Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου μετὰ τὸ πέρας τοῦ Ἑσπερινοῦ εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν Ἁγίου Δημητρίου Κιρκιντζὲ (9 Φεβρουαρίου 2015)
Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοί,
Ὁσιολογιώτατε Ἀρχιμανδρῖτα τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς Οἰκουμενικοῦ Θρόνου κύριε Κύριλλε Συκῆ, Ἱερατικῶς Προϊστάμενε τῆς Ὀρθοδόξου Κοινότητος Σμύρνης,
Εὐλογημένοι προσκυνηταί, τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
«Οἱ δὲ Ἴωνες οὗτοι, τῶν καὶ τὸ Πανιώνιόν ἐστι, τοῦ μὲν οὐρανοῦ καὶ τῶν ὀρέων ἐν τῷ καλλίστῳ ἐτύγχανον ἱδρυσάμενοι πόλιας πάντων ἀνθρώπων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν». Διὰ τῶν λόγων τούτων ὁ ἀρχαῖος ἱστορικὸς Ἡρόδοτος ἐκθειάζει τὰ φυσικὰ πλεονεκτήματα τῆς εὐλογημὲνης παρὰ Θεοῦ περιοχῆς τῆς Ἰωνίας, τὴν ὁποίαν ἐπισκεπτόμεθα κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτάς. Ἡ σπανία ἀτμόσφαιρά της, ὁ ὑπέροχος οὐρανὸς καὶ τὸ θαυμάσιον κλῖμα ἀποτελοῦν ἐξαιρετικα προνόμια αὐτῆς.
Ζῶντες ἐντὸς ἀπλέτου φυσικοῦ φωτὸς οἱ Ἴωνες, ἀμέσως προσέλαβον τὸ ἀληθινὸν φῶς τῆς εἰς τὸν Χριστὸν πίστεως, μετὰ τὴν Ἀνάστασιν Αὐτοῦ, κατὰ τὰς περιοδείας τῶν Ἀποστόλων. Πρὸ δύο χιλιάδων ἐτῶν ἐθεμελιώθη εἰς τὴν ἱστορικὴν αὐτὴν περιοχὴν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τὰ σήμερον σωζόμενα εἰς τὸν γεωγραφικὸν χῶρον της μνημεῖα μαρτυροῦν τὸ ἦθος μιᾶς κοινωνίας, ἡ ὁποία, πρὸ Χριστοῦ εἰσέτι, ἐγνώριζε νὰ σέβεται τὴν δημιουργίαν, νὰ ἀγαπᾷ τὸ φῶς καὶ νὰ ἐναρμονίζῃ τὰ οἰκοδομήματα τοῦ πολιτισμοῦ της εἰς ἀπόλυτον συμφωνίαν μὲ τὸ φυσικὸν περιβάλλον της.
Εὑρισκόμεθα σωματικῶς, ἀδελφοί, εἰς τὸ Κιρκιντζὲ τῶν 3.500 ὀρθοδόξων ρωμηῶν πιστῶν τοῦ ἔτους 1921 καὶ προσευχόμεθα εἰς τοὺς Ναούς του. Ἔχοντες σήμερον τὴν εὐλογίαν νὰ εὑρισκώμεθα εἰς τὸν ἱερὸν καὶ ἀπέραντον τοῦτον χῶρον, ἀπὸ ἱστορικῆς, γεωγραφικῆς καὶ πνευματικῆς σκοπιᾶς, καὶ νὰ τελῶμεν τὸν ἑσπερινὸν εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Κιρκιντζέ, αὐθορμήτως ἀναπολοῦμεν τὴν «ἐρώτησιν» τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Προφήτην Ἰεζεκιήλ : «Υἱὲ ἀνθρώπου, εἰ ζήσεται τὰ ὀστέα ταῦτα;» (37,2).
Ἡ ἀπάντησις εἰς τὸ διαχρονικὸν ἐρώτημα τοῦτο τοῦ ὁδοιπόρου ἐπὶ τῆς γῆς ἀνθρώπου ἀσφαλῶς δὲν εἶναι εὐχερής. Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ οὐδέποτε βεβαίως παύομεν νὰ ἐλπίζωμεν καὶ νὰ πιστεύωμεν ὅτι τὰς ἐξελίξεις τῶν χρόνων καὶ τῶν καιρῶν ρυθμίζει καὶ διευθετεῖ κατὰ τὸ ἴδιον Θέλημα μόνον ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος, κατὰ τὰς ἀνεξερευνήτους βουλὰς Αὐτοῦ, «ἀνυψοῖ καὶ ταπεινοῖ», ἀνατρέπει βουλὰς καὶ σχέδια τῶν «ἰσχυρῶν ἐξουσιαστῶν» τῆς γῆς, καὶ ἐνεργεῖ τὰ πάντα εἰς δόξαν Αὐτοῦ.
Ὑπὸ τὴν θεώρησιν αὐτήν, εἶναι εὐλογημένον τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ πάλιν αἱ ἱεραὶ ὑμνωδίαι ἀκούονται εἰς τὰ πρὸ ἑνὸς περίπου αἰῶνος ἐγκαταλειφθέντα καὶ σιγήσαντα πατρογονικὰ ἱερὰ τῆς περιοχῆς τῆς Ἰωνίας. Ἡ ἀποψινὴ ἀκολουθία εἰς τὸν Κιρκιντζὲ ποτίζει τὸ δένδρον τῆς ἐλπίδος καὶ ἐπιτρέπει νὰ ὁραματιζώμεθα διὰ τὸ μέλλον. Ἡ ἀπάντησις εἰς τὸ ἐρώτημα πρὸς τὸν Προφήτην ἔρχεται δι᾿ αὐτῆς ταύτης τῆς πραγματικότητος, τὴν ὁποίαν ἐπιγραμματικῶς ἐκφράζει ὁ γνωστὸς ποιητὴς Γιάννης Ρίτσος: «Αὔριο ἴσως γελάει ὁ δρόμος κάτω ἀπ᾿ τὰ πάμφωτα πέλματα τῆς νέας μέρας. Ἄγρυπνοι σφίγγοντας τὶς παλάμες μας ἀγαποῦμε καὶ πιστεύουμε» (Γιάννης Ρίτσος).
Εἰς τὴν σημερινὴν ἡμέραν χαρᾶς διὰ τὸν Κιρκιντζὲ προεξάρχει ὁ πολιοῦχος τῆς πόλεως αὐτῆς Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Δημήτριος, δόξαν δὲ καὶ εὐχαριστίαν ἀναπέμπομεν τῷ Ἁγίῳ Θεῷ, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀξιώνει νὰ ἴδωμεν καὶ πάλιν τὸν ἄξιον πάσης τιμῆς καὶ εὐλαβείας Ναόν του πλήρη πιστῶν, ἔστω καὶ ἐν ἀλληγορικῶς «παρερχομένῳ ὁράματι». Αἰσθανόμεθα ἱερὰν συγκίνησιν καὶ βαθεῖαν κατάνυξιν ψυχικήν, μεταιρόμενοι ἀληθῶς ἐκ τῆς γῆς πρὸς τὰ οὐράνια, εἰς τὴν μνήμην τῶν ὅσων ἀδελφῶν μας ἔζησαν ἐδῶ εἰς τὸν Ὀρθόδοξον Κιρκιντζέ, διὰ τὸν ὁποῖον μεριμνῶμεν ὅλαι αἱ ἀπὸ τοῦ 1924 καὶ ἑξῆς γενεαὶ νὰ μὴ περιπέσῃ εἰς τὴν λήθην καὶ σβύσῃ ἡ παράδοσίς του. Αἰσθανόμεθα συγκίνησιν ὁμοιάζουσαν μὲ ἐκείνην τοῦ μυθικοῦ καὶ συγχρόνως θρυλικοῦ Ὀδυσσέως, ὁ ὁποῖος μετὰ πολυετῆ περιπλάνησιν ἐπιστρέφει εἰς τὴν ἠγαπημένην του Ἰθάκην.
Ἤλθομεν, λοιπόν, καὶ ἡμεῖς μὲ τοὺς ἁγίους συνοδικοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν Κιρκιντζὲ καὶ εἰς τὰς λοιπὰς πόλεις τῆς Ἰωνίας -διὰ τὴν ὁποίαν καυχᾶται ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπό-λεως-, ὄχι ὡς ἁπλοῖ προσκυνηταὶ ἢ καὶ ἁπλοῖ θεαταὶ ἑνὸς παρελθόντος μυστηρίου. Ἤλθομεν ἐν τῇ πραγματικότητι εἰς τὰ ἴδια, εἰς τὰς πατρογονικὰς ἑστίας τῆς Χάριτος, ἡ ὁποία Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς ἄλλη αὔρα λεπτὴ μαρτυρεῖ τὴν παρουσίαν καὶ τὴν προσφορὰν τῆς Ὀρθοδοξίας διὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ εἰς τοὺς χώρους τούτους. Ἡ ὥρα εἶναι μοναδικὴ καὶ δὲν ἐπιτρέπει λόγους ἀλλὰ μόνον βιωματικὴν ὅλων μας προσέγγισιν τῆς προσευχητικῆς αὐτῆς στιγμῆς, ἡ ὁποία ἑνώνει τὸ παρελθὸν μὲ τὸ παρόν, μὲ ἔκτασιν εἰς τὸ μέλλον.
Εὑρισκόμεθα ἀκόμη ἀπόψε ἐδῶ, διὰ νὰ τιμήσωμεν τοὺς μεγάλους Ἁγίους τῆς πλησιοχώρου ἱστορικῆς Ἐφέσου: τὸν κορυφαῖον τῶν Ἐθνῶν Ἀπόστολον Παῦλον, τὸν πολλὰ ὑπομείναντα καὶ παθόντα διὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸν αὐτῆς. Τὸν ἠγαπημένον Μαθητὴν τοῦ Κυρίου Ἰωάννην τὸν Ἀπόστολον καὶ Εὐαγγελιστὴν καὶ Θεολόγον, ὁ ὁποῖος διῆλθεν εἰς τὴν περιοχὴν ἕνα διάστημα τοῦ ἐπιγείου βίου του. Τὴν Ἰσαπόστολον καὶ Μυροφόρον Μαρίαν τὴν Μαγδαληνήν, ἡ ὁποία πρώτη ἔλαβε «πεῖραν» τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ἥψατο τῶν ποδῶν τοῦ Ἀναστάντος καὶ ἤκουσε τῆς φωνῆς Αὐτοῦ: «Μαρία, μὴ μου ἅπτου• οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν Πατέρα μου» καὶ τῆς ὁποίας ὁ τάφος κεῖται ἐκεῖ, εἰς τὴν Ἔφεσον. Ἀκόμη, τοὺς ἑπτὰ Παῖδας, οἱ ὁποῖοι ἐβεβαίωσαν τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὸν κόσμον περὶ τῆς κοινῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν διὰ τῆς «κοιμήσεώς» των ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνας ἐν σπηλαίῳ τῆς πόλεως καὶ τῆς ἐγέρσεώς των καὶ ἐμφανίσεώς των εἰς τὸν κόσμον, ὡς περιγράφει ὁ συναξαριστὴς τῆς 4ης Αὐγούστου καὶ τῆς 18ης Δεκεμβρίου.
Ἡ πόλις τοῦ Κιρκιντζὲ καυχᾶται ὅμως καὶ διότι ἔχει προστάτην τὸν μέγιστον ἐν Ἀθληταῖς ἀθλοφόρον Δημήτριον. Εὐχαριστοῦμεν τὸν Ἅγιον, ὁ ὁποῖος μᾶς ἠξίωσε νὰ ἐνθυμηθῶμεν ἐδῶ τὸ ἡρωϊκὸν μαρτύριον αὐτοῦ, ἀπὸ τὸ σεβασμιώτατον καὶ ἁγιώτατον σῶμα τοῦ ὁποίου ἀνέβλυσε καὶ κατεπλημμύρισε τὴν οἰκουμένην τὸ πανεύοσμον μῦρον του.
Εὐχαριστοῦμεν τὸν Κύριον τῆς δόξης, διότι μᾶς ἠξίωσε νὰ ἀνοίξωμεν τὸν Ναὸν τοῦ δεδοξασμένου Ἁγίου Του, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἀντηχοῦσαν ἄλλοτε αἱ ἱεραὶ ὑμνωδίαι τῶν εὐσεβῶν, ὅπου ἐτελεῖτο ἡ ἀναίμακτος θυσία καὶ ἐδοξολογεῖτο ὁ εὐεργέτης τοῦ παντός. Τὸν ναόν, ἐντὸς τοῦ ὁποίου εὐχαριστοῦσαν τὸν Μεγαλομάρτυρα οἱ μακαριστοὶ Ὁμογενεῖς μας διὰ τὰς τόσας εὐεργεσίας καὶ τὰ θαυμάσιά του, τὰ ὁποῖα καθ᾿ ἑκάστην καὶ κατὰ διαφόρους περιστάσεις ἐποίει εἰς αὐτούς.
Εὐχαριστοῦμεν τὰς ἀρχὰς τοῦ τόπου διὰ τὴν ἄδειαν τὴν ὁποίαν εὐγενῶς μᾶς προσέφερον διὰ τὴν τέλεσιν τῆς ἱερᾶς ἀκολουθίας ταύτης καὶ εὐχόμεθα ἡ φιλία μεταξὺ τῶν δύο λαῶν ἑκατέρωθεν τοῦ Αἰγαίου νὰ συνεχίζεται καὶ νὰ αὐξάνῃ. Εὐχόμεθα οἱ Ἅγιοι τῆς περιοχῆς νὰ ἀνταποδίδουν μισθὸν εἰς ὅλους σας, ἀδελφοὶ συμπροσκυνηταὶ καὶ συνοδοιπόροι μας εἰς τὸ προσκύνημα αὐτὸ μνήμης, ἀλλὰ καὶ συνεχείας μετὰ συνεπείας εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦ δικαίου, τοῦ καλοῦ, τοῦ ὀρθοῦ, τῆς ἀληθινῆς λατρείας.
Εὐχαριστοῦμεν, ἀδελφοί, διὰ τὸ προσκύνημά σας αὐτό, διὰ τὸ ὁποῖον ὑπεβλήθητε εἰς πολλοὺς κόπους διὰ νὰ τιμήσετε μαζί μας, μὲ τὴν παρουσίαν σας, τὸ σπουδαῖον γεγονὸς τῆς τελέσεως ἱερουργιῶν εἰς τὴν ἐδῶ περιοχὴν μετὰ πολυετῆ σιγήν. Οἱ Ἅγιοι νὰ σᾶς σκεπάζουν καὶ νὰ σᾶς εὐλογοῦν καὶ νὰ ἀμείβουν τὴν προθυμίαν καὶ τὴν ἀγάπην σας διὰ τὴν «κληροδοσίαν» ταύτην, τοὺς ἱεροὺς τούτους καὶ ἀλησμονήτους τόπους. Ἐπικαλούμεθα ἐφ᾿ ὅλους σας τὴν Χάριν τοῦ μεγαλομάρτυρος Δημητρίου καὶ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, εἰς τιμὴν τοῦ ὁποίου ἐκτίσθη ὁ ἕτερος ναὸς τοῦ Κιρκιντζέ, καὶ μετὰ συγκινήσεως καὶ ἱεροῦ ἐνθουσιασμοῦ ἀναφωνοῦμεν: «Τὶς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν, Σὺ εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν ὁ ποιῶν θαμάσια μόνος». Ἀληθῶς, «ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ πάντα ὅσα ἠθέλησεν ἐποίησεν»!
Ἐλπίζομεν δὲ καὶ εὐχόμεθα τὸ σημερινὸν γεγονὸς νὰ μὴ ἀποτελέσῃ μεμονωμένην εὐεργετικὴν ἐνέργειαν ἀλλὰ συνέχειαν τῆς παρουσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου εἰς τὰς ἱστορικὰς ταύτας περιοχάς, διαβεβαιοῦντες ὅτι ἡ παρουσία αὐτὴ μόνον θετικὰς καὶ εὐεργετικὰς ἐπιπτώσεις θὰ ἔχῃ, ὡς καὶ κατὰ τὸ παρελθὸν τῆς εἰρηνικῆς ἐπὶ αἰῶνας πολλοὺς συμβιώσεως τῶν ὀρθοδόξων ρωμηῶν μετὰ τῶν ἐπιτοπίων μουσουλμάνων. Ἀκριβῶς, ὅπως περιγράφει τὴν συμβίωσιν αὐτὴν ἡ ἀείμνηστος γόνος τοῦ Κιρκιντζὲ Διδὼ Σωτηρίου: «Ἂν ὑπάρχει αὐτὸ ποὺ λέμε παράδεισος, τὸ χωριό μας ὁ Κιρκιντζὲς ἤτανε ἕνα δεῖγμα του. Κοντὰ στὸ Θεὸ ζούσαμε, ψηλά, ἀνάμεσα σὲ κατάφυτα βουνὰ καὶ ξαγναντεύαμε ὁλόκληρο τὸν καρπερὸ κάμπο τῆς Ἔφεσος, ποὺ ἤτανε δικός μας ἴσαμε τὴ θάλασσα ὧρες δρόμο, ὅλο συκομπαχτσέδες καὶ λιόδεντρα, καπνά, μπαμπάκια, στάρια, καλαμπόκια καὶ σουσάμια. Τοῦρκοι καὶ ἕλληνες μαζὶ ἀδελφωμένοι, ἑνωμένοι μπρὸς στὴν χαρὰ καὶ μπρὸς στὸ θάνατο... ὅλα ἐκεῖνα τὰ ξυπόλυτα ἐργατόπαιδα, τουρκάκια καὶ ἑλληνόπουλα, παίζαμε φιλιωμένα, ὅπως καὶ μεῖς μὲ τὰ παιδιὰ τῶν μπέηδων... οἱ τοῦρκοι ἀπὸ τὰ γύρω χωριά, τὸ Κιρετσλί, τὸ Χαβουτσλί, τὸ Μπαλατσίκ, μᾶς τιμούσανε καὶ μᾶς θαυμάζανε....».
Καὶ καταλήγομεν, πραγματικὰ καὶ ἀλληγορικά, ἡ Διδὼ Σωτηρίου καὶ μαζί της καὶ ὁ Πατριάρχης σας ἐδῶ εἰς τὸ Κικριντζὲ καὶ ὅλοι οἱ πατέρες καὶ ἀδελφοί μας Κιρκιντζιῶτες καὶ ὁ κτίτωρ τοῦ Ναοῦ τούτου τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ἐπίσκοπος Ἄνθιμος: «Νύχτα σκέπασε τὴ γῆ. Δὲν ἤτανε τοῦτος ὁ κόσμος πλασμένος ἀπὸ χέρι Θεοῦ: Ὄχι, δὲν ἤτανε!.... Γι᾿ αὐτὸ καὶ τόσο αἶμα, τόσο δάκρυ, τόση φωτιά. Γιατὶ καὶ ἡ ἀγάπη ποὺ χάθηκε ἀνεπιστρεπτί : Τόσα φαρμάκια, τόση συφορὰ κι ἐμένα ὁ νοῦς νὰ γυρίσῃ θέλει πίσω στὰ παλιά! Νά᾿ ταν, λέει, ψέμα ὅλα ὅσα περάσαμε καὶ νὰ γυρίζαμε τώρα δὰ στὴ γῆ μας, στοὺς μπαξέδες μας, στὰ δάση μας μὲ τὶς καρδερίνες, τὶς κάργιες καὶ τὰ πετροκοτσύφια, στὰ περιβολάκια μας μὲ τὶς μαντζουράνες καὶ τὶς ἀνθισμένες κερασιές, στὰ πανηγύρια μας μὲ τὶς ὄμορφες τάβλες... Ἀντάρτη τοῦ Κιορ Μεμέτ, χαιρέτα μου τὴν γῆ ὅπου μᾶς γέννησε, Σελὰμ σοϊλέ. Ἂς μὴ μᾶς κρατάει κακία ποὺ τὴν ποτίσαμε μ᾿ αἷμα».
Τῷ δὲ Θεῷ, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, δόξα καὶ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.