Μητρόπολη
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΟΡΤΗΣ ΙΕΡΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ
Ἀνακοινώνουμε τό Πρόγραμμα Ἑορτασμοῦ τοῦ Ἱεροῦ Μητροπολιτικοῦ Παρεκκλησίου Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.
Α) Τρίτη 24 Μαρτίου Ὥρα 6.00 μ.μ.
Μέγας Ἀρχιερατικός Ἑσπερινός
Β) Τετάρτη 25 Μαρτίου Ὥρα 7.00 π.μ.
Ὄρθρος καί Θ. Λειτουργία
Ἐκ τοῦ Γραφείου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως
Ἐπιμνημόσυνη δέηση γιά τούς πεσόντες (6 Μαρτίου 2015)
Τήν Παρασκευή 6 Μαρτίου ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κώου καί Νισύρου κ. Ναθαναήλ ἐτέλεσε ἐπιμνημόσυνη δέηση στό Ἡρῶο τῆς Κῶ. Ἀμέσως μετά ἔγινε ἡ κατάθεση στεφάνων ἀπό τούς μαθητές καί τους φορεῖς τοῦ νησιοῦ. Στή συνέχεια ἔψαλλε τρισάγιο στό μνημεῖο τῶν ἀρχιερέων, Ζαχαρίου καί Γερασίμου, καί στό μνημεῖο τῶν πεσόντων.
Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου μετὰ τὸ πέρας τοῦ Ἑσπερινοῦ εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν Ἁγίου Δημητρίου Κιρκιντζὲ (9 Φεβρουαρίου 2015)
Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοί,
Ὁσιολογιώτατε Ἀρχιμανδρῖτα τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς Οἰκουμενικοῦ Θρόνου κύριε Κύριλλε Συκῆ, Ἱερατικῶς Προϊστάμενε τῆς Ὀρθοδόξου Κοινότητος Σμύρνης,
Εὐλογημένοι προσκυνηταί, τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
«Οἱ δὲ Ἴωνες οὗτοι, τῶν καὶ τὸ Πανιώνιόν ἐστι, τοῦ μὲν οὐρανοῦ καὶ τῶν ὀρέων ἐν τῷ καλλίστῳ ἐτύγχανον ἱδρυσάμενοι πόλιας πάντων ἀνθρώπων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν». Διὰ τῶν λόγων τούτων ὁ ἀρχαῖος ἱστορικὸς Ἡρόδοτος ἐκθειάζει τὰ φυσικὰ πλεονεκτήματα τῆς εὐλογημὲνης παρὰ Θεοῦ περιοχῆς τῆς Ἰωνίας, τὴν ὁποίαν ἐπισκεπτόμεθα κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτάς. Ἡ σπανία ἀτμόσφαιρά της, ὁ ὑπέροχος οὐρανὸς καὶ τὸ θαυμάσιον κλῖμα ἀποτελοῦν ἐξαιρετικα προνόμια αὐτῆς.
Ζῶντες ἐντὸς ἀπλέτου φυσικοῦ φωτὸς οἱ Ἴωνες, ἀμέσως προσέλαβον τὸ ἀληθινὸν φῶς τῆς εἰς τὸν Χριστὸν πίστεως, μετὰ τὴν Ἀνάστασιν Αὐτοῦ, κατὰ τὰς περιοδείας τῶν Ἀποστόλων. Πρὸ δύο χιλιάδων ἐτῶν ἐθεμελιώθη εἰς τὴν ἱστορικὴν αὐτὴν περιοχὴν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τὰ σήμερον σωζόμενα εἰς τὸν γεωγραφικὸν χῶρον της μνημεῖα μαρτυροῦν τὸ ἦθος μιᾶς κοινωνίας, ἡ ὁποία, πρὸ Χριστοῦ εἰσέτι, ἐγνώριζε νὰ σέβεται τὴν δημιουργίαν, νὰ ἀγαπᾷ τὸ φῶς καὶ νὰ ἐναρμονίζῃ τὰ οἰκοδομήματα τοῦ πολιτισμοῦ της εἰς ἀπόλυτον συμφωνίαν μὲ τὸ φυσικὸν περιβάλλον της.
Εὑρισκόμεθα σωματικῶς, ἀδελφοί, εἰς τὸ Κιρκιντζὲ τῶν 3.500 ὀρθοδόξων ρωμηῶν πιστῶν τοῦ ἔτους 1921 καὶ προσευχόμεθα εἰς τοὺς Ναούς του. Ἔχοντες σήμερον τὴν εὐλογίαν νὰ εὑρισκώμεθα εἰς τὸν ἱερὸν καὶ ἀπέραντον τοῦτον χῶρον, ἀπὸ ἱστορικῆς, γεωγραφικῆς καὶ πνευματικῆς σκοπιᾶς, καὶ νὰ τελῶμεν τὸν ἑσπερινὸν εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Κιρκιντζέ, αὐθορμήτως ἀναπολοῦμεν τὴν «ἐρώτησιν» τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Προφήτην Ἰεζεκιήλ : «Υἱὲ ἀνθρώπου, εἰ ζήσεται τὰ ὀστέα ταῦτα;» (37,2).
Ἡ ἀπάντησις εἰς τὸ διαχρονικὸν ἐρώτημα τοῦτο τοῦ ὁδοιπόρου ἐπὶ τῆς γῆς ἀνθρώπου ἀσφαλῶς δὲν εἶναι εὐχερής. Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ οὐδέποτε βεβαίως παύομεν νὰ ἐλπίζωμεν καὶ νὰ πιστεύωμεν ὅτι τὰς ἐξελίξεις τῶν χρόνων καὶ τῶν καιρῶν ρυθμίζει καὶ διευθετεῖ κατὰ τὸ ἴδιον Θέλημα μόνον ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος, κατὰ τὰς ἀνεξερευνήτους βουλὰς Αὐτοῦ, «ἀνυψοῖ καὶ ταπεινοῖ», ἀνατρέπει βουλὰς καὶ σχέδια τῶν «ἰσχυρῶν ἐξουσιαστῶν» τῆς γῆς, καὶ ἐνεργεῖ τὰ πάντα εἰς δόξαν Αὐτοῦ.
Ὑπὸ τὴν θεώρησιν αὐτήν, εἶναι εὐλογημένον τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ πάλιν αἱ ἱεραὶ ὑμνωδίαι ἀκούονται εἰς τὰ πρὸ ἑνὸς περίπου αἰῶνος ἐγκαταλειφθέντα καὶ σιγήσαντα πατρογονικὰ ἱερὰ τῆς περιοχῆς τῆς Ἰωνίας. Ἡ ἀποψινὴ ἀκολουθία εἰς τὸν Κιρκιντζὲ ποτίζει τὸ δένδρον τῆς ἐλπίδος καὶ ἐπιτρέπει νὰ ὁραματιζώμεθα διὰ τὸ μέλλον. Ἡ ἀπάντησις εἰς τὸ ἐρώτημα πρὸς τὸν Προφήτην ἔρχεται δι᾿ αὐτῆς ταύτης τῆς πραγματικότητος, τὴν ὁποίαν ἐπιγραμματικῶς ἐκφράζει ὁ γνωστὸς ποιητὴς Γιάννης Ρίτσος: «Αὔριο ἴσως γελάει ὁ δρόμος κάτω ἀπ᾿ τὰ πάμφωτα πέλματα τῆς νέας μέρας. Ἄγρυπνοι σφίγγοντας τὶς παλάμες μας ἀγαποῦμε καὶ πιστεύουμε» (Γιάννης Ρίτσος).
Εἰς τὴν σημερινὴν ἡμέραν χαρᾶς διὰ τὸν Κιρκιντζὲ προεξάρχει ὁ πολιοῦχος τῆς πόλεως αὐτῆς Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Δημήτριος, δόξαν δὲ καὶ εὐχαριστίαν ἀναπέμπομεν τῷ Ἁγίῳ Θεῷ, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀξιώνει νὰ ἴδωμεν καὶ πάλιν τὸν ἄξιον πάσης τιμῆς καὶ εὐλαβείας Ναόν του πλήρη πιστῶν, ἔστω καὶ ἐν ἀλληγορικῶς «παρερχομένῳ ὁράματι». Αἰσθανόμεθα ἱερὰν συγκίνησιν καὶ βαθεῖαν κατάνυξιν ψυχικήν, μεταιρόμενοι ἀληθῶς ἐκ τῆς γῆς πρὸς τὰ οὐράνια, εἰς τὴν μνήμην τῶν ὅσων ἀδελφῶν μας ἔζησαν ἐδῶ εἰς τὸν Ὀρθόδοξον Κιρκιντζέ, διὰ τὸν ὁποῖον μεριμνῶμεν ὅλαι αἱ ἀπὸ τοῦ 1924 καὶ ἑξῆς γενεαὶ νὰ μὴ περιπέσῃ εἰς τὴν λήθην καὶ σβύσῃ ἡ παράδοσίς του. Αἰσθανόμεθα συγκίνησιν ὁμοιάζουσαν μὲ ἐκείνην τοῦ μυθικοῦ καὶ συγχρόνως θρυλικοῦ Ὀδυσσέως, ὁ ὁποῖος μετὰ πολυετῆ περιπλάνησιν ἐπιστρέφει εἰς τὴν ἠγαπημένην του Ἰθάκην.
Ἤλθομεν, λοιπόν, καὶ ἡμεῖς μὲ τοὺς ἁγίους συνοδικοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν Κιρκιντζὲ καὶ εἰς τὰς λοιπὰς πόλεις τῆς Ἰωνίας -διὰ τὴν ὁποίαν καυχᾶται ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπό-λεως-, ὄχι ὡς ἁπλοῖ προσκυνηταὶ ἢ καὶ ἁπλοῖ θεαταὶ ἑνὸς παρελθόντος μυστηρίου. Ἤλθομεν ἐν τῇ πραγματικότητι εἰς τὰ ἴδια, εἰς τὰς πατρογονικὰς ἑστίας τῆς Χάριτος, ἡ ὁποία Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς ἄλλη αὔρα λεπτὴ μαρτυρεῖ τὴν παρουσίαν καὶ τὴν προσφορὰν τῆς Ὀρθοδοξίας διὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ εἰς τοὺς χώρους τούτους. Ἡ ὥρα εἶναι μοναδικὴ καὶ δὲν ἐπιτρέπει λόγους ἀλλὰ μόνον βιωματικὴν ὅλων μας προσέγγισιν τῆς προσευχητικῆς αὐτῆς στιγμῆς, ἡ ὁποία ἑνώνει τὸ παρελθὸν μὲ τὸ παρόν, μὲ ἔκτασιν εἰς τὸ μέλλον.
Εὑρισκόμεθα ἀκόμη ἀπόψε ἐδῶ, διὰ νὰ τιμήσωμεν τοὺς μεγάλους Ἁγίους τῆς πλησιοχώρου ἱστορικῆς Ἐφέσου: τὸν κορυφαῖον τῶν Ἐθνῶν Ἀπόστολον Παῦλον, τὸν πολλὰ ὑπομείναντα καὶ παθόντα διὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸν αὐτῆς. Τὸν ἠγαπημένον Μαθητὴν τοῦ Κυρίου Ἰωάννην τὸν Ἀπόστολον καὶ Εὐαγγελιστὴν καὶ Θεολόγον, ὁ ὁποῖος διῆλθεν εἰς τὴν περιοχὴν ἕνα διάστημα τοῦ ἐπιγείου βίου του. Τὴν Ἰσαπόστολον καὶ Μυροφόρον Μαρίαν τὴν Μαγδαληνήν, ἡ ὁποία πρώτη ἔλαβε «πεῖραν» τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ἥψατο τῶν ποδῶν τοῦ Ἀναστάντος καὶ ἤκουσε τῆς φωνῆς Αὐτοῦ: «Μαρία, μὴ μου ἅπτου• οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν Πατέρα μου» καὶ τῆς ὁποίας ὁ τάφος κεῖται ἐκεῖ, εἰς τὴν Ἔφεσον. Ἀκόμη, τοὺς ἑπτὰ Παῖδας, οἱ ὁποῖοι ἐβεβαίωσαν τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὸν κόσμον περὶ τῆς κοινῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν διὰ τῆς «κοιμήσεώς» των ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνας ἐν σπηλαίῳ τῆς πόλεως καὶ τῆς ἐγέρσεώς των καὶ ἐμφανίσεώς των εἰς τὸν κόσμον, ὡς περιγράφει ὁ συναξαριστὴς τῆς 4ης Αὐγούστου καὶ τῆς 18ης Δεκεμβρίου.
Ἡ πόλις τοῦ Κιρκιντζὲ καυχᾶται ὅμως καὶ διότι ἔχει προστάτην τὸν μέγιστον ἐν Ἀθληταῖς ἀθλοφόρον Δημήτριον. Εὐχαριστοῦμεν τὸν Ἅγιον, ὁ ὁποῖος μᾶς ἠξίωσε νὰ ἐνθυμηθῶμεν ἐδῶ τὸ ἡρωϊκὸν μαρτύριον αὐτοῦ, ἀπὸ τὸ σεβασμιώτατον καὶ ἁγιώτατον σῶμα τοῦ ὁποίου ἀνέβλυσε καὶ κατεπλημμύρισε τὴν οἰκουμένην τὸ πανεύοσμον μῦρον του.
Εὐχαριστοῦμεν τὸν Κύριον τῆς δόξης, διότι μᾶς ἠξίωσε νὰ ἀνοίξωμεν τὸν Ναὸν τοῦ δεδοξασμένου Ἁγίου Του, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἀντηχοῦσαν ἄλλοτε αἱ ἱεραὶ ὑμνωδίαι τῶν εὐσεβῶν, ὅπου ἐτελεῖτο ἡ ἀναίμακτος θυσία καὶ ἐδοξολογεῖτο ὁ εὐεργέτης τοῦ παντός. Τὸν ναόν, ἐντὸς τοῦ ὁποίου εὐχαριστοῦσαν τὸν Μεγαλομάρτυρα οἱ μακαριστοὶ Ὁμογενεῖς μας διὰ τὰς τόσας εὐεργεσίας καὶ τὰ θαυμάσιά του, τὰ ὁποῖα καθ᾿ ἑκάστην καὶ κατὰ διαφόρους περιστάσεις ἐποίει εἰς αὐτούς.
Εὐχαριστοῦμεν τὰς ἀρχὰς τοῦ τόπου διὰ τὴν ἄδειαν τὴν ὁποίαν εὐγενῶς μᾶς προσέφερον διὰ τὴν τέλεσιν τῆς ἱερᾶς ἀκολουθίας ταύτης καὶ εὐχόμεθα ἡ φιλία μεταξὺ τῶν δύο λαῶν ἑκατέρωθεν τοῦ Αἰγαίου νὰ συνεχίζεται καὶ νὰ αὐξάνῃ. Εὐχόμεθα οἱ Ἅγιοι τῆς περιοχῆς νὰ ἀνταποδίδουν μισθὸν εἰς ὅλους σας, ἀδελφοὶ συμπροσκυνηταὶ καὶ συνοδοιπόροι μας εἰς τὸ προσκύνημα αὐτὸ μνήμης, ἀλλὰ καὶ συνεχείας μετὰ συνεπείας εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦ δικαίου, τοῦ καλοῦ, τοῦ ὀρθοῦ, τῆς ἀληθινῆς λατρείας.
Εὐχαριστοῦμεν, ἀδελφοί, διὰ τὸ προσκύνημά σας αὐτό, διὰ τὸ ὁποῖον ὑπεβλήθητε εἰς πολλοὺς κόπους διὰ νὰ τιμήσετε μαζί μας, μὲ τὴν παρουσίαν σας, τὸ σπουδαῖον γεγονὸς τῆς τελέσεως ἱερουργιῶν εἰς τὴν ἐδῶ περιοχὴν μετὰ πολυετῆ σιγήν. Οἱ Ἅγιοι νὰ σᾶς σκεπάζουν καὶ νὰ σᾶς εὐλογοῦν καὶ νὰ ἀμείβουν τὴν προθυμίαν καὶ τὴν ἀγάπην σας διὰ τὴν «κληροδοσίαν» ταύτην, τοὺς ἱεροὺς τούτους καὶ ἀλησμονήτους τόπους. Ἐπικαλούμεθα ἐφ᾿ ὅλους σας τὴν Χάριν τοῦ μεγαλομάρτυρος Δημητρίου καὶ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, εἰς τιμὴν τοῦ ὁποίου ἐκτίσθη ὁ ἕτερος ναὸς τοῦ Κιρκιντζέ, καὶ μετὰ συγκινήσεως καὶ ἱεροῦ ἐνθουσιασμοῦ ἀναφωνοῦμεν: «Τὶς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν, Σὺ εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν ὁ ποιῶν θαμάσια μόνος». Ἀληθῶς, «ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ πάντα ὅσα ἠθέλησεν ἐποίησεν»!
Ἐλπίζομεν δὲ καὶ εὐχόμεθα τὸ σημερινὸν γεγονὸς νὰ μὴ ἀποτελέσῃ μεμονωμένην εὐεργετικὴν ἐνέργειαν ἀλλὰ συνέχειαν τῆς παρουσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου εἰς τὰς ἱστορικὰς ταύτας περιοχάς, διαβεβαιοῦντες ὅτι ἡ παρουσία αὐτὴ μόνον θετικὰς καὶ εὐεργετικὰς ἐπιπτώσεις θὰ ἔχῃ, ὡς καὶ κατὰ τὸ παρελθὸν τῆς εἰρηνικῆς ἐπὶ αἰῶνας πολλοὺς συμβιώσεως τῶν ὀρθοδόξων ρωμηῶν μετὰ τῶν ἐπιτοπίων μουσουλμάνων. Ἀκριβῶς, ὅπως περιγράφει τὴν συμβίωσιν αὐτὴν ἡ ἀείμνηστος γόνος τοῦ Κιρκιντζὲ Διδὼ Σωτηρίου: «Ἂν ὑπάρχει αὐτὸ ποὺ λέμε παράδεισος, τὸ χωριό μας ὁ Κιρκιντζὲς ἤτανε ἕνα δεῖγμα του. Κοντὰ στὸ Θεὸ ζούσαμε, ψηλά, ἀνάμεσα σὲ κατάφυτα βουνὰ καὶ ξαγναντεύαμε ὁλόκληρο τὸν καρπερὸ κάμπο τῆς Ἔφεσος, ποὺ ἤτανε δικός μας ἴσαμε τὴ θάλασσα ὧρες δρόμο, ὅλο συκομπαχτσέδες καὶ λιόδεντρα, καπνά, μπαμπάκια, στάρια, καλαμπόκια καὶ σουσάμια. Τοῦρκοι καὶ ἕλληνες μαζὶ ἀδελφωμένοι, ἑνωμένοι μπρὸς στὴν χαρὰ καὶ μπρὸς στὸ θάνατο... ὅλα ἐκεῖνα τὰ ξυπόλυτα ἐργατόπαιδα, τουρκάκια καὶ ἑλληνόπουλα, παίζαμε φιλιωμένα, ὅπως καὶ μεῖς μὲ τὰ παιδιὰ τῶν μπέηδων... οἱ τοῦρκοι ἀπὸ τὰ γύρω χωριά, τὸ Κιρετσλί, τὸ Χαβουτσλί, τὸ Μπαλατσίκ, μᾶς τιμούσανε καὶ μᾶς θαυμάζανε....».
Καὶ καταλήγομεν, πραγματικὰ καὶ ἀλληγορικά, ἡ Διδὼ Σωτηρίου καὶ μαζί της καὶ ὁ Πατριάρχης σας ἐδῶ εἰς τὸ Κικριντζὲ καὶ ὅλοι οἱ πατέρες καὶ ἀδελφοί μας Κιρκιντζιῶτες καὶ ὁ κτίτωρ τοῦ Ναοῦ τούτου τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ἐπίσκοπος Ἄνθιμος: «Νύχτα σκέπασε τὴ γῆ. Δὲν ἤτανε τοῦτος ὁ κόσμος πλασμένος ἀπὸ χέρι Θεοῦ: Ὄχι, δὲν ἤτανε!.... Γι᾿ αὐτὸ καὶ τόσο αἶμα, τόσο δάκρυ, τόση φωτιά. Γιατὶ καὶ ἡ ἀγάπη ποὺ χάθηκε ἀνεπιστρεπτί : Τόσα φαρμάκια, τόση συφορὰ κι ἐμένα ὁ νοῦς νὰ γυρίσῃ θέλει πίσω στὰ παλιά! Νά᾿ ταν, λέει, ψέμα ὅλα ὅσα περάσαμε καὶ νὰ γυρίζαμε τώρα δὰ στὴ γῆ μας, στοὺς μπαξέδες μας, στὰ δάση μας μὲ τὶς καρδερίνες, τὶς κάργιες καὶ τὰ πετροκοτσύφια, στὰ περιβολάκια μας μὲ τὶς μαντζουράνες καὶ τὶς ἀνθισμένες κερασιές, στὰ πανηγύρια μας μὲ τὶς ὄμορφες τάβλες... Ἀντάρτη τοῦ Κιορ Μεμέτ, χαιρέτα μου τὴν γῆ ὅπου μᾶς γέννησε, Σελὰμ σοϊλέ. Ἂς μὴ μᾶς κρατάει κακία ποὺ τὴν ποτίσαμε μ᾿ αἷμα».
Τῷ δὲ Θεῷ, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, δόξα καὶ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου μετὰ τὸ τῆς Πατριαρχικῆς Χοροστασίας εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν Ἁγίας Φωτεινῆς Σμύρνης (8 Φεβρουαρίου 2015)
Ἱερώτατοι ἅγιοι συνοδικοὶ ἀρχιερεῖς καὶ λοιποὶ ἀδελφοὶ Ἱεράρχαι,
Ἐξοχώτατοι καὶ ἐντιμότατοι ἐκπρόσωποι τῶν τοπικῶν ἀρχῶν, τῶν διπλωματικῶν ἀποστολῶν καὶ τῆς Βορειοατλαντικῆς Συμμαχίας,
Ὁσιολογιώτατε Ἀρχιμανδρῖτα τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς Οἰκουμενικοῦ Θρόνου κύριε Κύριλλε Συκῆ, Ἱερατικῶς Προϊστάμενε τῆς Ὀρθοδόξου Κοινότητος Σμύρνης,
Ἐλλογιμώτατοι κύριοι Καθηγηταί, σύνεδροι τοῦ Α΄ Ἁγιολογικοῦ μας Συνεδρίου,
Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, οἵ τε ἐνδημοῦντες ἐν Σμύρνῃ καὶ οἱ παρεπιδημοῦντες προσκυνηταί,
«Βασιλοπούλα, ἀτίμητο ρουμπίνι στὴν Ἀνατολή, καὶ στὸ Αἰγαῖο πρώτη. Ποιό ὄνομα προσφιλέστερο ἀπ᾿ τὸ ὄνομα τῆς Σμύρνης, τόσο καλλίφθογγο καὶ τόσο μοσχομυρισμένο», λέγομεν καὶ ἡμεῖς σήμερον μαζὶ μὲ τὴν ποιητικὴ μοῦσα τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ.
Εὑρισκόμεθα εἰς τὴν ἱστορικὴν Σμύρνην, εἰς τὸν Ἱερὸν τοῦτον Ναὸν τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, τὸν ὁποῖον ἀδελφοὶ χριστιανοὶ παρεχώρησαν «ἐπὶ ἐνοικίῳ» διὰ τὴν τέλεσιν κατὰ καιροὺς τῆς Θείας Λειτουργίας διὰ τοὺς ἐναπομείναντας ἐν τῇ εὐλογημένῃ ταύτῃ πόλει Ὀρθοδόξους τὴν πίστιν ρωμηούς, καὶ ὁ ὁποῖος στεγάζει τὴν ἀπὸ διετίας περίπου ἐπανασυσταθεῖσαν Ὀρθόδοξον Κοινότητα τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς Σμύρνης.
Ὡς γνωστὸν εἰς ὅλους, ἡ Σμύρνη ἐκοσμεῖτο μέχρι τοῦ Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1922 ἀπὸ τὸν ἀρχαιότερον καὶ σημαντικώτε-ρον ἐν τῇ Ἰωνίᾳ Ἱερὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, τὸν ὁποῖον ἐπανέκτισε μεγαλοπρεπέστερον ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης Γρηγόριος (1785-1797), μετέπειτα Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης. Ἦταν -ἐκείνη ἡ Ἁγία Φωτεινὴ- ἐπὶ αἰῶνας τὸ παλλάδιον τῆς Σμύρνης. Τὸ ἱερὸν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ λατρείας. Ἡ ζωὴ καὶ ἡ δρᾶσις, ἐκκλησιαστική, ποιμαντική, πνευματική, κοινωνική, διοικητικὴ καὶ εὐρυτέρα, τῆς ποτε ἀκμασάσης Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σμύρνης. Ὑπῆρξε τὸ ἐργαστήριον τῆς ἀρετῆς καὶ ὁ πολιτισμὸς τῶν Σμυρναίων. Ἐδέσποζε τῶν 16 Ἱερῶν Ναῶν τῆς πόλεως, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ διασωθεὶς ἐκ τῆς πυρκαϊᾶς τοῦ Σεπτεμβρίου ἐκείνου ναὸς τοῦ Ἁγίου Βουκόλου, εἰς τὸν ὁποῖον, ἀνακαινι-σθέντα μὲ τὴν φιλότιμον πρωτοβουλίαν τοῦ Δήμου Σμύρνης, ἐτελέσαμεν τὴν Θείαν Λειτουργίαν τὴν ἡμέραν τῆς μνήμης του προχθὲς Παρασκευήν.
Σήμερον ἡμεῖς, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ἡ περὶ ἡμᾶς Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας, καὶ σεῖς, τὰ τέκνα της, οἱ πιστοὶ Ὀρθόδοξοι, οἱ γηγενεῖς τῆς Σμύρνης καὶ οἱ προσελθόντες προσκυνηταὶ ἐξ ἄλλων περιοχῶν τῆς γῆς ἀλλὰ καὶ οἱ παρεπιδημοῦντες λοιποὶ ὀρθόδοξοι ἀδελφοί μας, «ἐγενόμεθα ἐν Σμύρνῃ διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ... ἐγενόμεθα ἐν Κυριακῇ ἡμέρᾳ... καὶ ἀκούομεν (νοερῶς) φωνὴν μεγάλην ὡς σάλπιγγος» (πρβλ. Ἀποκ. Ἰωάν. α΄, 9-10). Εὑρισκόμεθα, παρὰ τὴν μεγάλην κληρονομίαν τοῦ παρελθόντος, εἰς τὸν «ἐπὶ ἐνοικίῳ» μικρὸν τοῦτον Ναόν, ἔχοντες ὅμως μαζί μας τὸν Ἔνοικον, δηλαδὴ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἵνα κατὰ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον εἴπωμεν, καὶ ἀκούομεν τὴν «φωνὴν τὴν μεγάλην», ἀσφαλῶς ἰσχυροτέραν σάλπιγγος.
Διὰ τοῦτο καὶ δὲν θὰ ὁμιλήσωμεν ἡμεῖς. Θὰ δώσωμεν τὸν λόγον εἰς τὸν γνωστὸν λογοτέχνην Ἀλέξανδρον Μωραϊτίδην, περιγράφοντα τὴν παλαιὰν Ἁγίαν Φωτεινὴν τῆς «Μασσαλίας τῆς μικρασιατικῆς ἀκτῆς», τῆς «πρωτοπολιτείας τῆς Ἀνατολῆς», τῆς νύμφης καὶ πρωτευούσης τῆς Ἰωνίας Σμύρνης. Γράφει, λοιπόν, μὲ ἔντονον τὴν καὶ σήμερον ἰσχύουσαν προφητικὴν ἀλληγορίαν, τὸ ἔτος 1898: «Διακρίνω τὸ περίφημον κωδωνοστάσιον τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς• ἕνα πάλλευκον καὶ πολυσύνθετον κομψὸν οἰκοδόμημα μὲ ὡραῖα λευκὰ μάρμαρα, μὲ κίονας καὶ κιονίσκους καὶ τόξα καὶ τοξίδια, μὲ εὔμορφα γεγλυμμένα στολίσματα, ὅπου ἀλλοῦ πουθενὰ δὲν ἔχω ἰδεῖ. Ἂς εἰσέλθωμεν, λοιπόν, εἰς τὴν Μητρόπολιν τῆς Σμύρνης. Μεγάλη, δενδροφυτευμένη, ἀνθόσπαρτος καὶ δροσόλουστος πλατεῖα, μὲ πλατάνους χλοεροὺς καὶ εὐώδεις βασιλικούς, περικλείει τὸν σεπτὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, ταπεινὸν ἔξωθεν, εὐτελῆ, ἄνευ τρούλλου, πλὴν γέμοντα ἔνδον ἀρχαιότητος, καλλιτεχνημάτων καὶ κατανύξε-ως... . Ὅταν ἐκτίζετο εἶχεν ἀπαγορευθῆ ὑπὸ τοῦ Σουλτάνου ἡ ἀνακαίνισις ἢ ἡ ἀνέγερσις Ναῶν ὑπὸ τῶν ρωμηῶν. Ὅμως οἱ Σμυρναῖοι κατώρθωσαν νὰ λάβουν μίαν ἄδειαν, ἰσχύουσαν διὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας. Ἑκατὸ κτίσται, λοιπόν, μὲ βοηθοὺς ἄλλους τόσους, θεμελιωθέντος τοῦ Ναοῦ, εἰργάζοντο καὶ τὰς νύκτας ἀκόμη, ἵνα καταστῇ δυνατὸν νὰ τελειωθῇ ὁ Ναὸς ἐντὸς τῆς ὁρισθείσης προθεσμίας. Ὅπερ καὶ κατωρθώθη. Ὅμως παρέμεινε μέρος αὐτοῦ, πρὸς τὸν Νάρθηκα, ἄστεγον. Ἐπειδὴ δὲ ἐξημέρωνε Κυριακή, καὶ εἶχεν ἀποφασισθῆ νὰ γίνουν τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ κατ᾿ αὐτὴν τὴν ἡμέραν, καὶ νὰ τελεσθῆ ἡ πρώτη Λειτουργία, ἐστέγασαν τὸ μέρος ἐκεῖνο μὲ μουσαμᾶν. Πλῆθος, λοιπόν, κόσμου, ὅλοι οἱ εὐλαβεῖς Σμυρναῖοι, ἄρχοντες καὶ ἐργατικοί, καὶ οἱ τῶν διαφόρων Ἰσναφίων, ἐπλήρωσαν τὸν Ναόν, μὲ χαρὰν ἀπερίγραπτον εἰς τὰ πρόσωπα ὅλων. Αἴφνης ὅμως μία θύελλα, μία λαῖλαψ ἐπισυμβᾶσα, ἀνέτρεψε τὸν μουσαμᾶν, βροχὴ δὲ ραγδαία ἐπακολουθήσασα κατεπλημμύρισε τὸν Ναόν. Ὅμως, τοῦτο εἶναι τὸ θαυμαστόν, κανεὶς δὲν μετεκινήθη ἀπὸ τὴν θέσιν ἕως τέλους τῆς Θείας Λειτουργίας...».
Ἡμεῖς σήμερον, καὶ πάλιν ἐν «ἡμέρᾳ Κυριακῇ», κατὰ τὴν ὁποίαν ἀναγινώσκεται ἡ παραβολὴ τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου περὶ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, ἐκκλησιαστικοὶ καὶ πνευματικοὶ λειτουργοὶ καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί, κεκοπιακότες ἀπὸ τῆς τύρβης τῶν καθ᾿ ἡμέραν μεριμνῶν τοῦ βίου, ἐνίοτε δὲ καὶ ἀπεγνωκότες, ἀπεγνωσμένοι, ὑπὸ τὴν πίεσιν τῶν γεγονότων τῶν ὀδυνηρῶν, τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν λογισμῶν τῆς παρούσης, ὡς ἀφρὸς θαλάσσης παρερχομένης καὶ διαλυομένης, βιολογικῆς ὑπάρξεώς μας, προσφέρομεν εἰς τὸν Κύριον τὰ Αὐτοῦ: «Τὰ Σὰ ἐκ τῶν Σῶν, Σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα», μεμνημένοι «πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Τάφου, τῆς Τριημέρου Ἀναστάσεως, τῆς οὐρανοὺς ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν καθέδρας, τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν παρουσίας». Δηλαδή, ζῶμεν τὸ χθές, τὸ σήμερον καὶ τὸ αὔριον τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας ἐν ἐμπιστοσύνῃ εἰς τὸν Κύριον.
Εἰς τὴν Σμύρνην, εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, πέριξ τοῦ ὁποίου «ζῇ καὶ κινεῖται» ἡ Ὀρθόδοξος Κοινότης τῆς πόλεως ταύτης, σήμερον ἱερουργοῦμεν τὸ Μυστήριον τῆς ζωῆς καὶ μεταλαμβάνομεν τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου. Πέριξ τοῦ Ἱεροῦ τούτου Ναοῦ λειτουργεῖ, ἡμετέρᾳ Πατριαρχικῇ μερίμνῃ, ἀπὸ διετίας περίπου, Ὀρθόδοξος Κοινότης, εἰς τὴν ὁποίαν διακονεῖ ὡς Ἱερατικῶς Προϊστάμενος αὐτῆς ὁ Ὁσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου κ. Κύριλλος Συκῆς, κληρικὸς μὲ πολυετῆ καρποφόρον δρᾶσιν εἰς τὴν Λέσβον, μὲ ζῆλον καὶ μὲ ἱεραποστολικὸν φρόνημα, μὲ ὑποδειγματικὴν ἀφοσίωσιν εἰς τὸ Οἰκουμενικόν μας Πατριαρχεῖον, τὸν ὁποῖον συγχαίρομεν καὶ εὐχαριστοῦμεν πατρικῶς διὰ τοὺς κόπους του, καὶ τοῦ ἐκφράζομεν ἀμέριστον καὶ ὁλόθυμον τὴν Πατριαρχικήν μας εὐαρέσκειαν. Εὐχαριστοῦμεν τῷ Κυρίῳ καὶ ἑαυτοῖς καὶ ἀλλήλοις, διὰ πάντα καὶ κατὰ πάντα καὶ συγχαίρομεν πάντας τοὺς κοπιῶντας εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦτον.
Εἰς τὸν ναὸν τοῦτον προσευχόμεθα ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν τῶν προαπελθόντων Ὀρθοδόξων πατέρων καὶ ἀδελφῶν μας, καὶ ἀτενίζομεν μετ᾿ ἐλπίδος καὶ ἀγαθῆς προσδοκίας –εὐχόμεθα νὰ μὴ διαψευσθῶμεν- τὸ μέλλον τῆς ὀρθοδόξου παρουσίας καὶ μαρτυρίας ἐν Σμύρνῃ, ἐν Ἰωνίᾳ καὶ γενικώτερον ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ, ἀμέσῳ κανονικῇ δικαιοδοσίᾳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἑρμηνεύοντες τὰ «σημεῖα τῶν καιρῶν», τὰ ἐπιτρέποντα τὴν ἐγκατάστασιν ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ πολλῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ἀνεξαρτήτως ἐθνικῆς καὶ φυλετικῆς καταγωγῆς, εἰς ἀπόδειξιν τῆς παγκοσμιότητος τοῦ κηρύγματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἰς τοῦτο συντελεῖ καὶ ἡ Εὐρωπαϊκὴ προοπτικὴ τῆς Τουρκίας, τῆς ὁποίας τὴν πλήρη ἔνταξιν εἰς τὴν Εὐρωπαϊκὴν Ἕνωσιν εὐχόμεθα καὶ ὑποστηρίζομεν ἐκθύμως.
Πατέρες καὶ ἀδελφοί,
Θὰ ἠθέλαμε νὰ κατακλείσωμεν τὸν λόγον διὰ τῆς ἀναφορᾶς εἰς τρία πρόσωπα, συνδεθέντα κατὰ τὴν ἐπίγειον ζωήν των μὲ τὴν Σμύρνην καὶ τὴν εὐρυτέραν περιοχήν της:
Πρῶτον τὸν Ἠλίαν Βενέζην τὸν Κυδωνιέα, ἐκ τῶν σημαντικω-τέρων συγγραφέων τῆς περιόδου τοῦ 1930, ὁ ὁποῖος «ἔζησε τὴν αἰχμαλωσία καὶ τὸν ξεριζωμό», καὶ ὁ ὁποῖος εἰς ὅλα σχεδὸν τὰ ἔργα του ἀναφέρεται εἰς ἀναμνήσεις ἐκ τῆς ζωῆς τῶν ὀρθοδόξων ρωμηῶν ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ, «γιὰ τὸ τί εἶχαν καὶ τί ἔχασαν». Ἀναφέρεται εἰς τὴν εἰρηνικὴν συμβίωσιν τῶν ρωμηῶν μὲ τοὺς τούρκους εἰς τὴν «Αἰολικὴν γῆν» του, περιγράφει εἰς τὴν «Γαλήνην» του τὰ ὄνειρα καὶ τὸν εὐδαιμονικὸν τρόπον ζωῆς, ποὺ διεταράχθη «ἀπὸ τὸν πυροβολισμὸ ποὺ σήμανε τὸν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», καὶ εἰς τὸ ἔργο του «Μικρασία, Χαῖρε» σημειώνει: «Στὰ ἐφηβικά μου χρόνια ἡ μοῖρα μου ἦταν νὰ βρεθῶ μὲς στὴν πύρινη ζώνη τῆς καταστροφῆς ἐκείνης. Ἡ ζωή μου συνδέθηκε μὲ αὐτὰ τὰ συμβάντα ποὺ σφράγισαν τὴν μοῖρα μου σὰν συγγραφέα: Τὰ περισσότερα βιβλία μου ἔγιναν χρονικὸ καὶ ἀφιέρωμα στὸ δρᾶμα τῆς Μικρασίας».
Μαζὶ μὲ τὸν Βενέζη ἀναφέρομεν καὶ τὸν σμυρναῖο ποιητὴ Γιῶργο Σεφέρη (1900-1971), εἰς τὰ ποιήματα τοῦ ὁποίου διακρίνεται «ἡ νοσταλγία διὰ τὴν πατρίδα ποὺ χάθηκε, καθὼς καὶ τὰ ἐπακόλουθα τοῦ πολέμου, ἡ πίκρα καὶ ἡ δυστυχία». Καί, τέλος, καταλήγομεν, μὲ τὴν ἔγκυρον σατιρικὴν ἐφημερίδα τῆς Σμύρνης: «Κόπανος, ὁ Ρωμηὸς τῆς Σμύρνης», τοῦ Γεωργίου Ἀναστασιάδου, ἡ ὁποία ἡρμήνευε τὰ γεγονότα, «σατιρικῶς» καὶ «πραγματικῶς», μὲ ἁπτὰ «καθημερινὰ συμβάντα», ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς ἐπισήμου κρατικῆς γραμμῆς τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τοῦ τοπικοῦ κοινοτικοῦ πνεύματος, τὸ ὁποῖον στηρίζεται ὑπὸ τῶν κατοίκων ἀνεξαρτήτως ἐθνικῶν καταβολῶν...
Τὰς μνήμας αὐτὰς καὶ τὰς ἀναμνήσεις ἠθελήσαμεν, ἀντὶ παντὸς ἄλλου κηρυγματικοῦ ἢ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου, νὰ μοιρασθοῦμε, ἀδελφοί, μαζί σας, διότι ἡ συγκίνησις τῆς μνήμης τῶν γεγονότων ἐκείνων μᾶς συγκλονίζει προσωπικῶς, πεποίθαμεν δὲ καὶ ὅλους σας. Ὅλα δὲ αὐτὰ τὰ ἀναφέρομεν ἐν τῷ φωτὶ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ζωῆς χορηγοῦ καὶ κυριεύοντος τοῦ θανάτου.
Ἂς παρηγορηθοῦν, λοιπόν, αἱ ψυχαὶ τῶν χιλιάδων νεκρῶν μας, τοὺς ὁποίους δὲν λησμονοῦμεν. Οἱ Ἱεροὶ τάφοι των «κρατοῦν ἄξια τὰ τιμημένα ἐδάφη τῆς Ἀνατολῆς. Εἶναι οἱ ματωμένοι τίτλοι τῆς θυσίας» (Γεώργιος Σεφέρης). Ἐδῶ, εἰς τὴν Σμύρνην, «ξαγρυπνᾶ ἀπὸ τὴν θεϊκὴ προσταγή, ἀκοίμητος φρουρός, ἡ Ἁγία Φωτεινὴ καὶ ἡ μνήμη. Εἶναι οἱ ἀκρίτες τῆς αἰωνιότητος, ἀθάνατοι στὶς καταπτώσεις καὶ τὶς συμφορές.....», γεγονὸς τὸ ὁποῖον μαρτυροῦν οἱ στίχοι τοῦ ποιήματος «Τὸ στερνὸ καράβι» τοῦ ἀγνώστου ποιητοῦ: «... Ὅλα τὰ χάσαμε..! Καὶ μόνο φόρτωσε τὸ πιὸ στερνὸ καράβι, τὴν ὥρα τοῦ χαμοῦ.... Φόρτωσε τὴν Ἐλπίδα τοῦ ξαναγυρισμοῦ!!!. Ἔλα...χρυσὸ καράβι, ἔλα ξεφόρτω-σε!». Ἐν κατακλεῖδι προσθέτομεν προσευχητικῶς: Ἔλα, ξεφόρτωσε, Χριστέ, εἰς τὴν Σμύρνην καὶ εἰς τὴν Ἰωνίαν καὶ εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, ὅπως σήμερα καὶ εἰς τὸ μέλλον, τὴν πίστιν, τὴν ἐλπίδα, τὴν ὀρθόδοξον ζωὴν καὶ μαρτυρίαν, πρεσβείαις τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς καὶ πάντων τῶν Ἁγίων τῶν ἐνταῦθα διαλαμψάντων. Ἀμήν.
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κώου καί Νισύρου κ. Ναθαναήλ στήν ἔκθεση «Ὁ Δομήνικος Θεοτοκόπουλος πρίν ἀπό τόν El Greco»
Τήν Τετάρτη 21 Ἰανουαρίου 2015 ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κώου καί Νισύρου κ. Ναθαναήλ ἐπισκέφθηκε τήν ἔκθεση «Ὁ Δομήνικος Θεοτοκόπουλος πρίν ἀπό τόν El Greco», ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται στό Βυζαντινό καί Χριστιανικό Μουσεῖο ἀπό τίς ἀρχές Δεκεμβρίου 2014 μέχρι τις 31 Μαρτίου 2015.
Στήν ἔκθεση αὐτή κυρίαρχη θέση κατέχει ἡ εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Γεωργίου Κλόντζα (β΄ μισό 16ου αἰ.), ἡ ὁποία φυλάσσεται στό Ἱερό Μητροπολιτικό Παρεκκλήσιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κώου καί Νισύρου καί παραχωρήθηκε, γιά τίς ἀνάγκες τῆς ἐκθέσεως, στό Βυζαντινό καί Χριστιανικό Μουσεῖο μετά ἀπό σχετικό αἴτημα.
Ὁ Σεβασμιώτατος ξεναγήθηκε ἀπό τούς ἀρχαιολόγους τοῦ Βυζαντινοῦ καί Χριστιανικοῦ Μουσείου κ. Νικόλαο Καστρινάκη καί δρα Ἀντώνιο Μπεκιάρη.
Ἡ εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Γεωργίου Κλόντζα θεωρεῖται ὡς ὁ πλησιέστερος πρός τήν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τοῦ Δομηνίκου Θεοτοκοπούλου κρίκος. Γιά τό λόγο αὐτό οἱ διοργανωτές τῆς ἐκθέσεως τήν τοποθέτησαν ἀπέναντι ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ μεγάλου δημιουργοῦ πού φυλάσσεται σέ ναό τῆς Σύρου.
Παραθέτουμε τό ἐπεξηγηματικό κείμενο πού συνοδεύει τήν εἰκόνα τοῦ Γεωργίου Κλόντζα στήν ἔκθεση:
«Στό γνωστό ἰδιότυπο ὕφος του, ὁ Κλόντζας ζωγραφίζει τίς μορφές συνωστισμένες στό πρῶτο ἐπίπεδο καί διασπᾶ τήν παράσταση σέ διακριτούς, ἀσύνδετους μεταξύ τους χώρους: ἐπίπεδο τῆς δράσης, δόξα γύρω ἀπό τόν Χριστό, ἀρχιτεκτονικά στοιχεῖα, οὐρανός.»
Ἀνακοίνωση γιά τόν Ἑσπερινό τῆς Τυρινῆς
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Κώου καί Νισύρου γνωστοποιεῖ στούς εὐσεβεῖς καί Ὀρθοδόξους Χριστιανούς ὅτι τήν προσεχῆ Κυριακήν τῆς Τυρινῆς 22 Φεβρουαρίου 2015 καί ὥρα 5.00 μ.μ. εἰς τόν Ἱερόν Μητροπολιτικόν Ναόν τοῦ Ἁγίου Νικολάου θά τελεσθῆ Ἀρχιερατικός Ἑσπερινός ἐπί τῇ ἐνάρξει τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς χοροστατοῦντος τοῦ Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου ἡμῶν κ. Ναθαναήλ, ὁ ὁποῖος θά ἀναγνώσῃ τήν καθιερωμένην Συγχωρητικήν Εὐχήν.
Ἐκ τοῦ Γραφείου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως
Ὁμιλία τῆς Α.Θ.Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου πρός τήν Α.Ἁγιότητα τόν Πάπαν Φραγκίσκον κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν τῆς Ἑορτῆς τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου ἐν τῷ Πανσέπτῳ Πατριαρχικῷ Ναῷ (30 Νοεμβρίου 2014)
Ἁγιώτατε καί ἠγαπημένε ἐν Χριστῷ ἀδελφέ, ἐπίσκοπε τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης Κύριε Φραγκῖσκε.
Δόξαν καί αἶνον ἀναπέμπομεν τῷ ἐν Τριάδι Θεῷ ἡμῶν, τῷ καταξιώσαντι ἡμᾶς τῆς ἀνεκλαλήτου χαρᾶς καί τῆς ἐξιδιασμένης τιμῆς τῆς προσωπικῆς παρουσίας τῆς Ὑμετέρας Ἁγιότητος, κατά τόν ἐφετεινόν ἑορτασμόν τῆς ἱερᾶς μνήμης τοῦ θεμελιώσαντος διά τοῦ κηρύγματος αὐτοῦ τἠν Ἐκκλησίαν ἡμῶν Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου. Εὐχαριστοῦμεν ἀπό καρδίας τήν Ὑμετέραν Ἁγιότητα διά τό πολύτιμον δῶρον τῆς ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν εὐλογημένης ταύτης παρουσίας Αὐτῆς μετά τῆς τιμίας Αὐτῆς συνοδείας. Ἐν ἀγάπῃ βαθείᾳ καί τιμῇ πολλῇ ἐναγκαλιζόμεθα Ὑμᾶς ἀπευθύνοντες Ὑμῖν ἐγκάρδιον τόν ἀσπασμόν τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀγάπης: «Χάρις Ὑμῖν καί εἰρήνη ἀπό Θεοῦ Πατρός ἡμῶν καί Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ρωμ. α΄ 7). «Ἡ γάρ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνέχει ἡμᾶς» (Β΄ Κορ. ε΄ 14-15).
Νωπήν εἰσέτι διατηροῦμεν ἐν τῇ καρδίᾳ ἡμῶν τήν ἀνάμνησιν τῆς συναντήσεως ἡμῶν μετά τῆς Ὑμετέρας Ἁγιότητος ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γῇ εἰς εὐλαβῆ ἀπό κοινοῦ προσκύνησιν τοῦ τόπου ἔνθα ἐγεννήθη, ἔζησεν, ἐδίδαξεν, ἔπαθεν, ἀνέστη καί ἀνελήφθη ὅπου ἦν τό πρότερον, ὁ Ἀρχηγός τῆς πίστεως ἡμῶν, ἀλλά καί εἰς εὐγνώμονα ἀνάμνησιν τοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος τῆς ἐκεῖ συναντήσεως τῶν ἀοιδίμων προκατόχων ἡμῶν Πάπα Παύλου τοῦ Ϛ΄ καί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου. Διά τῆς πρό πεντήκοντα ἐτῶν συναντήσεως ἐκείνων ἐν τῇ Ἁγίᾳ Πόλει ὁ ροῦς τῆς ἱστορίας ἤλλαξε κατεύθυνσιν, αἱ παράλληλοι καί ἐνίοτε συγκρουόμεναι πορεῖαι τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν συνηντήθησαν εἰς τό κοινόν ὅραμα τῆς ἐπανευρέσεως τῆς ἀπολεσθείσης ἑνότητος αὐτῶν, ἡ ψυγεῖσα ἀγάπη ἀνεζωπυρώθη, καί ἐχαλυβδώθη ἡ θέλησις ἡμῶν ὅπως πράξωμεν πᾶν τό καθ᾿ ἡμᾶς, ἵνα ἐκ νέου ἀνατείλῃ ἡ ἐν τῇ αὐτῇ πίστει καί τῷ κοινῷ Ποτηρίῳ κοινωνία ἡμῶν. Ἔκτοτε ἤνοιξεν ἡ ὁδός πρός Ἐμμαούς, ὁδός πιθανῶς μακρά καί ἐνίοτε δύσβατος, πλήν ἀνεπίστροφος, ἀοράτως τοῦ Κυρίου συμπορευομένου μεθ᾿ ἡμῶν, ἄχρις οὗ Οὗτος ἀποκαλυφθῇ ἡμῖν «ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου» (Λουκ. κδ΄ 35).
Τήν ὁδόν ταύτην ἠκολούθησαν ἔκτοτε καί ἀκολουθοῦν πάντες οἱ διάδοχοι τῶν ἐμπνευσμένων τούτων ἡγετῶν, καθιερώσαντες, ἐπευλογοῦντες καί στηρίζοντες τόν διάλογον τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀληθείας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν πρός ἄρσιν τῶν ἐπί χιλιετίαν ὅλην συσσωρευθέντων ἐμποδίων εἰς τάς μεταξύ αὐτῶν σχέσεις, διάλογον μεταξύ ἀδελφῶν καί οὐχί, ὡς ἄλλοτε, ἀντιπάλων, ἐν εἰλικρινείᾳ ὀρθοτομούντων τόν λόγον τῆς ἀληθείας, άλλά καί σεβομένων ἀλλήλους ὡς ἀδελφούς.
Ἐν τῷ κλίματι τούτῳ τῆς χαραχθείσης ὑπό τῶν μνημονευθέντων προκατόχων ἡμῶν κοινῆς πορείας ὑποδεχόμεθα σήμερον καί Ὑμᾶς, Ἁγιώτατε Ἀδελφέ, ὡς κομιστήν τῆς ἀγάπης τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου πρός τόν αὐτάδελφον αὐτοῦ Πρωτόκλητον Ἀπόστολον Ἀνδρέαν, τοῦ ὁποίου τήν ἱεράν μνήμην πανηγυρικῶς σήμερον ἐπιτελοῦμεν. Κατ᾿ ἔθος ἱερόν, καθιερωθέν καί τηρούμενον ἤδη ἐπί δεκαετίας ὑπό τῶν Ἐκκλησιῶν Παλαιᾶς καί Νέας Ρώμης, ἐπίσημοι ἀντιπροσωπεῖαι αὐτῶν ἀνταλλάσσουν ἐπισκέψεις κατά τάς θρονικάς ἑορτάς ἑκατέρας ἐξ αὐτῶν, ἵνα καί διά τοῦ τρόπου τούτου δηλωθῇ τό αὐτάδελφον τῶν δύο κορυφαίων Ἀποστόλων, οἵτινες ἀπό κοινοῦ ἐγνώρισαν τόν Ἱησοῦν καί ἐπίστευσαν εἰς Αὐτόν ὡς Θεόν καί Σωτῆρα. Τήν κοινήν ταύτην πίστιν μετέδωσαν οὗτοι εἰς τάς Ἐκκλησίας, τάς ὁποίας ἵδρυσαν διά τοῦ κηρύγματός των καί καθηγίασαν διά τοῦ μαρτυρίου των. Τήν πίστιν ταύτην ἐβίωσαν καί ἐδογμάτισαν οἱ κοινοί Πατέρες τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν, συνελθόντες ἐξ ἀνατολῶν καί δυσμῶν ἐν οἰκουμενικαῖς συνόδοις, κληροδοτήσαντες αὐτήν εἰς τάς Ἐκκλησίας ἡμῶν ὡς θεμέλιον ἀκλόνητον τῆς ἑνότητος ἡμῶν. Τήν πίστιν ταύτην, τήν ὁποίαν διεφυλάξαμεν κοινήν ἐν τῇ ἀνατολῇ καί ἐν τῇ δύσει ἐπί μίαν χιλιετίαν, καλούμεθα καί πάλιν νά θέσωμεν ὡς βάσιν τῆς ἐνότητος ἡμῶν, ὥστε «σύμψυχοι, τό ἕν φρονοῦντες» (Φιλ. β΄ 2-3), νά χωρήσωμεν μετά τοῦ Παύλου ἐπί τά πρόσω «τά μέν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενοι τοῖς δέ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενοι» (Φιλ. γ΄ 14).
Διότι, ὄντως, Ἁγιώτατε Ἀδελφέ, τό χρέος ἡμῶν δέν ἐξαντλεῖται εἰς τό παρελθόν, ἀλλ΄ ἐπεκτείνεται κυρίως, μάλιστα δέ εἰς τάς ἡμέρας μας, εἰς τό μέλλον. Διότι, πρός τί ἡ πιστότης ἡμῶν εἰς τό παρελθόν, ἐάν τοῦτο οὐδέν σημαίνει διά τό μέλλον; Εἰς τί ὠφελεῖ ἡ καύχησις ἡμῶν δι᾿ ὅσα παρελάβομεν, ἐάν ταῦτα δέν μεταφράζωνται εἰς ζωήν διά τόν ἄνθρωπον καί τόν κόσμον τοῦ σήμερον καί τοῦ αὔριον; «Ἱησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἐβρ. ιγ΄ 8-9). Καί ἡ Ἐκκλησία Του καλεῖται νά ἔχῃ τό βλέμμα της ἐστραμμένον ὄχι τόσον εἰς τό χθές ὅσον εἰς τό σήμερον καί εἰς τό αὔριον. Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει διά τόν κόσμον καί τόν ἄνθρωπον, καί ὄχι διά τόν ἐαυτόν της.
Τό βλέμμα ἡμῶν στρέφοντες πρός τό σήμερον δέν δυνάμεθα νά ἀποφύγωμεν τήν ἀγωνίαν ἡμῶν καί διά τό αὔριον. «Ἔξωθεν μάχαι, ἔσωθεν φόβοι» (Β΄ Κορ. ζ΄ 6) – ἡ διαπίστωσις αὕτη τοῦ Ἀποστόλου διά τήν ἐποχήν του, ἰσχύει εἰς τό ἀκέραιον σήμερον καί δι᾿ ἡμᾶς. Διότι, καθ᾿ ὅν χρόνον ἡμεῖς ἀσχολούμεθα περί τάς ἡμετέρας ἀντιλογίας, ὁ κόσμος βιώνει τόν φόβον τῆς ἐπιβιώσεως, τήν ἀγωνίαν τοῦ αὔριον. Πῶς θά ἐπιβιώσῃ αὔριον μία ἀνθρωπότης σπαρασσομένη σήμερον ἀπό ποικίλας διαιρέσεις, συγκρούσεις καί ἐχθρότητας, πολλάκις μάλιστα καί ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ; Πῶς θά κατανεμηθῇ ὁ πλοῦτος τῆς γῆς δικαιότερον ὥστε να μή βιώσῃ αὔριον ἡ ἀνθρωπότης τήν πλέον στυγεράν δουλείαν, τήν ὁποίαν ἐγνώρισέ ποτε; Ποῖον πλανήτην θά εὕρουν αἱ ἑπόμεναι γενεαί, διά νά κατοικήσουν, ὅταν ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἐν τῇ ἀπληστίᾳ του τόν καταστρέφῃ ἀνηλεῶς καί ἀνεπανορθώτως;
Πολλοί ἐναποθέτουν σήμερον τάς ἐλπίδας των εἰς τήν ἐπιστήμην• ἄλλοι εἰς τήν πολιτικήν• ἕτεροι εἰς τήν τεχνολογίαν. Ἀλλ᾿ οὐδέν ἐξ αὐτῶν δύναται νά ἐγγυηθῇ τό μέλλον, ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν ἐνστερνισθῇ τό κήρυγμα τῆς καταλλαγῆς, τῆς ἀγάπης καί τῆς δικαιοσύνης, τό κήρυγμα τῆς ἀποδοχῆς τοῦ ἄλλου, τοῦ διαφορετικοῦ, ἀκόμη καί τοῦ ἐχθροῦ. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τοῦ πρώτου διδάξαντος καί βιώσαντος τό κήρυγμα τοῦτο, ὀφείλει πρῶτον νά τό ἐφαρμόσῃ εἰς ἑαυτήν «ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ» (Ἰω. ιζ΄ 21). Ἰδού διατί ἐπείγει ὅσον ποτέ ἄλλοτε ἡ πορεία πρός τήν ἐνότητα ὅσων ἐπικαλοῦνται τό ὄνομα τοῦ μεγάλου Εἰρηνοποιοῦ. Ἰδού διατί ἡ εὐθύνη ἡμῶν τῶν χριστιανῶν εἶναι μεγίστη ἔναντι τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς Ἱστορίας.
Ἁγιώτατε,
Ἡ βραχεῖα εἰσέτι διαδρομή σας εἰς τήν ἡγεσίαν τῆς Ὑμετέρας Ἐκκλησίας Σᾶς ἔχει ἤδη ἀναδείξει εἰς τήν συνείδησιν τῶν συγχρόνων μας κήρυκα τῆς ἀγάπης, τῆς εἰρήνης καί τῆς καταλλαγῆς. Κηρύττετε διά τῶν λόγων Σας, ἀλλά πρό πάντων καί κυρίως διά τῆς ἁπλότητος, τῆς ταπεινοφροσύνης καί τῆς ἀγάπης πρός πάντας, διά τῶν ὁποίων ἀσκεῖτε τό ὑψηλόν Σας λειτούργημα. Ἐμπνέετε ἐμπιστοσύνην εἰς τούς δυσπίστους, ἐλπίδα εἰς τούς ἀπεγνωσμένους, προσδοκίας εἰς ὅσους ἀναμένουν μίαν Ἐκκλησίαν στοργικήν πρός πάντας. Σύν τοῖς ἄλλοις, προσφέρετε εἰς τούς Ὀρθοδόξους ἀδελφούς Σας τήν ἐλπίδα ὅτι ἐπί τῶν ἡμερῶν Σας ἡ προσέγγισις τῶν δύο μεγάλων ἀρχαίων Ἐκκλησιῶν ἡμῶν θά συνεχισθῇ οἰκοδομουμένη ἐπί τῶν στερεῶν θεμελίων τῆς κοινῆς ἡμῶν παραδόσεως, ἥτις ἀνέκαθεν ἐτήρει καί ἀνεγνώριζεν ἐν τῇ δομῇ τῆς Ἐκκλησίας πρωτεῖον ἀγάπης, τιμῆς καί διακονίας ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς συνοδικότητος, ὥστε «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» νά ὁμολογῆται ὁ ἐν Τριάδι Θεός καί νά διαχέηται ἡ ἀγάπη Αὐτοῦ πρός τόν κόσμον.
Ἁγιώτατε,
Ἡ ἐν ἀγάπῃ καί τιμῇ πολλῇ, ἀλλά καί εὐγνωμοσύνῃ βαθείᾳ, ὑποδεχομένη σήμερον Ὑμᾶς τό πρῶτον Ἐκκλησία τῆς τοῦ Κωνσταντίνου Πόλεως φέρει ἐπί τῶν ὤμων της βαρεῖαν κληρονομίαν, ἀλλά καί εὐθύνην διά τε τό παρόν καί διά τό μέλλον. Εἰς τήν Ἐκκλησίαν ταύτην ἡ Θεία Πρόνοια διά τῆς ὑπό τῶν ἱερῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων θεσπισθείσης τάξεως ἀνέθηκε τήν εὐθύνην τοῦ συντονισμοῦ καί τῆς ἐκφράσεως τῆς ὁμοφωνίας τῶν κατά τόπους ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἐν τῇ εὐθύνῃ ταύτῃ ἐργαζόμεθα ἤδη ἐπισταμένως διά τήν προετοιμασίαν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἥτις ἀπεφασίσθη ὃπως συγκληθῇ ἐνταῦθα, Θεοῦ εὐδοκοῦντος, ἐντός τοῦ ἔτους 2016. Ἢδη αἱ ἁρμόδιαι ἐπιτροπαί ἐργάζονται πυρετωδῶς πρός προετοιμασίαν τοῦ μεγάλου τούτου γεγονότος ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὑπέρ τῆς εὐοδόσεως τοῦ ὁποίου ἐκζητοῦμεν καί τάς Ὑμετέρας προσευχάς. Ἀτυχῶς, ἡ ἀπό χιλίων ἐτῶν διακοπεῖσα εὐχαριστιακή κοινωνία μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν δέν ἐπιτρέπει εἰσέτι τήν συγκρότησιν κοινῆς Μεγάλης καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀς εὐχηθῶμεν ὅπως, ἀποκαθισταμένης τῆς πλήρους κοινωνίας μεταξύ αὐτῶν, μή βραδύνῃ νά ἀνατείλῃ καί ἡ μεγάλη αὕτη ἡμέρα καί ἐπιφανής. Ἄχρι τῆς εὐλογημένης ἐκείνης ἡμέρας ἡ συμμετοχή ἑκατέρας τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν εἰς τήν συνοδικήν ζωήν τῆς ἄλλης θά ἐκφράζεται διά τῆς ἀποστολῆς παρατηρητῶν, ὡς ἤδη συμβαίνει, τῇ εὐγενεῖ Ὑμῶν προσκλήσει, κατά τάς Συνόδους τῆς Ὑμετέρας Ἐκκλησίας, καί ὡς, ἐλπίζομεν, θέλει συμβῆ καί κατά τήν, σύν Θεῷ, πραγμάτωσιν καί τῆς ἡμετέρας Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
Ἁγιώτατε,
Τά προβλήματα, τά ὁποῖα ἡ ἱστορική συγκυρία ὀρθώνει σήμερον πρό τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν ἐπιτάσσουν εἰς ἡμᾶς τήν ὑπέρβασιν τῆς ἐνδοστρεφείας καί τήν ἀντιμετώπισιν αὐτῶν δι᾿ ὅσον τό δυνατόν στενοτέρας συνεργασίας. Δέν ἒχομεν πλέον τήν πολυτέλειαν τῆς μεμονωμένης δράσεως. Οἱ σύγχρονοι διῶκται τῶν Χριστιανῶν δέν ἐρωτοῦν εἰς ποίαν τῶν Ἐκκλησιῶν ἀνήκουν τά θύματά των. Ἡ ἑνότης, περί τῆς ὁποίας ἡμεῖς πολυπραγμονοῦμεν, πραγματοποιεῖται ἤδη εἴς τινας περιοχάς, ἀτυχῶς, διά τοῦ μαρτυρίου. Ἄς τείνωμεν ἀπό κοινοῦ τήν χεῖρα εἰς τόν σύγχρονον ἄνθρωπον, τήν χεῖρα τοῦ μόνου δυναμένου νά τόν σώσῃ διά τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεώς Του.
Διά τῶν σκέψεων καί αἰσθημάτων τούτων ἐκφράζομεν καί αὖθις τήν χαράν τῆς ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν παρουσίας τῆς Ὑμετέρας Ἁγιότητος, εὐχαριστοῦντες Αὐτήν καί δεόμενοι τοῦ Κυρίου ὅπως, πρεσβείαις τοῦ ἑορταζομένου σήμερον Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου καί τοῦ αὐταδέλφου αὐτοῦ Πρωτοκορυφαίου Πέτρου, σκέπῃ τήν Ἐκκλησίαν Αὐτοῦ καί ὁδηγῇ αὐτήν εἰς τήν ἐκπλήρωσιν τοῦ ἁγίου θελήματός Του.
Ὡς εὖ παρέστητε ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν, πεφιλημένε ἀδελφέ!
Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου κατὰ τὴν Τελετὴν Ἐνάρξεως τοῦ Ἁγιολογικου Συνεδρίου (Σμύρνη, 6 Φεβρουαρίου 2015)
Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοί,
Ὁσιολογιώτατε Ἀρχιμανδρῖτα τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς Οἰκουμενικοῦ Θρόνου κύριε Κύριλλε, Ἱερατικῶς Προϊστάμενε τῆς Ὀρθοδόξου Κοινότητος Σμύρνης,
Ἐντιμότατε κύριε Demirtaş, Πρόεδρε τοῦ Ἐμπορικοῦ Ἐπιμελητηρίου Σμύρνης,
Τέκνα ἡμῶν ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Ἐνώπιον τοῦ διανοιγομένου ἔμπροσθεν ἡμῶν μυστηρίου τῆς συναντήσεως καὶ συμπροσευχῆς μας εἰς τοὺς ἱεροὺς τούτους τόπους τῆς Ὀρθοδόξου χριστιανικῆς μαρτυρίας καὶ ζωῆς, ἁπλῶς ἐπαναλαμβάνομεν: «Μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατοθρώματα...».
Εὑρισκόμενοι εἰς τὴν εὐλογημένην Ἰωνικὴν γῆν, ἡ ὁποία πρώτη, μετὰ τὴν Παλαιστίνην, ἐδέχθη τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, μετὰ πολλῆς συγκινήσεως χαιρετίζομεν τὸ πρῶτον τοῦτο Ἁγιολογικὸν Συνέδριον, πρὸς τιμὴν ἀλλὰ καὶ πρὸς ἔξαρσιν τῆς ὑπὲρ Χριστοῦ καὶ εἰς δόξαν τοῦ παναγίου Ὀνόματος τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ μαρτυρίας τῶν ἐν τῇ εὐρυτέρᾳ ταύτῃ περιοχῇ ἀπ᾿ ἀρχῆς καὶ μέχρι σήμερον ἀκμασάντων γνωστῶν κατ᾿ ὄνομα καὶ ἀγνώστων Ἁγίων, Ὁσίων καὶ δικαίων, οἱ ὁποῖοι, μετατεθέντες τῶν προσκαίρων εἴτε ἐν μαρτυρίῳ, εἴτε ἐν μαρτυρίᾳ, εἴτε ἐν ὁσιακῇ ζωῇ, λιτανεύουν πέριξ τοῦ Θρόνου τοῦ Κυρίου καὶ πρεσβεύουν ὑπὲρ τοῦ κόσμου καὶ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Ἡ Μικρὰ Ἀσία ὑπῆρξεν ἀπ᾿ ἀρχῆς τὸ θεμέλιον τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐστηρίχθη ἅπαν τὸ οἰκοδόμημα αὐτοῦ. Ὁ Κύριος ἡμῶν ἐτέχθη, ἐδίδαξεν, ἐθαυματούργησε, ἐσταυρώθη καὶ ἀνέστη εἰς Ἱεροσόλυμα, εἰς Αἴγυπτον καὶ εἰς Παλαιστίνην. Τὸ ἔδαφος ὅμως εἰς τὸ ὁποῖον ἐσπάρη καὶ ἐκαλλιεργήθη ἡ πίστις πρὸς Αὐτὸν καὶ τὸ κήρυγμά Του καὶ ἱδρύθησαν καὶ ἤνθησαν αἱ πλέον σημαντικαὶ χριστιανικαὶ Ἐκκλησίαι, ἀπὸ τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀποκαλύψεως, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ τῆς Σμύρνης, ὑπῆρξεν ἡ Μικρὰ Ἀσία. Ἡ Ἰωνία δὲ ἦτο πάντοτε, διὰ λόγους γεωγραφικοὺς καὶ ἐπικοινωνιακούς, ὁ πρῶτος σταθμὸς διαδόσεως ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων τῆς σωτηριώδους πίστεως.
Χάρις εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, τὴν πρότερον μὲν «σκωληκόβρωτον» καὶ γέμουσαν «εἰδωλικῆς μανίας», προεξαρχούσης τῆς «μεγάλης Ἀρτέμιδος» τῆς γειτονικῆς Ἐφέσου, μετὰ δὲ τὴν «παλλιγενεσίαν» τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος, Ἁγιοτόκον καὶ Μαρτυροτόκον, ὁ Χριστιανισμὸς ἀπέβη οἰκουμενικός, διότι μεμαρτυρημένως δι᾿ αὐτῆς μετεδόθη εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα ἡ Πίστις τοῦ Χριστοῦ καὶ κατελύθη «ἡ πλάνη τῶν εἰδώλων». Ἡ Ἰωνία, διὰ τῶν ἑπτὰ «Χρυσῶν Λυχνιῶν» τῆς Ἀποκαλύψεως, τῆς Ἐφέσου, τῆς Σμύρνης, τῆς Περγάμου, τῶν Θυατείρων, τῶν Σάρδεων, τῆς Φιλαδελφείας καὶ τῆς Λαοδικείας, ἐγένετο τὸ κέντρον τῆς διαδόσεως τοῦ εὐαγγελίου τοῦ «πρώτου καὶ τοῦ ἐσχάτου καὶ τοῦ ζῶντος», ὁ Ὁποῖος «ἐγένετο νεκρὸς καὶ ἰδοὺ ζῶν ἐστιν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων καὶ ἔχει τὰς κλεῖς τοῦ θανὰτου καὶ τοῦ ᾅδου» (πρβλ. Ἀποκ. Ἰωάν. α΄ 11-19).
Ἡ Ἰωνία, λοιπόν, ἀπὸ πρώτης ἀρχῆς, ἀπὸ τοῦ πρώτου αἰῶνος, ἀμέσως μετὰ τὴν Πεντηκοστὴν καὶ τὴν ἀποστολὴν τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν ἀδιάκοπον πρὸς τὸν κόσμον πορείαν «μαθητεῦσαι πάντα τὰ ἔθνη» «μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» «ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς» ἐν τῷ κόσμῳ, «ἀφωρίσθη (ἡ Ἰωνία) εἰς τὸ ἔργον ὅ προσεκαλέσατο αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς» (πρβλ. Πράξ. ιγ΄ 2-3). Τὸ οἰκουμενικὸν μήνυμα τῆς σωτηρίας ἐξῆλθε τῶν στενῶν ὁρίων τῆς Παλαιστίνης καὶ τοῦ ἰουδαϊσμοῦ καὶ ἀπέκτησε τὴν οἰκουμενικότητα καὶ διὰ τῆς Ἰωνίας. Ἀσφαλῶς δὲν εἶναι τυχαῖον ὅτι ἡ διάδοσις τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος ἤρξατο ἐκ τῆς πολυεθνικῆς περιοχῆς τῆς Ἰωνίας, εἰς τὸ ἔδαφος τῆς ὁποίας ἁρμονικῶς συνέζων Ἰουδαῖοι καὶ Ἕλληνες, Λυδοί, Φρύγες, Κᾶρες, Γαλάται καὶ ἄλλα ἔθνη, τὰ ὁποῖα τὸ πῦρ τῆς Θεότητος «εἰς ἑνότητα ἐκάλεσεν».
Ὁ πολυεθνικὸς οὗτος χαρακτὴρ τῆς Ἰωνίας ἔδωκεν ἐξ ἀρχῆς εἰς τὴν νεοΐδρυτον Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν τὴν οἰκουμενικὴν διάστασιν αὐτῆς, τὴν ὁποίαν ἀργότερον ὅταν τὴν «ἐλυμαίνοντο αἱ ποικιλώνυμοι αἱρέσεις», ἐπεσφράγισαν αἱ ἑπτὰ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, συγκληθεῖσαι ἐν Νικαίᾳ, Κωνσταντινουπόλει, Ἐφέσῳ καὶ Χαλκηδόνι, καὶ ἡ ὁποία Ὀρθόδοξος Πίστις διαφυλάσσεται διὰ τῶν αἰώνων, μετὰ πολλῶν θυσιῶν καὶ ἀγώνων, μαρτυρίων καὶ μαρτυριῶν, ὡς παρελήφθη, δηλαδὴ «ἁγία καὶ ἄμωμος», καὶ ἐκφράζεται διατόρως διὰ τοῦ Ἱεροῦ αὐτῆς Κέντρου, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἡ διάδοσις ὅμως τοῦ παγκοσμίου τούτου κηρύγματος δὲν ὑπῆρξεν ἀσφαλῶς εὐχερής. Πέραν τῆς εἰδωλομανίας τῆς κάθε ἐποχῆς, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρωπομόρφως ἐκδηλουμένων ἄχρι τῆς σήμερον αἱρέσεων, καὶ ἄλλοι ἀστάθμητοι παράγοντες, ὡς οἱ διωγμοί, τὰ προσκόμματα, οἱ πόλεμοι, αἱ ἀκαταστασίαι, διεδραμάτισαν ἀνθρωπίνως ἀνασταλτικὸν ρόλον εἰς τὴν διάδοσιν καὶ εἰς τὴν ἐπικράτησιν τοῦ εὐαγγελίου τῆς ἀγάπης καὶ τῆς θυσίας.
Ἤρκεσε βεβαίως «τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ», τὸ ὁποῖον εἶδεν ἐν μέσῃ μεσημβρίᾳ Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας ἀλλὰ καὶ τὸ δι᾿ αὐτοῦ καὶ ἐν αὐτῷ τῷ σημείῳ τοῦ Σταυροῦ μαρτύριον καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ συμβολικοῦ ἀριθμοῦ τῶν «εἴκοσι τεσσάρων πρεσβυτέρων» τῆς Ἀποκαλύψεως, οἱ ὁποῖοι ἐν τῷ «κειμένῳ ἐν τῷ πονηρῷ» κόσμῳ καὶ διὰ τοῦ κόσμου «κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων» (Ἑβρ. ια΄ 33-35), καὶ ἐν τέλει περιεβλήθησαν ἱμάτια λευκὰ καὶ τὸν ἀκάνθινον στέφανον τοῦ μαρτυρίου.
Μεταξὺ τῶν ἀναριθμήτων ἐν τῇ πράξει «εἴκοσι τεσσάρων πρεσβυτέρων» -μαρτύρων, ὁσίων καὶ ὁμολογητῶν- ὑπῆρξαν καὶ οἱ ἐν Ἰωνίᾳ κηρύξαντες τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ Ἰσαπόστολοι, πάντες περιβληθέντες «χιτῶνα φωτεινὸν» ὑπὸ τοῦ «ἀναβαλλομένου τὸ φῶς ὡς ἱμάτιον» Κυρίου.
Ἡ ἡμετέρα Μετριότης θὰ ἀναφερθῇ ἐνδεικτικῶς μόνον εἰς δύο χαρακτηριστικὰς μορφάς, παραλείπουσα τὴν διακονίαν τῶν ἐκ τῶν ἑβδομήκοντα ἀποστόλων γνωστῶν Σίλα, Τυχικοῦ, Παρμενίωνος καὶ τῶν λοιπῶν: ἤτοι τὸν Ἀπόστολον τῶν ἐθνῶν Παῦλον, τοῦ ὁποίου εἷς ἐκ τῶν τριῶν ἱεραποστολικῶν στόχων ὑπῆρξεν ἡ Ἰωνία (οἱ ἄλλοι δύο ἦσαν, ὡς γνωστόν, ἡ Ἑλλὰς καὶ ἡ Ρώμη)• καὶ τὸν Ἀπόστολον καὶ Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην, τὸν ἐνταλέντα ἀπ᾿ ἀρχῆς ὑπὸ τοῦ Κυρίου νὰ κηρύξῃ εἰς τὰ μικρασιατικὰ παράλια.
Ἤδη ὅμως ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους ἡ Ἰωνικὴ αὕτη γῆ ἐβάφη ἐρυθρὰ ὑπὸ τοῦ αἵματος τῶν πρώτων χριστιανῶν μαρτύρων. Τοῦ χοροῦ τούτων προεξάρχουν οἱ πολιοῦχοι τῆς Σμύρνης Ἅγιος Βουκόλος καὶ Ἅγιος ἱερομάρτυς Πολύκαρπος, χειροτονηθεὶς ὑπὸ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. Οὗτοι ἐγένοντο πιστοὶ ἄχρι θανάτου καὶ ἔλαβον παρὰ Κυρίου τὸν στέφανον τῆς ζωῆς (Ἀποκ. β΄ 10-11).
Εἰς τὴν Ἔφεσον σώζεται εἰσέτι ἡ λεγομένη «πύλη τῶν διωγμῶν», ὡς ἀποκαλεῖται μέχρι τῆς σήμερον. Ἦτο ἡ θύρα ἐκ τῆς ὁποίας διήρχοντο οἱ μελλοθάνατοι χριστιανοὶ μάρτυρες, ὁδηγούμενοι καὶ ἐκτελούμενοι ἐκτὸς πόλεως.
Ἐκ τῆς Ἐφέσου κατήγετο καὶ ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὁ μῖμος, ὅστις μὲ παράδοξον τρόπον ᾡμολόγησε τὸν Χριστὸν καὶ ἐμαρτύρησεν εἰς τὴν Ἄγκυραν ἐπὶ αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ, κληθεὶς εἰς τὴν χριστιανικὴν πίστιν ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐνῷ ὡς «μῖμος» προσεπάθει νὰ διακωμωδήσῃ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα ἔλαβε τὸ βάπτισμα «τοῦ μαρτυρίου», μιμηθεὶς τὸν Πρωτομάρτυρα Κύριον τῆς δόξης.
Σὺν τούτοις, μνημονευτέοι οἱ Ἅγιοι Ἑπτὰ Παῖδες οἱ ἐν Ἐφέσῳ, τοὺς ὁποίους ἐχρησιμοποίησεν ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν ἐπιβεβαίωσιν τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν μὲ τὴν ἔγερσίν των δύο περίπου αἰώνας μετὰ τὴν ἐν Χριστῷ κοίμησίν των.
Ἰδιαιτέρα δὲ εἶναι ἡ καύχησις τῆς Μαγνησίας διὰ τὸν Ἱερομάρτυρα ἐπίσκοπον αὐτῆς Χαραλάμπη, τὸν «λάμψαντα ἐν τῷ κόσμῳ διὰ τοῦ μαρτυρίου καὶ σβέσαντα τῶν εἰδώλων τὴν σκοτόμαιναν» καὶ ἀναδειχθέντα «στῦλον ἀκλόνητον τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ καὶ λύχνον ἀείφωτον τῆς οἰκουμένης».
Πλησίον μας εὑρίσκονται τὰ ἐρείπια τοῦ ἀμφιθεάτρου τῆς Περγάμου, εἰς τὸ ὁποῖον ἐμαρτύρησαν διὰ τὸν Χριστὸν οἱ Ἅγιοι Κάρπος, Παπύλος, Ἀγαθονίκη καὶ Ἀγαθόδωρος.
Θὰ ἠθέλομεν ὅμως νὰ ἀναφερθῶμεν ἰδιαιτέρως, κηρύττοντες τὴν ἔναρξιν τῶν ἐργασιῶν τοῦ Ἁγιολογικοῦ τούτου Συνεδρίου, εἰς τοὺς Ἁγίους τῆς εὐλογημένης ταύτης περιοχῆς, κληρουχίας πολυτίμου τοῦ Κέντρου τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας, εἰς τοὺς ἐπωνύμους καὶ κυρίως εἰς τοὺς ἀνωνύμους, γνωστοὺς μόνον εἰς τὸν Θεόν, μάρτυρας τῆς Ἰωνικῆς καὶ ἐν γένει τῆς Μικρασιασικῆς γῆς, μὲ προεξάρχουσαν εἰς τὸ μαρτύριον «τῶν πολλῶν», πόλιν ταύτην τῆς Σμύρνης. Ἀναφερόμεθα εἰς τοὺς θυσιασθέντας ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως καὶ ὑπὲρ «βωμῶν (Ἱερῶν Ναῶν καὶ Μονῶν δηλαδή) καὶ ἑστιῶν» ὀρθοδόξους χριστιανοὺς κατὰ τὸ πρῶτον τέταρτον τοῦ παρελθόντος εἰκοστοῦ αἰῶνος.
Ἁπλῶς προσευχητικῶς ἐπισημαίνομεν ὅτι ἐξ αὐτῶν «ἄλλοι ἐτυμπανίσθησαν, ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς• ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι» (πρβλ. Ἑβρ. ια΄ 35-38). Ὁμιλοῦμεν βεβαίως διὰ τοὺς μετὰ τῶν ἁγίων καὶ τῶν δικαίων ἀναπαυομένους καὶ προσκαρτεροῦντας τὴν «κρίσιν» τοῦ Θεοῦ ἀειμνήστους προπάτορας, πατέρας καὶ ἀδελφοὺς ἡμῶν τῆς γῆς τῆς Ἰωνίας, τὰς γενεὰς ἐκείνας τῶν ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι ἐγένοντο «συγκληρονόμοι τῆς ἐπαγγελίας (τοῦ Χριστοῦ)», μεταστάντες εἰς τὴν «μακαρίαν εὔκλειαν», ἔνθα δίδουν ἡμέρας καὶ νυκτὸς «δόξαν καὶ τιμὴν καὶ εὐχαριστίαν τῷ καθημένῳ ἐπὶ τοῦ θρόνου, τῷ ζῶντι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» (Ἀποκ. Ἰωάν. δ΄ 9-10). Ἀλλὰ περὶ «πάντων τῶν Ἁγίων» τῆς Ἰωνίας θὰ ὁμιλήσουν οἱ ὁρισθέντες ὁμιληταί-εἰσηγηταί, τόσον κατὰ τὸ παρὸν συνέδριον, ὅσον καὶ κατὰ τὰ ἐπακολουθήσοντα ἐν τῷ προσεχεῖ μέλλοντι.
Ἡμεῖς, ἁπλῶς ἐπισημαίνομεν ὅτι ὁ θρησκευτικὸς ζῆλος ἦτο ἀείποτε ἀνεπτυγμένος εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν. Ἡ Ἐκκλησία καὶ αἱ χριστιανικαὶ ἑορταί, αἱ ἑορταὶ τῶν Ἁγίων, ἀπετέλουν τὸ κέντρον τοῦ κοινωνικοῦ βίου. Οἱ μικρασιάται ἀνεστρέφοντο ἐν ἀτμοσφαίρᾳ εὐλαβείας καὶ προσηλώσεως εἰς τὰ θεῖα, μετερσιοῦντο εἰς τὸ ἐξαϋλωτικὸν περιβάλλον τῶν Ἱερῶν Ναῶν «συντροφιὰ μέ τοὺς Ἁγίους των», τοὺς ἐγγύς, τοὺς ἐντοπίους των καὶ τοὺς ἁπανταχοῦ τῆς οἰκουμένης.
Ἡ ἔντονος παρουσία τῶν Ἁγίων καὶ τῆς ἁγιότητος εἰς τὴν Ἰωνίαν κατέλιπεν ἀνεξίτηλον τὴν σφραγῖδα αὐτῆς εἰς τὴν ἔκτοτε πορείαν της. Οἱ Ἅγιοί της, τιμώμενοι διαχρονικῶς, δὲν ἔπαυσαν νὰ ἐμπνέουν εἰς τοὺς συμπατριώτας των, ἀνεξαρτήτως ἐποχῆς καὶ ἱστορικῶν συγκυριῶν, τὴν ἀγάπην διὰ τὸν Χριστόν, τὴν αὐταπάρνησιν καὶ τὴν ἀφιέρωσιν εἰς τὴν «παρακαταθήκην», τὴν ὁποίαν παρέλαβον, διετήρησαν καὶ μετέφερον εἰς τὰς «νέας χώρας» καὶ «πατρίδας» των, εἰς τὰς ὁποίας ἀναγκαστικῶς «μετετέθησαν» καὶ τὴν παρέδωσαν εἰς τὰς μετ᾿ αὐτοὺς γενεάς. Αἱ περιοχαὶ εἰς τὰς ὁποίας εὑρισκόμεθα διεκρίθησαν εἰς ὅλα, ἰδιαιτέρως εἰς τὴν ἀφιέρωσιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μοναχῶν, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, ὡς μαρτυρεῖ τὸ δίστιχον τῶν καλάνδων τῆς πρωτοχρονιᾶς τῆς γειτονικῆς πόλεως Ἀλάτσατα: «Ἔχεις καὶ γυιὸ στὰ γράμματα καὶ λέει στὸ ψαλτῆρι• νὰ δώκει ὁ Θιὸς κι ἡ Παναγιὰ νὰ βάλει πετραχῆλι».
Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ,
«Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Γνωρίζομεν ὅτι «πίστει παροικοῦμεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν» (πρβλ. Ἑβρ. ια΄ 9).
Οἱ Ἅγιοι τῆς Ἰωνίας, ὅπως «πάντες οἱ Ἅγιοι» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἡμῶν, οἱ γενόμενοι ἀπὸ τοῦδε «θεοὶ κατὰ χάριν», ὑπέστησαν πολλὰς δοκιμασίας καὶ μαρτύρια καρτερικῶς καὶ μεθ᾿ ὑπομονῆς ἐνώπιον τῶν δυσκολιῶν καὶ τῶν κινδύνων, καὶ ἐνώπιον ἀκόμη τοῦ φοβεροῦ θανάτου. Ἐὰν ἀναλογισθῶμεν τὴν πίστιν καὶ τὴν ὑπομονήν των, ἡμεῖς οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι «τῶν ἀνέσεων καὶ τῶν εὐκόλων λύσεων, τῆς ἀνυπομονησίας καὶ τῆς εὐκόλου ἀπογοητεύσεως», τὸτε μόνον κατανοοῦμεν τὸ θαῦμα καὶ τὸ μυστήριον τῆς ἁγιότητος.
Τῷ ὄντι «μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα», τὰ ὁποῖα ἐπέτυχον οἱ «ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ», «ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος». Ὁλόκληρος ὁ κόσμος δὲν ἀξίζει ὅσον οἱ Ἅγιοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καὶ οὔτε δύναται νὰ συγκριθῇ μαζί των.
Ἐνῷ ἑορτάζομεν κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτὰς τὴν Ὑπαπαντὴν τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ὑποδοχὴν Αὐτοῦ ὑπὸ τοῦ χρηματισθέντος «μὴ ἰδεῖν θάνατον» πρὶν ἢ ἴδῃ «τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ» δικαίου πρεσβύτου Συμεών, καὶ τὴν προφητείαν αὐτοῦ πρὸς τὴν Θεοτόκον, τὴν ἰσχύουσαν διὰ τοὺς χριστιανοὺς πάντων τῶν αἰώνων, ὅτι «τὴν καρδίαν αὐτῆς διελεύσεται ρομφαία», δηλαδὴ θλῖψις, πικρίαι, σταυρός, μαρτύριον, θάνατος καὶ τὴν «ἀνθομολογίαν ἱεροπρεπῶς τῷ Κυρίῳ τῆς ὑποφητευούσης Ἄννης, τῆς σώφρονος καὶ ἁγίας», καλοῦμεν ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους νὰ τιμήσωμεν ἀξίως τοὺς Ἁγίους τῆς μαρτυρικῆς Ἰωνίας καὶ διὰ τοῦ Ἁγιολογικοῦ τούτου Συνεδρίου, ἐπικαλούμενοι ἐπὶ πάντας τὴν πρεσβείαν αὐτῶν πρὸς τὸν Κύριον, ὅτι «μακάριοι οἱ ποιοῦντες τὰς ἐντολάς αὐτοῦ, ἵνα ἔσται ἡ ἐξουσία αὐτῶν ἐπὶ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, καὶ τοῖς πυλῶσιν εἰσέλθωσιν εἰς τὴν πόλιν». «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάντων τῶν ἁγίων• ἀμὴν» (Ἀποκ. Ἰωάν. κβ΄ 14-15 καὶ 21).
Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου μετὰ τὸ πέρας τῆς Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Θείας Λειτουργίας εἰς τὸν Ἑορτάζοντα Ἱερὸν Ναὸν Ἁγίου Βουκόλου Σμύρνης (6 Φεβρουαρίου 2015)
Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοὶ Συνοδικοὶ πάρεδροι, συνδιοικηταὶ τοῦ ἱερωτάτου θεσμοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου,
Μακάριοι Ὀρθόδοξοι πατέρες, πρόγονοι καὶ ἀδελφοί, οἱ ἀναπαυόμενοι εἰς τοὺς τόπους τούτους,
Πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, ἐκλεκτοὶ συμπροσκυνηταὶ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Βουκόλου καὶ τῶν ἀπειραρίθμων Ἁγίων καὶ μαρτύρων τῆς Ἰωνικῆς γῆς, γνωστῶν καὶ ἀνωνύμων,
Ἐξοχώτατοι κ. Πρέσβυ, κ. Γενικέ, κ. Δήμαρχε Θεσσαλλονικέων,
«Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ᾿ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν». Μὲ αὐτοὺς τοὺς λόγους κατακλείει τὸ ἱερὸν εὐαγγέλιόν του τῆς ἀγάπης, τῆς ἐπαγγελίας καὶ τῆς σωτηρίας, ὁ καταστήσας πρῶτον Ἐπίσκοπον Σμύρνης τὸν Ἅγιον Βουκόλον εὐαγγελιστὴς Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος (Ἰωάν. κα΄, 25).
Σήμερον, ὅτε «ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγε» πανταχόθεν εἰς τὸν Ἱερὸν τοῦτον Ναὸν τῆς νύμφης τῆς Ἰωνίας, τῆς ἀρχαιοτάτης καὶ ἱστορικῆς πόλεως Σμύρνης, μιμνησκόμεθα τῶν λόγων τούτων τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καὶ ὁμολογοῦμεν ὅτι ἀληθῶς τὰ βιβλία καὶ αἱ συγγραφαὶ τοῦ κόσμου ὅλου, ἀπὸ τῆς δημιουργίας του καὶ μέχρι σήμερον, δὲν θὰ ἠδύναντο ὄχι μόνον νὰ περιγράψουν ἀλλὰ καὶ ἀνθρωπίνως νὰ ἐκφράσουν τὸ θαῦμα τῆς διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ συγκροτηθείσης καὶ ἀπὸ περάτων ἕως περάτων τῆς οἰκουμένης ἐκτεινομένης Μιᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οὔτε ὅμως θὰ ἠδύναντο νὰ περιγράψουν αὐθεντικῶς, ἐξ ἑτέρου, τὸ μεγαλεῖον καὶ τὴν λαμπρότητα, ὡς καὶ τὴν ἔκτασιν τοῦ θριάμβου τοῦ Ὀρθοδόξου ἤθους, τῆς Ὀρθοδόξου μαρτυρίας ἐν Χριστῷ καὶ τοῦ μαρτυρίου ἐν Χριστῷ τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς μεγαλοπόλεως Σμύρνης, «τῆς πόλεως τῆς δημιουργίας καὶ τῆς εὐημερίας ἀλλὰ καὶ τοῦ θρύλου καὶ τοῦ πόνου, τοῦ σπαραγμοῦ καὶ τῆς ὀδύνης». Παρὰ τὸ ἀπαισιόδοξον ἀπόφθεγμα τοῦ εἰδότος καλῶς τὰ κατὰ τὴν πόλιν ταύτην Σμυρναίου ποιητοῦ Γιώργου Σεφέρη ὅτι «ἡ Σμύρνη ἔχει χάσει τὸν ἴσκιό της, ὅπως τὰ φαντάσματα», ἡ πολυπολιτισμικὴ Σμύρνη ἀποτελεῖ διαχρονικὸν καστροφύλακα μνήμης καὶ βιώσεως τῆς σωτηριώδους διδασκαλίας καὶ τῆς Ὀρθοδόξου μαρτυρίας τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Γένους. Εἶναι ἡ διαχρονικὴ μνήμη καὶ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, διὰ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, τοῦ ἑορταζομένου ἐν τῷ Ναῷ του Ἁγίου Βουκόλου, καὶ τοῦ διδασκάλου καὶ διαδόχου του Ἁγίου Πολυκάρπου καὶ τῆς «μέχρι τῶν ἐσχάτων» σειρᾶς τῶν ἀειμνήστων Ἱεραρχῶν τῆς πόλεως, οἱ ὁποῖοι ἐτήρησαν «τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ», καὶ εἰσελθόντες «εἰς τὸν χῶρον τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ», ἀναμένουν τὸν στέφανον τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἀγῶνος, «ὃν ἀποδώσει ἑκάστῳ ὁ Κύριος ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ».
Εὑρισκόμεθα εἰς τὴν περίκλυτον Σμύρνην, τὴν ἐν τόπῳ περικλειομένην καὶ ὁριοθετουμένην καὶ συνάμα ἀχώρητον καὶ ἄπειρον εἰς τὴν μνήμην καὶ εἰς τὴν ἱστορίαν. Φέρομεν εἰς τὸν νοῦν μας ὅτι αἱ ἱστορικαὶ ἐναλλαγαί, αἱ ὁποῖαι ἀλλεπαλλήλως παρατηροῦνται εἰς τὸν ταλαίπωρον πλανήτην μας, δὲν ἐπέτρεψαν ἐπὶ δεκαετηρίδας, «κρίμασιν οἷς οἶδεν» ὁ Κύριος, τὴν τέλεσιν ἐν λειτουργικῇ συνάξει ἐνταῦθα τῆς πανηγύρεως τοῦ πρώτου Ἐπισκόπου τῆς Σμύρνης. Τῆς Σμύρνης ἡ ὁποία ἔχει νὰ παρουσιάσῃ πλῆθος ἁγίων ἱεραρχῶν, μαρτύρων καὶ ὁσίων, κοσμούντων διὰ τοῦ βίου καὶ τῶν ἄθλων των τὸ ἑορτολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τὴν «ἱερὰν βίβλον τοῦ Γένους», κατὰ τὴν τήρησιν τῆς προτροπῆς τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Ἄγγελον-Ἐπίσκοπον τῆς Σμύρνης: «Γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου, καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς» (Ἀποκ. β΄, 10-11).
Πρῶτος δὲ γενόμενος πιστὸς ἄχρι θανάτου καὶ ὁμολογήσας τὴν πίστιν πρὸς τὸν Θεάνθρωπον καὶ Σωτῆρα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, εἶναι ὁ σήμερον ἑορταζόμενος Ἅγιος Βουκόλος, ὁ ὁποῖος «ὡς ἐπίσημος κριὸς ἐτέθη ἐπὶ κεφαλῆς τῆς χορείας τῶν Σμυρναίων ἁγίων», παραδοὺς βιωματικῶς εἰς τοὺς μετέπειτα πιστοὺς τῆς Σμύρνης καὶ τῆς περιοχῆς τὴν παρὰ τοῦ διδασκάλου του Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου παραληφθεῖσαν σωτήριον διδαχὴν τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἡ πίστις εἰς τὸν Χριστόν, θεωρουμένη κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους Χριστιανικοὺς αἰῶνας, ἀλλὰ καὶ ἐν συνεχείᾳ, κατὰ περιόδους εἰς ὡρισμένους τόπους, ὡς «ἔγκλημα καθοσιώσεως» ἐτιμωρεῖτο διὰ φρικτῶν μαρτυρίων καὶ βασανιστηρίων, εἰς τὰ ὁποῖα καθυπεβλήθη καὶ ὁ Ἅγιος Βουκόλος διὰ τῆς ἀποτομῆς ἐν τέλει τῆς κεφαλῆς του.
Ἐδῶ θὰ ἠθέλαμε νὰ ἀναφέρωμεν ὅτι καὶ τῆς ἡμετέρας Μετριότητος ἐπιθυμία καὶ πρόθεσις καὶ συνεχὴς προσπάθεια ὑπῆρξεν ἀπ᾿ ἀρχῆς τῆς Πατριαρχίας μας ἡ ἀνακαίνισις τοῦ ἱστορικοῦ τούτου σεβάσματος τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τοῦ εὐσεβοῦς Ὀρθοδόξου Γένους μας, ὡς τόπου ἱστορίας, μαρτυρίας, μνήμης καὶ μαρτυρίου. Ἤδη εἴχομεν ἐργασθῆ δι᾿ ἐκκλήσεων καὶ προτροπῶν πρὸς τοῦτο καὶ εἴχομεν ὀργανώσει πρὸ 18 ἐτῶν κατὰ τὸν πανορθόδοξον ἑορτασμὸν ἐπὶ τῇ ἀνακηρύξει τῆς πόλεως τῆς Θεσσαλονίκης ὡς Πολιτιστικῆς Πρωτευούσης τῆς Εὐρώπης, ἐπὶ τούτῳ «συναυλίαν». Δοξάζομεν τὸν ἄναρχον Υἱόν, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, ὅτι τὸ ὄραμα καὶ ἡ πρωτοβουλία ἐκείνη ἐστέφθη ὑπὸ ἐπιτυχίας χάρις εἰς τὴν μεγαλόπνοον δραστηριότητα τοῦ Δημάρχου Σμύρνης Ἐντιμοτάτου κυρίου Aziz Kocaoğlu, πρὸς τὸν ὁποῖον καὶ πρὸς τὸ ὑπ᾿ αὐτὸν Δημοτικὸν Συμβούλιον καὶ ἀπὸ τῆς θέσεως ταύτης ἐκφράζομεν τὰς προσηκούσας εὐχαριστίας διὰ τὴν διάσωσιν τοῦ μνημείου τούτου.
Ἀδελφοί μου, ἀπευθύνομεν πρὸς ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους, πρὸς ἐσᾶς τοὺς εὐλαβεῖς προσκυνητὰς καὶ πρὸς ἅπαν τὸ Ὀρθόδοξον πλήρωμα, τὸν λόγον τῆς ἀληθείας τῆς μαρτυρίας καὶ τοῦ μαρτυρίου, τῶν διαχρονικῶς μέχρι τῶν ἐσχάτων ἡμερῶν ἐμπειρικῶς βιουμένων ἰδιαιτέρως εἰς τὴν πόλιν ταύτην καὶ εἰς τὴν Ἰωνικὴν γῆν, εἰς ἔμπρακτον βεβαίωσιν τοῦ Παυλικοῦ λόγου, ὅτι ἡ ἀδυσώπητος ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων πάλη εἶναι «πρὸς τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας τοῦ σκότους, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (πρβλ. Ἐφεσ. α΄, 21).
Τούτου τοῦ εἰρηνοφόρου πολέμου, τῶν ἐξωτερικῶν διωγμῶν καὶ μαρτυρίων καὶ τῆς ἀενάου ἐσωτερικῆς πάλης καὶ τῆς νίκης καὶ καταξιώσεως τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, μέτοχοι ἐγένοντο πάντες οἱ χοροὶ τῶν Ἁγίων, ἑκουσίως ἐπιλέξαντες αὐτὸν ἐν ἐπιγνώσει, βιοῦντες τὸ Παυλικὸν «ἐάν τις νομίμως ἀθλήσῃ νομίμως καὶ στεφανοῦται» (πρβλ. Β΄ Τιμ. β΄, 5-6) διὰ τοῦ ἀφθάρτου στεφάνου, «ὃν ἀποδώσει ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ὁ δίκαιος Κριτής» (πρβλ. Β΄ Τιμ. δ΄, 8).
Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Εὑρισκόμεθα ἀληθῶς σήμερον εἰς χῶρον καὶ τόπον ἀσύλληπτον. Τόπον καὶ χρόνον ἀένναον, ὡς τὸν λειτουργικόν, κατὰ τὸν ὁποῖον βιοῦμεν τὸ παρελθὸν καὶ τὸ παρόν, ἐν φόβῳ καὶ τρόμῳ, ἐν συγκινήσει καὶ μακαρισμῷ, ἐν χαρᾷ καὶ προσδοκίᾳ. Ζῶμεν τὸ μαρτύριον καὶ τὴν μαρτυρίαν τῶν παλαιῶν. Βλέπομεν τοὺς μὴ ὑπάρχοντας σήμερον δεκαὲξ Ναοὺς τῆς Σμύρνης, μὲ προεξάρχοντα τὸν τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, καὶ τὸν διασωθέντα καὶ ἤδη ἀνακαινισθέντα Ναὸν τοῦ Ἁγίου Βουκόλου, ἐν ᾧ ἐστῶτες δόξαν καὶ εὐχαριστίαν ἀναπέμπομεν τῷ Κυρίῳ. Εἶναι ἐμπρὸς εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς μας νοερῶς ἡ περίφημος Εὐαγγελικὴ Σχολή, τὸ Κεντρικὸν Παρθεναγωγεῖον, τὸ Νοσοκομεῖον τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, τὸ Βρεφοκομεῖον καὶ τὸ Ὀρφανοτροφεῖον, οἱ περὶ τοὺς 150 φιλεκπαιδευτικοὶ Σύλλογοι, αἱ 200 καὶ πλέον Βιβλιοθῆκαι, αἱ 35 ὁμογενειακαὶ ἐφημερίδες καὶ τὰ περιοδικά, ἡ ἀθλητικὴ καὶ πολιτιστικὴ δραστηριότης τοῦ «Πανιωνίου» καὶ τοῦ «Ἀπόλλωνος» καὶ ἄλλων γυμναστικῶν συλλόγων τῆς Σμύρνης.
Βλέπομεν ἐδῶ, εἰς τὴν παραλίαν, εἰς τὸ «Καὶ» τῆς Σμύρνης, τὸ «ἀρχοντικὸ» τοῦ Θεοδώρου Καπετανάκη, μὲ τοὺς τοίχους γεμάτους μὲ ἀρχαίας ἑλληνικὰς παραστάσεις καὶ μὲ τὰς εἰκόνας τῶν Ἁγίων τῆς Σμύρνης, μεταξὺ τῶν ὁποίων τοῦ Ἁγίου Βουκόλου καὶ τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου. Αὐτὰ ὅλα καὶ πολλὰ ἄλλα ἦσαν τὸ καύχημα καὶ ἡ ἀλήθεια τῆς Σμύρνης, «ἕνας θαυμάσιος κόσμος μὲ ὁράματα, δράση καὶ προοπτική», τὴν ἀπώλειαν τοῦ ὁποίου ἡ λαϊκὴ μοῦσα τῆς προσφυγιᾶς διὰ τῆς Σμυρναίας Ξανθίππης Ἀναστασιάδου διεκτραγωδεῖ καί, ἀλληγορικῶς καὶ πραγματικῶς, περιγράφει: «πᾶνε κι᾿ ἔρχονται καράβια φορτωμένα προσφυγιά, βάψαν τὰ πανιά τους μαῦρα, τὰ κατάρτιά τους μαβιά. Ποῦ νὰ βρίσκεται ὁ πατέρας ψάχνει ἡ μάννα γιὰ παιδιά, μᾶς ἐσκόρπισε ὁ ἀγέρας σ᾿ ἄλλη γῆ, σ᾿ ἄλλη στεριά».
Δόξα τῷ Θεῷ ὅμως πάντων ἕνεκεν. Ἀξιώνει ὁ Κύριος τοῦ ἐλέους καὶ τῶν οἰκτιρμῶν, ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν ἡμετέραν ταπείνωσιν, καὶ φωτίζει καὶ μεταβάλλει ἐπιμονὴν πολλῶν περιόδων καὶ ἐπιτρέπει, κατὰ τὰ «κρίματα» Αὐτοῦ, τὴν τέλεσιν τῆς Θείας Λειτουργίας ἐν ἁπάσῃ τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἀνατολῇ, ἀρχῆς γενομένης πρὸ εἰκοσαετίας περίπου ἀπὸ τῆς Ἁγιοτόκου Καππαδοκίας καὶ συνεχιζομένης ἐν Πόντῳ, ἐν Ἰωνίᾳ καὶ ἀλλαχοῦ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μέχρι τῆς σήμερον.
Ἐν τῷ πλαισίῳ τούτῳ ἀξιολογητέα καὶ ἡ ἀπὸ ἐτῶν μελετωμένη καὶ ἤδη ὑλοποιηθεῖσα πρωτοβουλία τῆς ἡμετέρας Μετριότητος τῆς ἐπανασυστάσεως τῆς Ὀρθοδόξου Κοινότητος Σμύρνης διὰ τοῦ διορισμοῦ ὡς Ἱερατικῶς Προϊσταμένου τοῦ ἀξίου καὶ δυναμικοῦ Ὁσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου πατρὸς Κυρίλλου Συκῆ, ὁ ὁποῖος μετὰ τοῦ διορισθέντος ὑφ᾿ ἡμῶν Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου, ὑπὸ τὴν προεδρίαν τῆς Εὐγενεστάτης κ. Θεοδώρας Χατζούδη, τῆς Ἰμβρίας, ἐπιτελοῦν λειτουργικὸν καὶ εὐρύτερον ἐκκλησιαστικὸν ἔργον τόσον διὰ τοὺς ἐναπομείναντας ἐν τῇ πόλει ὁμογενεῖς καὶ τοὺς ἀπογόνους των, καὶ τοὺς διακονοῦντας ἐν τῷ Γενικῷ Προξενείῳ τῆς Ἑλλάδος καὶ ἐν τῇ ἐν Σμύρνῃ ἑδρευούσῃ ἀντιπροσωπείᾳ τῆς Νατοϊκῆς Συμμαχίας ὀρθοδόξους πιστούς, ὅσον καὶ διὰ τοὺς παρεπιδημοῦντας ἐν Σμύρνῃ ὀρθοδόξους ἀνεξαρτήτως ἐθνικῆς καὶ φυλετικῆς καταγωγῆς.
Τῆς συμβασιλείας μὲ τὸν Χριστὸν διὰ πολλῶν μαρτυρίων καὶ κόπων καὶ ἱδρώτων, ἐξωτερικῶν καὶ ἐσωτερικῶν, μέτοχοι ἐγένοντο καὶ ὁ σήμερον ἑορταζόμενος Ἅγιος Βουκόλος καὶ μεθαύριον ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος Σμύρνης Πολύκαρπος καὶ κατὰ τὴν ἐνιαύσιον περίοδον πάντες οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ Μάρτυρες, Ὅσιοι καὶ Δίκαιοι τῆς Ἰωνικῆς γῆς, εὐχόμεθα εἰς πάντας ἡμᾶς τοὺς ζῶντας καὶ περιλειπομένους καὶ κατακλείομεν τὸν λόγον διὰ τῶν στίχων ἑνὸς ποιήματος, ἀφιερωμένου εἰς τὴν Σμύρνην, τοῦ γνωστοῦ Βρεταννοῦ George Horton:
«Βασίλισσα τῆς Μεσογείου καὶ δόξα της
ἦταν ἡ Σμύρνη ὡραία πόλη,
καὶ τὸ πιὸ ὄμορφο μαργαριτάρι τῆς Ἀνατολῆς•
Σμύρνη μου ὡραία πόλη!
Κληρονόμος ἀμέτρητων αἰώνων ἱστορίας,
μητέρα ποιητῶν, ἁγίων καὶ σοφῶν...
Μιὰ ἀπ᾿ τὶς πιὸ ἀρχαῖες, δοξασμένες τὶς Ἑφτά,
ἦταν ἡ Σμύρνη, ἡ ἁγία πόλη
κι᾿ εἶχε ἀναμμένες τὶς λαμπάδες της στὸν οὐρανὸ ψηλά».
«Ἄνω σχῶμεν, λοιπόν, ἀδελφοί, εἰς τὸν οὐρανὸν τὰς καρδίας». Καὶ ἐκεῖθεν, ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ ἐντεῦθεν, ἀπὸ τῆς γῆς, μυριόστομον εὖχος: «Ἔχομεν πρὸς τὸν Κύριον», ὅτι «ἄνευ Αὐτοῦ οὐδὲν δυνάμεθα ποιῆσαι». Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις καὶ ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη, διὰ πάντα καὶ κατὰ πάντα. Ἀμήν.
ADDRESS By His All-Holiness Ecumenical Patriarch Bartholomew At the Conferral of an Honorary Doctorate in Sociology From the Izmir University of Economics (February 9, 2015)
BUILDING BRIDGES
Interfaith Dialogue, Ecological Awareness, and Culture of Solidarity
Eminent Rector, Professor Oğuz Esen,
Esteemed Faculty of Izmir University of Economics,
Distinguished clergy, honorable diplomats and precious audience,
Beloved students, ladies and gentlemen,
Introduction
It is a unique pleasure and a great privilege to receive an honorary doctorate from the Izmir University of Economics. You are an institution that is both young and vibrant, with creativity and productivity, committed to making a difference in our country and in the world, but also dedicated to preserving and promoting the legacy of the foremost statesman and first president of the Republic of Turkey, Kemal Atatürk. We therefore express our wholehearted gratitude to the administration of this university, and in particular to its Rector, Dr. Oğuz Esen, and also to the school's administration, faculty and students, but above all to Mr. Ekrem Demirtaş, our dearest friend.
We accept this generous distinction in the name of the Ecumenical Patriarchate, which is devoted to the areas of interfaith dialogue, ecological awareness and the culture of solidarity. Our Church has traditionally sought to build bridges between diverse faiths, cultures and peoples, between humanity and the natural environment, as well as to promote peace and solidarity in the name of God and for the sake of the human person.
1. The four functions of religion
A sign of the times at the beginning of this new millennium is "the return of God", the reevaluation of the role and function of religion. The modernistic expectation of a "post-religious secular age" is replaced by talk of a "post-secular period" or even of a "religious explosion".
Religion appears as a central dimension of human life, both at the personal and the social levels. It claims a public role and it participates in all central contemporary discourses. Without reference to religion, it is impossible to understand the past, to analyze the present, or to imagine the future of humanity.
The crucial functions of religion are evident at the following four areas of the human existence and co-existence:
a. Religion is connected with the deep concerns of the human being. It provides answers to crucial existential questions, which permanently affect the human soul. It gives orientation and meaning of life. This is why negligence or oppression of religiousness results in various alienations in human life.
b. Religion is related to the identity of peoples and civilizations, a fact which has definitely been obvious after the fall of the "iron curtain" in 1989. Systematic atheistic ideology and indoctrination failed to uproot religious identity, which constitutes the core of cultural identity. This is why, knowledge of the belief and the religion of the other is an indispensable precondition of understanding otherness and of the establishment of communication and dialogue.
c. Religions have created and preserved the greatest cultural achievements of mankind, essential moral values, and respect of human dignity and of the whole creation. The sacred texts of the religions include precious anthropological knowledge. Religion is the arc of wisdom and of the spiritual inheritance of humanity. Culture has in general the stamp of religion. Even modern humanistic secular movements, for example the human rights-movement, cannot be understood and evaluated independently of their religious roots.
d. The fourth essential function of religion is peacemaking. Religions constitute central factors in peace processes. Hans Kűng puts forward that peace between religions is the main precondition for peace between peoples and civilizations, for universal peace. Religions can, of course, divide; they can cause intolerance and violence. But this is their failure, not their essence, which is the protection of human dignity. The revival of religions -if that were a regeneration and expression of their genuine elements- was always related to a contribution to reconciliation and peace. In our times, the credibility of religions depends largely on their commitment to peace. The way to peace and reconciliation is interreligious dialogue and cooperation in view of the main contemporary challenges, like the destruction of the natural environment and the growing economic and social crisis.
Our world is in crisis, indeed. Yet, never before in history have human beings had the opportunity to bring so many positive changes to so many people and to the global community simply through encounter and dialogue. While it may be true that this is a time of crisis, it must equally be underlined that there has also never been greater chances for communication, cooperation and dialogue.
Let us explore three distinct areas of this task:
a. Building Bridges with other Faiths
b. Building Bridges with Nature
c. Building Bridges of Solidarity
2. Building Bridges with other Faiths
There is a symbolical mosaic that adorns the foyer at the entrance to the headquarters of our Patriarchate in Istanbul. It silently represents a decisive moment in the rich and complex story of a city and a state where Christians and Muslims have coexisted over the centuries. This magnificent image depicts Gennadios Scholarios (1405-1472), first Rum Patriarch of the Ottoman period, with hand outstretched, receiving from the Sultan Mehmet II the "firman" or legal document guaranteeing the continuation and protection of the Orthodox Church. It is a symbol of the beginnings of a long coexistence and interfaith commitment.
The Ecumenical Patriarchate has always been convinced of its responsibility for rapprochement and dialogue. This inspires its tireless efforts for unity among Orthodox Churches throughout the world as well as its pioneering efforts for ecumenical dialogue. All of you will be aware of our meetings during this past year with Pope Francis: In May, we met in Jerusalem to commemorate the historical meeting there of Patriarch Athenagoras and Pope Paul VI in 1964; in June, we accepted the invitation of the Pope to join him in a prayer for peace at the Vatican in the presence of President Peres of Israel and President Abbas of Palestine; and in November, His Holiness accepted our invitation to attend the patronal feast of our Church in Phanar, Istanbul.
However, even at the cost of defamation for "ecumenistic" or "syncretistic" choices, we have never restricted such engagements. The Ecumenical Patriarchate has always labored to serve as a bridge between Christians, Muslims, and Jews. Since 1977, it has pioneered bilateral inter-religious dialogue with the Jewish community (on such topics as law and social justice); since 1986, it has initiated bilateral interfaith dialogue with Islam (on such matters as peace and pluralism); and since 1994, it has organized international multi-faith gatherings for deeper conversations between Christians, Jews and Muslims (on such issues as respect and tolerance). We continue these efforts with sincerity and confidence.
As a young boy, we remember seeing the then Ecumenical Patriarch Athenagoras, an extraordinary leader of profound vision and ecumenical sensitivity. He was a tall man, with piercing eyes and a very long, white beard. Patriarch Athenagoras was known to resolve conflict by inviting the embattled parties to meet, saying to them: "Come, let us look one another in the eyes." This notion of "looking at each other in the eyes" honestly, in order to understand and cooperate with one another, is both inspiring and critical for contemporary concepts of intercultural and interfaith dialogue.
Of course, some people have strong convictions that they would rather sacrifice their lives than change their views. Others -we might say fundamentalists- are unfortunately even willing to take the lives of innocent victims to defend these views. This is why we are obliged to listen more carefully, "look at one another" more deeply "in the eyes." For, in the final analysis, we are always closer to one another in more ways than we are distant from or different to one another. We share far more with each other and resemble one another far more as human beings than we differ in terms of culture and religion. A human being, which grounds its identity exclusively on belonging to a nation and not on being a member of humanity (namely, on the fact that it is human), this creature "has not been really born as a human being", according to Eric Fromm.
As communities, we are called to face the problems of our world with new eyes. We must constantly pursue alternative ways to order human affairs. We must persistently proclaim ways that reject war and violence, and instead strive for tolerance and peace. Conflict may be inevitable in our world; but war and violence are certainly not. Human perfection may be unattainable in this life, but peace is definitely not impossible. If this century will be remembered, it may be for those who sincerely dedicated themselves to the cause of peace.
The pursuit, however, of peace calls for a radical reversal of what has become the normative and defensive way of survival in our world. Peace does not result from economic and cultural development, from the progress of science and technology, from high living standards. Peace is always a duty; it requires vision, commitment, struggle, sacrifice and patience.
We believe that in the great religious traditions there are potentials and inexhaustible reserves of peacemaking. Yet, being able is not enough. We have to work and cooperate for peace; we have to become effective factors of human progress.
3. Building Bridges with Nature
One of our most passionate concerns during our ministry as Patriarch has been protecting the natural environment, raising ecological awareness across academic disciplines, ecological movements and political governments, as well as advocating for a change in established lifestyles in order that people might become more sensitive to the irreversible destruction that threatens the natural environment today.
Orthodoxy is committed to ecology; it is the "green" Church par excellence. Our faith and our worship strengthen our commitment for the protection of creation and promote the "eucharistic use" of the world, the solidarity with creation. The Orthodox Christian attitude is the opposite of the instrumentalisation and exploitation of the world.
We believe that the roots of the environmental crisis are not primarily economic or political, nor technological, but profoundly and essentially religious, spiritual and moral. This is because it is a crisis about and within the human heart. The ecological crisis reflects an anthropological impasse, the spiritual crisis of contemporary man and contradictions of his rationalism, the titanism of his self-deification, the arrogance of his science and technology, the greed of his possessiveness ("the priority of having"), his individual and social eudaemonism.
For Orthodoxy, sin has a cosmological dimension and impact. The theology of the Orthodox Church recognizes the natural creation as inseparable from the identity and destiny of humanity, inasmuch as every human action leaves a lasting imprint on the body of the earth. Moreover, human attitudes and behavior towards creation directly impact on and reflect human attitudes and behavior toward other people, especially the poor. Ecology is inevitably related to sociology and economy, and so all ecological activity is ultimately measured and judged by its effect upon the underprivileged and suffering of our world. The ecological problem is essentially a sociological one.
We are convinced that the theological perspective cannot only discover hidden dimensions of the ecological crisis, but can also reveal possibilities to face and overcome it. What is required of us, at the threshold of the third millennium, is that we overcome the ways in which we looked upon creation in the past, which implied an abusive, domineering attitude toward the natural world. The solution of the ecological problem is not only a matter of science, technology and politics but also, and perhaps primarily, a matter of radical change of mind, of new values, of a new ethos. In Christian theology we use the term metanoia, which means a shift of the mind, a total change of mentality. This is very important, because of the fact that during the last century, a century of immense scientific progress, we experienced the biggest destruction of the natural environment. It seems that scientific knowledge does not reach the depth of our soul and mind. Man knows; and he still continues to act against his knowledge. Knowledge did not cause repentance, but it brought up cynicism and other obsessions.
Our way to the establishment of an ecological culture has to be an ecological one. It is not proper to intend an ecological culture and to make decisions without taking into account their impact on the environment. Religions can contribute essentially to this aim. In the last three decades, the Ecumenical Patriarchate was the protagonist in ecological sensibilisation and action. If there is one thing that we have learned over the last years, it is the way that all of us are intimately and inseparably interconnected with the natural environment. We know now that even the slightest aspect of pollution and climate change on our planet has transparent and tangible implications for the last speck of dust in every corner of our planet.
We are all called to common responsibility for the common good. We must work towards solutions for the challenges that we jointly face.
4. Building Bridges of Solidarity
We are nowadays facing a worldwide economic crisis and its social outcomes on a global scale. We regard this crisis as a "crisis of solidarity", as an ongoing process of "desolidarization". Solidarity is the term, which contains the very essence of social ethos, referring to the pillars of freedom, love and justice. It means steadiness in the struggle for a just society, the respect of human dignity beyond any division of social classes. We are convinced that the future of humanity is related to the establishment of the culture of solidarity.
Religions cannot ignore this immense crisis of solidarity. Economic and social problems affect human beings at the center of their life, their freedom and dignity. Religions developed an impressive tradition of philanthropy and solidarity. Even modern adversaries of religion are astonished at the social power and impact of faith.
The famous biblical parable of the Good Samaritan (Luke 10.25-37), describes the spontaneous compassion and support for the suffering person, despite the fact that this person was a foreigner, or even an "enemy". Christian love is always concrete and personal. Another truth in this parable is expressed in the answer of Jesus to the initial question: "Who is my neighbor?" For Jesus, the truth of love is to become a "neighbor" for everybody who needs our support. In modern terms: if our help can reach people far from us, it is the sense of the commandment of love to support them, to be their brother and sister. In the same parable, we can also detect the call to work for the improvement of the social conditions, which produce need, injustice, poverty and violence. Indeed, religion is not only a matter of personal life and of privacy, but it plays a pivotal role at the level of society.
Our anthropology, our image of the human being and the purpose of its life, defines our attitude toward humanity and social action. If we see the human being as homme machine, we can easily transform the human person into an object. If we regard the human being as a person (prosopon) created "in the image" of God, then our attitude changes. This person-centered anthropology resists the contemporary objectivization of humanity in the name of scientific progress, the modern glorification of the individual as homo clausus; it resists the oppression of human rights in the name of communitarian structures or by totalitarian regimes, as well as the elimination of the dignity and uniqueness of man within the impersonal process of globalization.
The most serious contemporary threat of the culture of solidarity is economism, the fundamentalism of market and profit. We are not qualified economists, but we are convinced that the purpose of economy should be for the service of humankind. The terms economy and ecology have the same etymological root. They contain the Greek word oikos (household). Oikonomia means care or management of our household; oikologia,-ecology- means study, appreciation of our home, keeping our world as oikoumene, as a place where we live and we can live.
We reject "economic reductionism", the reduction of the human being to homo oeconomicus. We resist the transformation of society in a gigantic market, the subordination of the human person to the tyranny of the needs, of consumerism, the identification of "being" with "having", of dignity with property. We demand the respect of social parameters in economy, which are the basis for a life in freedom and dignity; we work for the protection of fundamental human rights and for the establishment of justice and peace.
True faith does not release us from our responsibility to the world. On the contrary: it strengthens us to give witness of reconciliation and peace. The tension between our being "in the world" but, at the same time, "not of the world", provides for our action orientation, sensibility and effectiveness.
Conclusion: The Future as Openness
Interfaith dialogue, environmental awareness and the culture of solidarity are responsibilities that we owe not only to the present generation. Future generations are entitled to a world free from fanaticism and violence, unspoiled by pollution and natural devastation, a society as a place of solidarity.
We hear it often stated that the last two centuries were times of struggle for freedom and equality. This must become an era of fraternity and solidarity. However, this cannot be achieved without the contribution of religion. Thus, we can realize the gravity of the error of those modern thinkers, who underestimated or rejected the religious phenomenon, the fault of those who were blind in front of the dynamism of religion, of the culture it created, of its contribution to peace and its enormous social impact. They have easily but wrongly identified the negative aspects of religion, such as violence in the name of God, with its very essence.
Progressive intellectuals are in a way accused of having indirectly strengthened fundamentalistic excesses in religion, since they downgraded religious faith and practices. Fundamentalistic explosion is often a reaction against an offense of faith.
Dialogue or openness is the antidote to fundamentalism. It is a gesture and source of greater solidarity. Openness to the "other" does not threaten our particular identity. On the contrary, it deepens and enriches it. Openness resists both fanaticism and acceptance of everything, the nihilism of "anything goes". It affirms plurality and intercultural exchange. Obviously, everything depends on our attitude toward pluralism and otherness. Pluralism is a hopeful chance and a positive challenge. Fear of difference and otherness leads to the enclosure within the boundaries of our particular culture and consequently to fundamentalism.
Another major challenge for religions in our days is the human rights movement. Modern human rights claim to function as fundamental common values, as universal humanistic criterion. If religions approach human rights in a spirit of openness, they will discover part of their own basic principles and core values. In this way, religions can contribute to a deeper understanding of human rights, of their normative elements and of their limits. This attitude gives religions the chance to promote their own traditional ethos in its proper content and to point out the religious dimension of freedom. After all, the history of freedom does not begin with the history of modern human rights.
Dear students of the Izmir University of Economics: Looking into your eyes means drawing encouragement, inspiration and hope for a bright future.
Distinguished Professors: Your sacred task is to transmit to your students the spirit of openness. It is they who shall carry the responsibility for social values, for religion and culture, for freedom and justice, for the respect of otherness, for solidarity with creation and with humanity. Education has to offer the vision of a culture of participation and sharing, of existence as coexistence, of life as communion.
Weremain thankful for this encounter and express once again our gratitude to your University for the exceptional award and the invitation to address you today.
Thank you very much. And God bless you!

