουμε μία σταθερή βάση γιά νά ἀναφερόμαστε στό γεγονός.

Καί βέβαια κάθε προσπάθεια νά συνδεθεῖ ἡ ὥρα αὐτή μέ τήν ὥρα τῆς Ἀναστάσεως (πολύ περισσότερο μέ τίς 33 ὧρες πρίν ἀπό τή δωδεκάτη νυκτερινή τοῦ Σαββάτου) μᾶς ὁδηγεῖ σέ ἐπικίνδυνες στρεβλώσεις τῆς πραγματικότητας. Ἡ μοναδική ἀναφορά εἶναι ὅτι ἀνέστη τριήμερος, δηλαδή ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἔγινε κάποια στιγμή μέσα στήν τρίτη ἡμέρα ἀπό τή σταύρωση (πρώτη τό ὑπόλοιπο τμῆμα τῆς Παρασκευῆς, δεύτερη ὁλόκληρο τό Σάββατο καί τρίτη ἕνα μέρος τῆς Κυριακῆς). Πουθενά δέν γίνεται ἀναφορά σέ ὧρες.

Ὅσοι συνδυάζουν ὥρα θανάτου τοῦ Χριστοῦ καί ὥρα τελετῆς Ἀναστάσεως διαπράττουν ἕνα ἀκόμη σοβαρό (παιδαριῶδες θά ἔλεγα) γιά τά θεολογικά δεδομένα σφάλμα: συνδυάζουν χρονικά δεδομένα τῶν Εὐαγγελίων, πού βασίζονται σέ συγκεκριμένο σύστημα μετρήσεως τοῦ χρόνου, μέ τόν λειτουργικό χρόνο ὁ ὁποῖος ἔχει τή δική του ἀντίληψη γιά τήν ἔννοια τοῦ χρόνου, καθώς μᾶς εἰσάγει σέ μία καινή στάση ἀπέναντι στόν χρόνο. Γι᾿ αὐτό, θά πρέπει νά δοῦμε ἄν θά ἀκολουθήσουμε τά δεδομένα τῶν Εὐαγγελίων: θάνατος περίπου τρεῖς μέ τέσσερεις τό μεσημέρι τῆς Παρασκευῆς καί Ἀνάσταση κάποια χρονικά ἀπροσδιόριστη στιγμή τῆς Κυριακῆς (προφανῶς τή νύκτα) ἤ τά δεδομένα τῆς τάξεως τῶν Ἀκολουθιῶν, οἱ ὁποῖες ἔχουν τόν δικό τους τρόπο ροῆς καί παρακολουθήσεως τοῦ χρόνου: ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου ἀναφέρεται γιά πρώτη φορά στό Ἕβδομο Εὐαγγέλιο (στό χωρίο Ματθαίου 27:50) τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ἡ Ἀκολουθία διαβάζεται τό ἀπόγευμα τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ἀλλά ἡ κανονική της θέση θά ἦταν νωρίς τό πρωί τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ἡ Ἀνάσταση κηρύσσεται σέ κανονικές συνθῆκες στίς 12.00 τό βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὅταν λειτουργικά εἶναι ἤδη Κυριακή τοῦ Πάσχα (ἔχει ξεκινήσει μέ τόν Ἑσπερινό, ὅπως κάθε ἡμέρα). Καί σέ αυτή τήν περίπτωση οἱ ὧρες δέν εἶναι τριάντα τρεῖς… Ἄν μάλιστα ὑπολογίσουμε ἀπό τό ἀπόγευμα τῆς Μεγάλης Πέμπτης τότε οἱ ὧρες εἶναι περίπου πενήντα δύο…

Ὅσο γιά τό ἄν τελοῦνται δύο λειτουργίες σέ μία ἡμέρα νομίζω ὅτι καί πάλι πρέπει νά δοῦμε πῶς κατανοοῦμε τόν χρόνο: κοσμικά ἤ λειτουργικά; Λειτουργικά, πάντοτε τελοῦνται δύο θεῖες Λειτουργίες τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα: τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μέ τόν Ἑσπερινό, τό πρωί τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, καί τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως μετά τήν Παννυχίδα.

Τελικά τί ἀκολουθοῦμε· τόν λειτουργικό ἤ τόν κοσμικό χρόνο;

Γιατί ὅλη αὐτή ἡ αναστάτωση γιά ἕνα ζήτημα πού δέν ἔχει καμία οὐσία, οὔτε εἶναι θέμα πίστεως, ἀλλά μόνο τάξεως, ὅπως πολλοί ἐπεσήμαναν;

Γιατί ἐφευρίσκουμε ἀφορμές γιά νά σκανδαλίζουμε ἑαυτούς καί ἀλλήλους;

Γιατί μᾶς ἀρέσει νά κινούμαστε ὅπως οἱ Φαρισαῖοι τῶν Εὐαγγελίων πού ἔβλεπαν τή Χάρη τοῦ Θεοῦ νά σκορπίζεται στόν κόσμο μπροστά τους καί αὐτοί γκρίνιαζαν γιά τήν τήρηση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου καί κατηγοροῦσαν τόν Χριστό ὅτι τήν καταλύει;

Εἶναι δυνατόν νά λέμε ὅτι ἐφέτος θά γιορτάσουμε τό Πάσχα Σάββατο; Ἀπό τά πρῶτα πράγματα πού μαθαίνει κανείς γιά τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ ἔννοιες τοῦ λειτουργικοῦ χώρου καί χρόνου. Ὅσοι διαμαρτύρονται δέν γνωρίζουν ὅτι ὁ λειτουργικός χρόνος κυριαρχεῖ ἐπάνω στόν χρόνο τῶν ρολογιῶν μας;

Δέν παραξενεύτηκαν πού καί τήν Μεγάλη Πέμπτη καί τήν Μεγάλη Παρασκευή λέμε «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου…»; Ἤ μήπως ἦρθε ἡ στιγμή πού θά δοῦμε διαμάχες σχετικά μέ τό πότε ὁρίζεται χρονικά τό «Σήμερον κρεμᾶται»…

Στή συζήτηση γιά τήν τήρηση τῆς ἀργίας του Σαββάτου ὁ Χριστός ἀντέταξε τήν ἑξῆς ἐρώτηση: ἔγινε ὁ ἄνθρωπος γιά τό Σάββατο ἤ τό Σάββατο γιά τόν ἄνθρωπο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι προφανής: τό Σάββατο θεσπίστηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά ἐξυπηρετεῖ τίς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου καί μποροῦμε νά τό χειριζόμαστε μέ αὐτό τό σκεπτικό. Ὅπως φαίνεται, ὅμως, αὐτό δέν εἶναι προφανές γιά ὅλους… Μᾶλλον ἦλθε καί πάλι ἡ στιγμή πού κάποιοι, γιά μία ἀκόμη φορά, ἐπιχειροῦν νά διορθώσουν τόν Χριστό στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί νά ὑποστηρίξουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔγινε γιά νά τηρεῖ τό Σάββατο καί ὄχι τό ἀντίθετο …

Καλή Ἀνάσταση!


Ὑστερόγραφη σημείωση: Στό σημεῖο αὐτό θά ἤθελα ἐκ τῶν ὑστέρων νά ὑπογραμμίσω τήν αὐξημένη ποιμαντική μέριμνα καί τήν πατρική φροντίδα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κώου καί Νισύρου κ. Ναθαναήλ, ὁ ὁποῖος γιά νά ἀναπαύσει ἀκόμη καί ὅσους πιθανῶς θά ἐνοχλοῦνταν ἐπειδή τελέστηκαν δύο Θεῖες Λειτουργίες σέ μία ἡμερολογιακή ἡμέρα, φρόντισε νά γίνει ὁ καθαγιασμός τῶν Τιμίων Δώρων καί ἡ μετάληψη τῶν πιστῶν λίγο μετά τή δωδεκάτη νυκτερινή τοῦ Σαββάτου. Μέ αὐτή τή σώφρονα ποιμαντική στάση μᾶς ἔδειξε πόσο προσεκτικοί πρέπει να εἴμαστε στίς κρίσεις μας καί ὅτι ἡ Ἐκκλησία μέ τή σοφία της μπορεῖ νά ἀντιμετωπίσει μέ πνευματικό τρόπο κάθε πρόβλημα καί κάθε δυσκολία.

Χριστός Ἀνέστη!

Ἀθανάσιος Γερ. Μουστάκης

Κυριακὴ τοῦ Πάσχα καὶ ὅλη ἡ Δημιουργία, τὰ πάντα, εἶναι λαμπερά, ὁλόφωτα, λουσμένα στὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀναστάσεως.

Κι αὐτὸ τὸ φῶς ποὺ μᾶς φωτίζει καὶ θερμαίνει τὶς καρδιές μας ξεκινᾶ ἀπὸ τὸν καθένα μας καὶ ἁπλώνεται σὲ ὅλη τὴν Πλάση γιὰ νὰ τὴν μεταμορφώσει καὶ νὰ ὑπάρχει ἡ ἀναστάσιμη πορεία τῶν κτισμάτων καὶ ὁλόκληρης τῆς Κτίσεως πρὸς τὴ Σωτηρία.

Καὶ αὐτὴ τὴν πορεία, ἀδελφοί μου, τὴν χάραξε καὶ μᾶς τὴν ἔδειξε ὁ Κύριός μας, ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἀνάστασή Του νίκησε τὸν θάνατο. Δὲν τὸν νίκησε γιὰ τὸν Ἑαυτό Του, καθὼς Ἐκεῖνος δὲν χρειαζόταν κάτι τέτοιο! Τὸν νίκησε γιὰ Ἐμᾶς, γιὰ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔζησε καὶ θὰ ζήσει στὴ Γῆ! Τὸν νίκησε γιὰ νὰ μπορέσουμε ἐμεῖς νὰ ξαναζήσουμε δίπλα Του, νὰ βρεθοῦμε καὶ πάλι μέσα στὸν Παράδεισο ποὺ κάποτε χάσαμε!

Ὁ δρόμος αὐτός, τὸ Πάσχα, δηλαδὴ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία στὴν ἐλευθερία, ἂς γίνει ἡ σταθερὴ πορεία τοῦ καθενός μας!

Ἂς βαδίσουμε μὲ ἀγάπη καὶ πίστη, μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν Χριστὸ καὶ σιγουριὰ στὰ λόγια Του, μὲ ἀγάπη σὲ κάθε ἀδελφό μας καὶ πίστη στὴν Ἁγία μας Ἐκκλησία καὶ τότε τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως ποὺ λάμπει στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ θὰ φωτίσει κι ἐμᾶς, θὰ λάμψει στὶς οἰκογένειές μας, θὰ λαμπρύνει τὶς ζωὲς καὶ τὰ βήματά μας!

Χριστὸς Ἀνέστη!

Ἀμὴν! Γένοιτο!

† Ο ΚΩΟΥ ΚΑΙ ΝΙΣΥΡΟΥ ΝΑΘΑΝΑΗΛ

Ἀπόγευμα Μεγάλης Παρασκευῆς ἀπόψε καὶ ὁ Ἰησοῦς ἤδη κατέβηκε στὸν Ἅδη. Οἱ κεκοιμημένοι προγεύονται ἤδη τὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως. Οἱ ὕμνοι τῆς Ἀκολουθίας μιλοῦν γιὰ Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων καὶ μᾶς γεμίζουν μὲ ἐλπίδα, χαρὰ καὶ προσμονή.

Ὁ Χριστός, ποὺ λίγο πρὶν σταυρώθηκε ἀπὸ ἐμᾶς, σύντομα θὰ ἀναστηθεῖ! Νιώθουμε ὅλο καὶ πιὸ ἔντονη τὴν προσδοκία τῆς Ἀναστάσεως! Τὴ ζοῦμε μέσα μας! Τὴν ἀντιλαμβανόμαστε μὲ τὴν καρδιά μας!

Οἱ κακίες ποὺ μᾶς βασανίζουν σβήνουν καὶ χάνονται. Οἱ σκέψεις μας γεμίζουν μὲ ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον. Ὁ συνάνθρωπος γίνεται φίλος, δικός μας. Ἡ λαχτάρα καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως λειτουργεῖ ἤδη μέσα μας. Ἡ Ἀνάσταση φωτίζει τὴ ζωή μας καὶ μεταμορφώνει τὴν ὕπαρξή μας!

Πόσο σπουδαία εἶναι ἡ προσμονὴ αὐτή! Πῶς ζεσταίνει τὶς καρδιές μας! Πῶς μᾶς κάνει νὰ βλέπουμε μὲ ἀγάπη τὸν συνάνθρωπό μας!

Δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι μόνο ἔτσι θὰ γευτοῦμε καρδιακὰ τὴ νέα ζωὴ ποὺ ὑπόσχεται σὲ ὅλους μας ὁ Χριστός. Μόνο ἔτσι θὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴ μικρότητα ποὺ μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας.

Μακάρι, ἀδελφοί μου, ἡ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ αὐτὴ τὴ στιγμὴ ὅλο καὶ περισσότερο αἰσθανόμαστε νὰ γεμίζει τὴν ὕπαρξή μας, νὰ κατοικήσει μόνιμα στὶς καρδιές μας καὶ νὰ μεταμορφώσει ἐντελῶς τὴ ζωή μας.

Μακάρι τὸ φετινὸ Πάσχα, ποὺ εἶναι λουσμένο στὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς αἰωνιότητας, νὰ ἀλλάξει τὴ ζωή μας καὶ νὰ μᾶς μεταμορφώσει μέσα ἀπὸ τὴ χαρὰ τῆς ἀγάπης!

Καλὴ Ἀνάσταση!

Ἀμήν. Γένοιτο!

† Ο ΚΩΟΥ ΚΑΙ ΝΙΣΥΡΟΥ ΝΑΘΑΝΑΗΛ

Μεγάλη Πέμπτη ἀπόψε καὶ βρισκόμαστε πλέον στὴν καρδιὰ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, πού, ὅπως θυμόμαστε, ξεκίνησε μὲ τοὺς Ἰουδαίους νὰ ζητωκραυγάζουν καὶ νὰ δοξολογοῦν τὸν Χριστό, ἀλλὰ συνεχίζεται μὲ ἐντελῶς διαφορετικὸ τρόπο.

Αὐτοὶ ποὺ συνέλαβαν τὸν Χριστό, ποὺ τὸν δίκασαν μὲ ψευδομαρτυρίες καὶ τὸν ἀνέβασαν στὸν Σταυρὸ ἦταν ἄνθρωποι ὅπως εἴμαστε καὶ ἐμεῖς. Δυστυχῶς, μὲ τὸν ἐγωισμό μας κάναμε τὸν κόσμο μας ἀπρόσωπο, ψυχρό, χωρὶς ἀγάπη. Διώξαμε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴ ζωή μας. Ἀφήσαμε τὴν καθημερινότητά μας χωρὶς τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ ποὺ τὴν ὀμόρφαινε καὶ τὴν ἔκανε πιὸ ζεστή, πιὸ ἀνθρώπινη.

Πῶς ἀντιμετωπίζει, ὅμως, ὁ Χριστὸς αὐτὴ τὴ στάση μας;

Πῶς ἀντιμετωπίζει τὸ μῖσος ποὺ νιώθουμε γι᾿ Αὐτόν;

Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε ἀρκεῖ νὰ δοῦμε μία εἰκόνα τῆς Σταυρώσεως:
ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸν Σταυρὸ ἁπλώνει τὰ χέρια Του σὲ μιὰ κίνηση ἀγάπης. Προσπαθεῖ νὰ ἀγκαλιάσει ὅλους ἐμᾶς ποὺ τὸν σταυρώσαμε.

Τὸ αἷμα Του στάζει στὰ κρανία τῶν Πρωτοπλάστων, τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὕας, τὰ ὁποῖα σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση εἶχαν ταφεῖ κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρό. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ξεπλένει τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ξεπλένει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Τὸ αἷμα Του γεφυρώνει τὸ χάσμα ποὺ δημιούργησε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν παρακοὴ τῆς ἐντολῆς ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ὁ Θεός. Τὸ αἷμα Του ἀνοίγει διάπλατα τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου!

Ἡ ἀγάπη Του πρὸς ὅλους μας εἶναι δεδομένη. Τὰ καρφιὰ μὲ τὰ ὁποῖα τὸν καρφώσαμε στὸν Σταυρὸ δὲ θὰ Τὸν ἐμποδίσουν νὰ μᾶς σφίξει στὴν ἀγκαλιά Του καὶ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.

Ἐπιθυμία τοῦ σταυρωμένου Χριστοῦ εἶναι νὰ βοηθήσει καὶ νὰ σώσει τὸ δημιούργημά Του. Γι᾿ αὐτὸ ὑποφέρει ἐπάνω στὸν Σταυρὸ καὶ πεθαίνει ὡς κακοῦργος! Κι ἐμεῖς τί θά κάνουμε;

Θὰ δεχθοῦμε ἄραγε τὴ Θυσία Του; Θὰ Τὸν πλησιάσουμε;

Θὰ δεχθοῦμε τὴν ἀγκαλιὰ ποὺ διάπλατα ἀνοίγει γιὰ νὰ μᾶς δεχθεῖ;

Θὰ πιάσουμε τὸ χέρι ποὺ μὲ τόση ἀγάπη ἁπλώνει πρὸς τὸ μέρος μας;

Ἀμήν. Γένοιτο!

† Ο ΚΩΟΥ ΚΑΙ ΝΙΣΥΡΟΥ ΝΑΘΑΝΑΗΛ

† Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ

ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ

ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ EΛΕΟΣ

ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΩΣ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

* * *

Τήν ψυχωφελῆ πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν καί προσκυνήσαντες τά Πάθη καί τόν Σταυρόν τοῦ Κυρίου, ἰδού καθιστάμεθα σήμερον κοινωνοί τῆς ἐνδόξου Αὐτοῦ Ἀναστάσεως, λαμπρυνόμενοι τῇ πανηγύρει καί ἀναβοῶντες ἐν χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ τό κοσμοσωτήριον ἄγγελμα «Χριστός Ἀνέστη»!

Ὅ,τι πιστεύομεν, ὅ,τι ἀγαπῶμεν, ὅ,τι ἐλπίζομεν ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι συνδέεται μέ τό Πάσχα, ἀπό αὐτό ἀντλεῖ τήν ζωτικότητά του, ἀπό αὐτό ἑρμηνεύεται καί νοηματοδοτεῖται. Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀπάντησις τῆς Θείας ἀγάπης εἰς τήν ἀγωνίαν καί τήν προσδοκίαν τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί εἰς τήν «ἀποκαραδοκίαν» τῆς συστεναζούσης κτίσεως. Ἐν αὐτῇ ἀπεκαλύφθη τό νόημα τοῦ «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν»[1] καί τοῦ «καί εἶδεν ὁ Θεός τά πάντα, ὅσα ἐποίησεν, καί ἰδού καλά λίαν»[2].

Ὁ Χριστός εἶναι «τό Πάσχα ἡμῶν»[3], «ἡ ἀνάστασις πάντων». Ἐάν ἡ πτῶσις ὑπῆρξεν ἀναστολή τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρός τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», ἐν Χριστῷ ἀναστάντι ἀνοίγεται πάλιν εἰς τόν «ἠγαπημένον τοῦ Θεοῦ» ἡ ὁδός τῆς κατά χάριν θεώσεως. Συντελεῖται τό «μέγα θαῦμα», τό ὁποῖον ἰᾶται τό «μέγα τραῦμα», τόν ἄνθρωπον. Εἰς τήν ἐμβληματικήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως ἐν τῇ Μονῇ τῆς Χώρας, ἀτενίζομεν τόν κατελθόντα «μέχρις ᾍδου ταμείων» Κύριον τῆς δόξης καί καθελόντα θανάτου τό κράτος, νά ἀναδύηται ζωηφόρος ἐκ τοῦ τάφου, συνανιστῶν τούς γενάρχας τῆς ἀνθρωπότητος, καί ἐν αὐτοῖς ἅπαν τό ἀνθρώπινον γένος, ἀπ᾿ ἀρχῆς καί μέχρι τῶν ἐσχάτων, ὡς ἐλευθερωτής ἡμῶν ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἀλλοτρίου.

Ἐν τῇ Ἀναστάσει φανεροῦται ἡ ἐν Χριστῷ ζωή ὡς ἀπελευθέρωσις καί ἐλευθερία. «Τῇ ἐλευθερίᾳ … Χριστός ἡμᾶς ἡλευθέρωσε»[4]. Τό περιεχόμενον, τό «ἦθος» αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία πρέπει νά βιωθῇ ἐνταῦθα χριστοπρεπῶς, πρίν τελειωθῇ ἐν τῇ ἐπουρανίῳ Βασιλείᾳ, εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ βιωματική πεμπτουσία τῆς «καινῆς κτίσεως». «Ὑμεῖς γάρ ἐπ᾿ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί· μόνον μή τήν ἐλευθερίαν εἰς ἀφορμήν τῇ σαρκί, ἀλλά διά τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις»[5]. Ἡ ἐλευθερία τοῦ πιστοῦ, τεθεμελιωμένη εἰς τόν Σταυρόν καί τήν Ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος, εἶναι πορεία πρός τά ἄνω καί πρός τόν ἀδελφόν, εἶναι «πίστις δι᾿ ἀγάπης ἐνεργουμένη»[6]. Εἶναι ἔξοδος ἀπό τήν «Αἴγυπτον τῆς δουλείας» καί τῶν ποικίλων ἀλλοτριώσεων, χριστοδώρητος ὑπέρβασις τῆς ἐσωστρεφοῦς καί συρρικνωμένης ὑπάρξεως, ἐλπίς αἰωνιότητος, ἡ ὁποία ἐξανθρωπίζει τόν ἄνθρωπον.

Ἑορτάζοντες τό Πάσχα, ὁμολογοῦμεν ἐν Ἐκκλησίᾳ, ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «ἔχει ἤδη ἐγκαθιδρυθῆ, ἀλλά δέν ἔχει ἀκόμη ὁλοκληρωθῆ»[7]. Ἐν τῷ φωτί τῆς Ἀναστάσεως, τά ἐγκόσμια πράγματα ἀποκτοῦν νέον νόημα, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἤδη μεταμορφωμένα καί μεταμορφούμενα. Τίποτε δέν εἶναι ἁπλῶς «δεδομένον». Τά πάντα εὑρίσκονται ἐν κινήσει πρός τήν ἐσχατολογικήν τελείωσίν των. Αὐτή ἡ «ἀκράτητος φορά» πρός τήν Βασιλείαν, ἡ ὁποία βιοῦται κατ᾿ ἐξοχήν ἐν τῇ εὐχαριστιακῇ συνάξει, προφυλάσσει τόν λαόν τοῦ Θεοῦ ἀφ᾿ ἑνός μέν ἀπό τήν ἀδιαφορίαν διά τήν ἱστορίαν καί τήν παρουσίαν τοῦ κακοῦ ἐν αὐτῇ, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ ἀπό τήν λήθην τοῦ Κυριακοῦ λόγου «ἡ βασιλεία ἡ ἐμή οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»[8], τῆς διαφορᾶς δηλονότι μεταξύ τοῦ «ἤδη» καί τοῦ «ὄχι ἀκόμη» τῆς ἐλεύσεως τῆς Βασιλείας, συμφώνως καί πρός τό θεολογικώτατον «Ὁ Βασιλεύς ἦλθεν, ὁ Κύριος Ἰησοῦς, καί ἡ Βασιλεία του θά ἔλθῃ»[9].

Κύριον γνώρισμα τῆς θεοσδότου ἐλευθερίας τοῦ πιστοῦ εἶναι ὁ ἀσίγαστος ἀναστάσιμος παλμός, ἡ ἐγρήγορσις καί ὁ δυναμισμός της. Ὁ χαρακτήρ αὐτῆς ὡς δώρου τῆς χάριτος ὄχι μόνον δέν περιορίζει, ἀλλά ἀναδεικνύει τήν ἰδικήν μας συγκατάθεσιν εἰς τήν δωρεάν, καί ἐνδυναμώνει τήν πορείαν μας καί τήν ἀναστροφήν μας ἐν τῇ νέᾳ ἐλευθερίᾳ, ἡ ὁποία ἐμπερικλείει καί τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἀλλοτριωθείσης σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν κτίσιν. Ὁ ἐν Χριστῷ ἐλεύθερος δέν ἐγκλωβίζεται εἰς «γήϊνα ἀπόλυτα», ὡς «οἱ λοιποί, οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα»[10]. Ἡ ἐλπίς ἡμῶν εἶναι ὁ Χριστός, ἡ ἐν Αὐτῷ ὡλοκληρωμένη ὕπαρξις, ἡ λαμπρότης καί ἡ φωτοχυσία τῆς αἰωνιότητος. Τά βιολογικά ὅρια τῆς ζωῆς δέν ὁρίζουν τήν ἀλήθειάν της. Ὁ θάνατος δέν εἶναι τό τέλος τῆς ὑπάρξεώς μας. «Μηδείς φοβείσθω θάνατον∙ ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος. Ἔσβεσεν αὐτόν ὑπ᾿ αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐσκύλευσε τόν ᾍδην ὁ κατελθών εἰς τόν ᾍδην»[11]. Ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία εἶναι ἡ «ἄλλη πλᾶσις»[12] τοῦ ἀνθρώπου, πρόγευσις καί προτύπωσις τῆς πληρώσεως καί τῆς πληρότητος τῆς Θείας Οἰκονομίας ἐν τῷ «νῦν καί ἀεί» τῆς ἐσχάτης ἡμέρας, ὅτε οἱ «εὐλογημένοι τοῦ Πατρός» θά ζοῦν πρόσωπον πρός πρόσωπον μετά τοῦ Χριστοῦ, «ὁρῶντες αὐτόν καί ὁρώμενοι καί ἄληκτον τήν ἀπ᾿ αὐτοῦ εὐφροσύνην καρπούμενοι»[13].

Τό Ἅγιον Πάσχα δέν εἶναι ἁπλῶς μία θρησκευτική ἑορτή, ἔστω καί ἡ μεγίστη δι᾿ ἡμᾶς τούς Ὀρθοδόξους. Κάθε Θεία Λειτουργία, κάθε προσευχή καί δέησις τῶν πιστῶν, κάθε ἑορτή καί μνήμη Ἁγίων καί Μαρτύρων, ἡ τιμή τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἡ «περισσεία τῆς χαρᾶς» τῶν Χριστιανῶν (Β´ Κορ. η´, 2), κάθε πρᾶξις θυσιαστικῆς ἀγάπης καί ἀδελφοσύνης, ἡ ὑπομονή ἐν ταῖς θλίψεσιν, ἡ οὐ καταισχύνουσα ἐλπίς τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, εἶναι πανήγυρις ἐλευθερίας, ἐκπέμπουν πασχάλιον φως καί ἀναδίδουν τό ἄρωμα τῆς Ἀναστάσεως.

Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, δοξάζοντες τόν πατήσαντα θανάτῳ τόν θάνατον Σωτῆρα τοῦ κόσμου, ἀπευθύνομεν πρός πάντας ὑμᾶς, τούς ἐν ἁπάσῃ τῇ Δεσποτείᾳ Κυρίου τιμιωτάτους ἀδελφούς καί τά προσφιλέστατα τέκνα τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ἑόρτιον ἀσπασμόν, εὐλογοῦντες μαζί σας γηθοσύνως, ἐν ἐνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, Χριστόν εἰς τούς αἰῶνας.

Φανάριον, Ἅγιον Πάσχα ,βκα´

† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως

διάπυρος πρός Χριστόν Ἀναστάντα

εὐχέτης πάντων ὑμῶν.

[1] Γεν. α’, 26.

[2] Γεν. α’, 31.

[3] Α’ Κορ. ε’, 7.

[4] Γαλ. ε’, 1.

[5] Γαλ. ε’, 13.

[6] Γαλ. ε’, 6.

[7] Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, μτφρ. Δ. Τσάμη, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 37.

[8] Ἰωάν. ιη’, 36.

[9] Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ὅ.π., σ. 99.

[10] Α’ Θεσσ. δ’, 13

[11] Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Λόγος Κατηχητήριος εἰς τήν ἁγίαν καί λαμπροφόρον ἡμέραν τῆς ἐνδόξου καί σωτηριώδους Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν Αναστάσεως.

[12] Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἔπη ἠθικά, ΒΕΠΕΣ 61, σ. 227.

[13] Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Δ’, 27 (100), Κείμενον, μετάφρασις, σχόλια Ν. Ματσούκα, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 452.

† Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ

ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ

ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ EΛΕΟΣ

ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΩΣ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

* * *

Τήν ψυχωφελῆ πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν καί προσκυνήσαντες τά Πάθη καί τόν Σταυρόν τοῦ Κυρίου, ἰδού καθιστάμεθα σήμερον κοινωνοί τῆς ἐνδόξου Αὐτοῦ Ἀναστάσεως, λαμπρυνόμενοι τῇ πανηγύρει καί ἀναβοῶντες ἐν χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ τό κοσμοσωτήριον ἄγγελμα «Χριστός Ἀνέστη»!

Ὅ,τι πιστεύομεν, ὅ,τι ἀγαπῶμεν, ὅ,τι ἐλπίζομεν ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι συνδέεται μέ τό Πάσχα, ἀπό αὐτό ἀντλεῖ τήν ζωτικότητά του, ἀπό αὐτό ἑρμηνεύεται καί νοηματοδοτεῖται. Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀπάντησις τῆς Θείας ἀγάπης εἰς τήν ἀγωνίαν καί τήν προσδοκίαν τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί εἰς τήν «ἀποκαραδοκίαν» τῆς συστεναζούσης κτίσεως. Ἐν αὐτῇ ἀπεκαλύφθη τό νόημα τοῦ «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν»[1] καί τοῦ «καί εἶδεν ὁ Θεός τά πάντα, ὅσα ἐποίησεν, καί ἰδού καλά λίαν»[2].

Ὁ Χριστός εἶναι «τό Πάσχα ἡμῶν»[3], «ἡ ἀνάστασις πάντων». Ἐάν ἡ πτῶσις ὑπῆρξεν ἀναστολή τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρός τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», ἐν Χριστῷ ἀναστάντι ἀνοίγεται πάλιν εἰς τόν «ἠγαπημένον τοῦ Θεοῦ» ἡ ὁδός τῆς κατά χάριν θεώσεως. Συντελεῖται τό «μέγα θαῦμα», τό ὁποῖον ἰᾶται τό «μέγα τραῦμα», τόν ἄνθρωπον. Εἰς τήν ἐμβληματικήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως ἐν τῇ Μονῇ τῆς Χώρας, ἀτενίζομεν τόν κατελθόντα «μέχρις ᾍδου ταμείων» Κύριον τῆς δόξης καί καθελόντα θανάτου τό κράτος, νά ἀναδύηται ζωηφόρος ἐκ τοῦ τάφου, συνανιστῶν τούς γενάρχας τῆς ἀνθρωπότητος, καί ἐν αὐτοῖς ἅπαν τό ἀνθρώπινον γένος, ἀπ᾿ ἀρχῆς καί μέχρι τῶν ἐσχάτων, ὡς ἐλευθερωτής ἡμῶν ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἀλλοτρίου.

Ἐν τῇ Ἀναστάσει φανεροῦται ἡ ἐν Χριστῷ ζωή ὡς ἀπελευθέρωσις καί ἐλευθερία. «Τῇ ἐλευθερίᾳ … Χριστός ἡμᾶς ἡλευθέρωσε»[4]. Τό περιεχόμενον, τό «ἦθος» αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία πρέπει νά βιωθῇ ἐνταῦθα χριστοπρεπῶς, πρίν τελειωθῇ ἐν τῇ ἐπουρανίῳ Βασιλείᾳ, εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ βιωματική πεμπτουσία τῆς «καινῆς κτίσεως». «Ὑμεῖς γάρ ἐπ᾿ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί· μόνον μή τήν ἐλευθερίαν εἰς ἀφορμήν τῇ σαρκί, ἀλλά διά τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις»[5]. Ἡ ἐλευθερία τοῦ πιστοῦ, τεθεμελιωμένη εἰς τόν Σταυρόν καί τήν Ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος, εἶναι πορεία πρός τά ἄνω καί πρός τόν ἀδελφόν, εἶναι «πίστις δι᾿ ἀγάπης ἐνεργουμένη»[6]. Εἶναι ἔξοδος ἀπό τήν «Αἴγυπτον τῆς δουλείας» καί τῶν ποικίλων ἀλλοτριώσεων, χριστοδώρητος ὑπέρβασις τῆς ἐσωστρεφοῦς καί συρρικνωμένης ὑπάρξεως, ἐλπίς αἰωνιότητος, ἡ ὁποία ἐξανθρωπίζει τόν ἄνθρωπον.

Ἑορτάζοντες τό Πάσχα, ὁμολογοῦμεν ἐν Ἐκκλησίᾳ, ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «ἔχει ἤδη ἐγκαθιδρυθῆ, ἀλλά δέν ἔχει ἀκόμη ὁλοκληρωθῆ»[7]. Ἐν τῷ φωτί τῆς Ἀναστάσεως, τά ἐγκόσμια πράγματα ἀποκτοῦν νέον νόημα, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἤδη μεταμορφωμένα καί μεταμορφούμενα. Τίποτε δέν εἶναι ἁπλῶς «δεδομένον». Τά πάντα εὑρίσκονται ἐν κινήσει πρός τήν ἐσχατολογικήν τελείωσίν των. Αὐτή ἡ «ἀκράτητος φορά» πρός τήν Βασιλείαν, ἡ ὁποία βιοῦται κατ᾿ ἐξοχήν ἐν τῇ εὐχαριστιακῇ συνάξει, προφυλάσσει τόν λαόν τοῦ Θεοῦ ἀφ᾿ ἑνός μέν ἀπό τήν ἀδιαφορίαν διά τήν ἱστορίαν καί τήν παρουσίαν τοῦ κακοῦ ἐν αὐτῇ, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ ἀπό τήν λήθην τοῦ Κυριακοῦ λόγου «ἡ βασιλεία ἡ ἐμή οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»[8], τῆς διαφορᾶς δηλονότι μεταξύ τοῦ «ἤδη» καί τοῦ «ὄχι ἀκόμη» τῆς ἐλεύσεως τῆς Βασιλείας, συμφώνως καί πρός τό θεολογικώτατον «Ὁ Βασιλεύς ἦλθεν, ὁ Κύριος Ἰησοῦς, καί ἡ Βασιλεία του θά ἔλθῃ»[9].

Κύριον γνώρισμα τῆς θεοσδότου ἐλευθερίας τοῦ πιστοῦ εἶναι ὁ ἀσίγαστος ἀναστάσιμος παλμός, ἡ ἐγρήγορσις καί ὁ δυναμισμός της. Ὁ χαρακτήρ αὐτῆς ὡς δώρου τῆς χάριτος ὄχι μόνον δέν περιορίζει, ἀλλά ἀναδεικνύει τήν ἰδικήν μας συγκατάθεσιν εἰς τήν δωρεάν, καί ἐνδυναμώνει τήν πορείαν μας καί τήν ἀναστροφήν μας ἐν τῇ νέᾳ ἐλευθερίᾳ, ἡ ὁποία ἐμπερικλείει καί τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἀλλοτριωθείσης σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν κτίσιν. Ὁ ἐν Χριστῷ ἐλεύθερος δέν ἐγκλωβίζεται εἰς «γήϊνα ἀπόλυτα», ὡς «οἱ λοιποί, οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα»[10]. Ἡ ἐλπίς ἡμῶν εἶναι ὁ Χριστός, ἡ ἐν Αὐτῷ ὡλοκληρωμένη ὕπαρξις, ἡ λαμπρότης καί ἡ φωτοχυσία τῆς αἰωνιότητος. Τά βιολογικά ὅρια τῆς ζωῆς δέν ὁρίζουν τήν ἀλήθειάν της. Ὁ θάνατος δέν εἶναι τό τέλος τῆς ὑπάρξεώς μας. «Μηδείς φοβείσθω θάνατον∙ ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος. Ἔσβεσεν αὐτόν ὑπ᾿ αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐσκύλευσε τόν ᾍδην ὁ κατελθών εἰς τόν ᾍδην»[11]. Ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία εἶναι ἡ «ἄλλη πλᾶσις»[12] τοῦ ἀνθρώπου, πρόγευσις καί προτύπωσις τῆς πληρώσεως καί τῆς πληρότητος τῆς Θείας Οἰκονομίας ἐν τῷ «νῦν καί ἀεί» τῆς ἐσχάτης ἡμέρας, ὅτε οἱ «εὐλογημένοι τοῦ Πατρός» θά ζοῦν πρόσωπον πρός πρόσωπον μετά τοῦ Χριστοῦ, «ὁρῶντες αὐτόν καί ὁρώμενοι καί ἄληκτον τήν ἀπ᾿ αὐτοῦ εὐφροσύνην καρπούμενοι»[13].

Τό Ἅγιον Πάσχα δέν εἶναι ἁπλῶς μία θρησκευτική ἑορτή, ἔστω καί ἡ μεγίστη δι᾿ ἡμᾶς τούς Ὀρθοδόξους. Κάθε Θεία Λειτουργία, κάθε προσευχή καί δέησις τῶν πιστῶν, κάθε ἑορτή καί μνήμη Ἁγίων καί Μαρτύρων, ἡ τιμή τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἡ «περισσεία τῆς χαρᾶς» τῶν Χριστιανῶν (Β´ Κορ. η´, 2), κάθε πρᾶξις θυσιαστικῆς ἀγάπης καί ἀδελφοσύνης, ἡ ὑπομονή ἐν ταῖς θλίψεσιν, ἡ οὐ καταισχύνουσα ἐλπίς τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, εἶναι πανήγυρις ἐλευθερίας, ἐκπέμπουν πασχάλιον φως καί ἀναδίδουν τό ἄρωμα τῆς Ἀναστάσεως.

Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, δοξάζοντες τόν πατήσαντα θανάτῳ τόν θάνατον Σωτῆρα τοῦ κόσμου, ἀπευθύνομεν πρός πάντας ὑμᾶς, τούς ἐν ἁπάσῃ τῇ Δεσποτείᾳ Κυρίου τιμιωτάτους ἀδελφούς καί τά προσφιλέστατα τέκνα τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ἑόρτιον ἀσπασμόν, εὐλογοῦντες μαζί σας γηθοσύνως, ἐν ἐνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, Χριστόν εἰς τούς αἰῶνας.

Φανάριον, Ἅγιον Πάσχα ,βκα´

† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως

διάπυρος πρός Χριστόν Ἀναστάντα

εὐχέτης πάντων ὑμῶν.

[1] Γεν. α’, 26.

[2] Γεν. α’, 31.

[3] Α’ Κορ. ε’, 7.

[4] Γαλ. ε’, 1.

[5] Γαλ. ε’, 13.

[6] Γαλ. ε’, 6.

[7] Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, μτφρ. Δ. Τσάμη, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 37.

[8] Ἰωάν. ιη’, 36.

[9] Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ὅ.π., σ. 99.

[10] Α’ Θεσσ. δ’, 13

[11] Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Λόγος Κατηχητήριος εἰς τήν ἁγίαν καί λαμπροφόρον ἡμέραν τῆς ἐνδόξου καί σωτηριώδους Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν Αναστάσεως.

[12] Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἔπη ἠθικά, ΒΕΠΕΣ 61, σ. 227.

[13] Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Δ’, 27 (100), Κείμενον, μετάφρασις, σχόλια Ν. Ματσούκα, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 452.

Ἔφτασε ἡ Μεγάλη Τετάρτη καὶ ἐντυπωσιασμένοι βλέπουμε τὸν Χριστὸ νὰ κάνει κάτι ποὺ μὲ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ καταλάβουμε καὶ νὰ τὸ δεχθοῦμε: σκύβει καὶ πλένει τὰ πόδια τῶν μαθητῶν Του, σὰν νὰ εἶναι δοῦλος. Ὁ Δημιουργὸς ὑπηρετεῖ τὸ δημιούργημα. Ὁ Πλάστης διακονεῖ τὸ πλάσμα.

Τί μᾶς διδάσκει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Κύριός μας;

Ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ στάση μας ἀπέναντι στὸν Χριστό;

Ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ στάση μας ἀπέναντι στοὺς ἄνθρώπους ποὺ εἶναι εἰκόνες τοῦ Θεοῦ;

Τοὺς σεβόμαστε; Ἀκολουθοῦμε τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ; Διακονοῦμε τὸν συνάνθρωπο; Περιθάλπουμε τὸν ἄρρωστο; Ταΐζουμε τὸν πεινασμένο;

Μήπως δὲν νοιαζόμαστε γιὰ τὸν πόνο τοῦ πλησίον μας; Μήπως κλείνουμε τὰ μάτια μπροστὰ στὴν ἀνάγκη του; Μήπως προσπερνᾶμε μὲ ψυχρὴ ἀδιαφορία τὴ δυστυχία του;

Δὲν εἶναι σπάνιο φαινόμενο, ἀδελφοί μου, νὰ ἀποστρέφουμε ἐπιδεικτικὰ τὸ βλέμμα μας ἀπὸ αὐτὸν ποὺ μᾶς ἔχει ἀνάγκη! Ἀπὸ αὐτὸν ποὺ μᾶς χρειάζεται! Ὁ Χριστὸς ξεκάθαρα λέγει ὅτι ὅποιος θέλει νὰ εἶναι πρῶτος ἀνάμεσά μας πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ διακονεῖ τοὺς ἄλλους. Ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ ξεχωρίζει πρέπει νὰ τὸ πετύχει προσφέροντας. Αὐτὸ μᾶς δείχνει ἀπόψε ὁ Χριστός!

Δόξα τῷ Θεῷ, κάποιες φορές μᾶς κυριεύει ἡ ντροπὴ ἀπέναντι στὸ συνάθρωπο ποὺ δοκιμάζεται καὶ ἐρχόμαστε εἰς ἑαυτὸν καταλαβαίνοντας ὅτι πάντοτε μποροῦμε νὰ τὸν βοηθήσουμε, ὅπως μᾶς ζητᾶ ὁ Θεὸς νὰ κάνουμε.

Ὅταν συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὁ δρόμος γιὰ νὰ κερδίσουμε τὸν Παράδεισο περνᾶ ἀπὸ τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη καὶ τὴν προσφορά μας πρὸς τὸν πλησίον τότε ἡ προσπάθεια τοῦ Χριστοῦ θὰ ἔχει πετύχει καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Διδάσκαλος δὲν γονάτισε μάταια μπροστὰ στοὺς μαθητές Του.

Ἂς ἀκολουθήσουμε κι ἐμεῖς αὐτὸ τὸ παράδειγμα κι ὁ κόσμος μας θὰ γίνει διαφορετικός, πιὸ ὄμορφος, πιὸ ἀνθρώπινος. Δὲν θὰ ὑπάρχει πλέον καταπίεση, ἀδικία καὶ ἐκμετάλλευση, ἀλλὰ μόνο σεβασμὸς καὶ ἀγάπη.

Ἀμήν. Γένοιτο!


† Ο ΚΩΟΥ ΚΑΙ ΝΙΣΥΡΟΥ ΝΑΘΑΝΑΗΛ

Τὴν Μεγάλη Τρίτη ἡ Ἁγία Ἐκκλησία μας, παρουσιάζει στὸν καθένα μας τὴν ἐντυπωσιακὴ πράξη μετανοίας μίας βαθύτατα ἁμαρτωλῆς γυναίκας.

Ἡ γυναίκα αὐτὴ ζοῦσε γιὰ νὰ ἀπολαμβάνει μόνη της, μὲ ἐγωισμό, ὅσα ἀποκτοῦσε μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ ζωή της. Ὅταν συνάντησε τὸν Χριστό, κατάλαβε τὸ λάθος της καὶ ἄλλαξε στάση ἀπέναντι στὴ ζωὴ καὶ στὸν συνάνθρωπό της.

Ὁ Χριστός, μὲ τὴ μεγάλη φιλανθρωπία Του, δέχθηκε ἀμέσως τὴ μετάνοιά της, γιατί, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τονίζει, ἡ γυναίκα αὐτὴ ποὺ πρὶν ζοῦσε ἁμαρτωλὴ ζωὴ μετανόησε καὶ ἀγάπησε πολύ. Μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ οἱ πράξεις της, ποὺ ἦταν ὁλοφάνερα ἁμαρτωλές, εἶχαν στόχο τὸ κέρδος καὶ τὴν ἀπόκτηση χρημάτων. Μπροστὰ στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅμως, τὰ χρήματα ἔχασαν τὴν ἀξία τους καὶ ἡ ἁμαρτία ἔχασε τὴν ἑλκυστικότητά της.

Ἡ ἁμαρτωλὴ γυναίκα εἶναι ἀνώνυμη, γιατὶ ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀνώνυμη. Δὲν διασώθηκε τὸ ὄνομά της, παρὰ μόνο ἡ ἁγία πράξη της ποὺ εἶναι ἀξεπέραστο πρότυπο γιὰ κάθε ἄνθρωπο. Βέβαια, γιὰ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας, ἡ γυναίκα αὐτὴ εἶναι ἐπώνυμη.

Ἂς εἴμαστε, λοιπόν, προσεκτικοὶ καὶ ἂς μὴν συγχέουμε τὴ μετανοημένη ἁμαρτωλὴ τοῦ Εὐαγγελίου, μὲ ἄλλα ἁγιασμένα πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἂς διώξουμε, ἀδελφοί μου, ἀπὸ κοντά μας τὴν ἁμαρτία, ἡ ὁποία μᾶς κρατᾶ στὴν ἀνωνυμία. Ἂς ἀγωνιστοῦμε νὰ γίνουμε ἐπώνυμοι στὰ μάτια τοῦ Χριστοῦ μας. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ ἀποκτήσουμε ξεχωριστὴ προσωπικότητα καὶ νὰ καλλιεργήσουμε βαθειὰ μέσα μας τὴν ἀγάπη καὶ τὴ μετάνοια.

Ἂς ἀγαπήσουμε κάθε ἁμαρτωλὸ κάνοντάς τον ἐπώνυμο, δίνοντάς του ὄνομα καὶ βοηθώντας τον νὰ ἀποκτήσει τὴν ἁγιότητα, ποὺ εἶναι τὸ ζητούμενο γιὰ ὅλους μας.

Ἂς μιμηθοῦμε τὴ μετάνοια τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας, ἡ ὁποία, γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ αὐθόρμητα ἔδειξε πρὸς τὸν Χριστὸ δοξάζεται στοὺς αἰῶνες.

Ἀμήν. Γένοιτο!

† Ο ΚΩΟΥ ΚΑΙ ΝΙΣΥΡΟΥ ΝΑΘΑΝΑΗΛ