Σύντομη ἐκκλησιαστική ἱστορία Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κώου καί Νισύρου
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τῆς Κῶ ξεκινᾶ πολὺ νωρίς, καθὼς ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία θεωρεῖται ὅτι ἔχει παύλεια προέλευση.
Στὴ συνέχεια πρέπει νὰ διαιρεθεῖ σὲ τρεῖς περιόδους, κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ Κῶς ὑπῆρξε Ἐπισκοπή, Ἀρχιεπισκοπὴ καὶ Μητρόπολις.
Ἡ πρώτη περίοδος, κατὰ τὴν ὁποία ἡ Κῶς ἦταν Ἐπισκοπή, ἀρχίζει μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Μελίφρωνα, ὁ ὁποῖος ἔλαβε μέρος στὴν Αʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
Ἡ δεύτερη περίοδος ἀρχίζει μὲ τὸ γεγονὸς τῆς προαγωγῆς τῆς Ἐπισκοπῆς Κῶ σὲ Ἀρχιεπισκοπή. Συμπίπτει μὲ τὴν κατάληψη τοῦ νησιοῦ ἀπὸ τὸ τάγμα τῶν Ἱπποτῶν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Ἰερουσαλὴμ (1309 μ.Χ.) καὶ φθάνει μέχρι τὴν 11ην Ἀπριλίου 1838.
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Στʹ μὲ εὐεργετήριο Γράμμα μὲ ἡμερομηνία 11 Ἀπριλίου 1838, προάγει τὴν μέχρι τότε Ἀρχιεπισκοπὴ Κῶ σὲ Μητρόπολη ἐπὶ Ἀρχιερατείας Κυρίλλου Βʹ δίνοντας στὸν ἐκάστοτε Μητροπολίτη Κώου καὶ τὸν τίτλο τοῦ «Ὑπερτίμου καὶ Ἐξάρχου Κυκλάδων Νήσων».
Ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Μητροπολίτη Ἀγαθαγγέλου (1924) καὶ γιὰ 23 ὁλόκληρα χρόνια ἡ Μητρόπολη τῆς Κῶ περέμεινε χηρεύουσα διότι ἡ Ἰταλικὴ Κυβέρνηση ἀπαγόρευε τὴν ἄφιξη νέου Μητροπολίτη. Τη διοίκηση καὶ τὴν ἐν γένει διαχείριση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κώου ἀνέλαβε ὁ Πρωτοσύγκελλος Ἀρχιμ. Φιλήμων Φωτόπουλος, ὡς «Γενικὸς Πατριαρχικὸς Ἐπίτροπος τῆς Ἐπαρχίας Κώου».
Ὁ πρῶτος χειροτονηθεὶς Δωδεκανήσιος ἱεράρχης, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση καὶ ἐνσωμάτωση τῆς Δωδεκανήσου μὲ τὸν κύριο κορμὸ τῆς Ἑλλάδας ἦταν ὁ Μητροπολίτης Κώου Ἐμμανουὴλ Καρπάθιος, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τὰ καθήκοντά του ἐνθρονισθεὶς στὴν Κῶ τὸ 1947 καὶ διαποίμανε τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Κώου μέχρι τὸ 1967.
Τὸ 2004 ὑπήχθη στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Κώου ἡ νῆσος Νίσυρος. Ἡ ὀνομασία τῆς Μητροπόλεως ἀπὸ τὸ ἔτος αὐτὸ ἔχει διαμορφωθεῖ ὡς «Ἱερὰ Μητρόπολις Κώου καὶ Νισύρου».
Ἀπὸ τὸ 2009 ποιμαίνεται ἀπὸ τὸν Κῶο ἱεράρχη Ναθαναὴλ Διακοπαναγιώτη.