Ἐπίσκεψη Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα
Ὁ Ἠπειρώτης στὴν καταγωγὴ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Άθηναγόρας γεννήθηκε τὸ 1886. Σπούδασε στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης καὶ τὸ 1910 χειροτονήθηκε διάκονος καὶ τοποθετήθηκε δίπλα στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Μελέτιο Μεταξάκη. Τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1922, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη διάκονος ἐξελέγη ἐπίσκοπος Κερκύρας θέση στὴν ὁποία παρέμεινε μέχρι τὸ 1930, ὅταν ἡ Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὸν ἐξέλεξε Ἀρχιεπίσκοπο Βορείου καὶ Νοτίου Ἀμερικῆς.
Στὴ θέση αὐτὴ δραστηριοποιήθηκε ἔντονα προσπαθώντας, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων, νὰ ἐνισχύση τὴ συνοχὴ τῆς ὁμογέειας ἡ ὁποία εἶχε τρωθεῖ ἀπὸ τὶς πολιτικὲς ἔριδες ποὺ ταλάνιζαν τὴν Ἑλλάδα κατὰ τὴν περίοδο 1910-1930. Ταυτόχρονα ἱδρυσε πλῆθος κατηχητικῶν σχολείων καὶ φιλοπτώχων ταμείων. Ἀνάμεσα στὰ ἔργα του στὴν Ἀμερικὴ ἦταν καὶ ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Μετὰ τὴν παραίτηση τοῦ Πατριάρχου Μεξίμου Εʹ ἐξελέγη στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ ἔνας ἀπὸ τοὺς συνυποψηφίους του ἦταν ὁ Κώου Ἐμμανουήλ. Ἡ δράση του ἀπὸ τὸ 1948 μέχρι τὸ 1972 ἦταν μεγάλη: ἑορτασμὸς τῆς Χιλιετηρίδας τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1963), ἀνταλλαγὴ ἐπισκέψεων μὲ τὴν τουρκικὴ ἡγεσία, ἔναρξη τῶν ἐπαφῶν μὲ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054 (7 Δεκεμβρίου 1965), προώθηση τῆς πανορθόδοξης ἑνότητας.
Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1963 μετὰ τὴν παρουσία του στὴν χιλιετηρίδα τῆς Μεγίστης Λαύρας ἐπισκέφθηκε καὶ τὴν Κῶ.
Κατὰ τὴν πατριαρχία του συνέβησαν τὰ φοβερὰ γεγονότα τοῦ Σεπτεμβρίου τοῦ 1955. Ἦταν ἱκανότατος καὶ κατόρθωσε νὰ προσφέρει πολλὰ στὴν Ἐκκλησία μέσα σὲ ἕνα ταχύτατα μεταβαλλόμενο καὶ συχνὰ ἰδιαίτερα ἐχθρικὸ περιβάλλον.