Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου μετὰ τὸ τῆς Πατριαρχικῆς Χοροστασίας εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν Ἁγίας Φωτεινῆς Σμύρνης (8 Φεβρουαρίου 2015)
Ἱερώτατοι ἅγιοι συνοδικοὶ ἀρχιερεῖς καὶ λοιποὶ ἀδελφοὶ Ἱεράρχαι,
Ἐξοχώτατοι καὶ ἐντιμότατοι ἐκπρόσωποι τῶν τοπικῶν ἀρχῶν, τῶν διπλωματικῶν ἀποστολῶν καὶ τῆς Βορειοατλαντικῆς Συμμαχίας,
Ὁσιολογιώτατε Ἀρχιμανδρῖτα τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς Οἰκουμενικοῦ Θρόνου κύριε Κύριλλε Συκῆ, Ἱερατικῶς Προϊστάμενε τῆς Ὀρθοδόξου Κοινότητος Σμύρνης,
Ἐλλογιμώτατοι κύριοι Καθηγηταί, σύνεδροι τοῦ Α΄ Ἁγιολογικοῦ μας Συνεδρίου,
Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, οἵ τε ἐνδημοῦντες ἐν Σμύρνῃ καὶ οἱ παρεπιδημοῦντες προσκυνηταί,
«Βασιλοπούλα, ἀτίμητο ρουμπίνι στὴν Ἀνατολή, καὶ στὸ Αἰγαῖο πρώτη. Ποιό ὄνομα προσφιλέστερο ἀπ᾿ τὸ ὄνομα τῆς Σμύρνης, τόσο καλλίφθογγο καὶ τόσο μοσχομυρισμένο», λέγομεν καὶ ἡμεῖς σήμερον μαζὶ μὲ τὴν ποιητικὴ μοῦσα τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ.
Εὑρισκόμεθα εἰς τὴν ἱστορικὴν Σμύρνην, εἰς τὸν Ἱερὸν τοῦτον Ναὸν τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, τὸν ὁποῖον ἀδελφοὶ χριστιανοὶ παρεχώρησαν «ἐπὶ ἐνοικίῳ» διὰ τὴν τέλεσιν κατὰ καιροὺς τῆς Θείας Λειτουργίας διὰ τοὺς ἐναπομείναντας ἐν τῇ εὐλογημένῃ ταύτῃ πόλει Ὀρθοδόξους τὴν πίστιν ρωμηούς, καὶ ὁ ὁποῖος στεγάζει τὴν ἀπὸ διετίας περίπου ἐπανασυσταθεῖσαν Ὀρθόδοξον Κοινότητα τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς Σμύρνης.
Ὡς γνωστὸν εἰς ὅλους, ἡ Σμύρνη ἐκοσμεῖτο μέχρι τοῦ Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1922 ἀπὸ τὸν ἀρχαιότερον καὶ σημαντικώτε-ρον ἐν τῇ Ἰωνίᾳ Ἱερὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, τὸν ὁποῖον ἐπανέκτισε μεγαλοπρεπέστερον ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης Γρηγόριος (1785-1797), μετέπειτα Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης. Ἦταν -ἐκείνη ἡ Ἁγία Φωτεινὴ- ἐπὶ αἰῶνας τὸ παλλάδιον τῆς Σμύρνης. Τὸ ἱερὸν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ λατρείας. Ἡ ζωὴ καὶ ἡ δρᾶσις, ἐκκλησιαστική, ποιμαντική, πνευματική, κοινωνική, διοικητικὴ καὶ εὐρυτέρα, τῆς ποτε ἀκμασάσης Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σμύρνης. Ὑπῆρξε τὸ ἐργαστήριον τῆς ἀρετῆς καὶ ὁ πολιτισμὸς τῶν Σμυρναίων. Ἐδέσποζε τῶν 16 Ἱερῶν Ναῶν τῆς πόλεως, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ διασωθεὶς ἐκ τῆς πυρκαϊᾶς τοῦ Σεπτεμβρίου ἐκείνου ναὸς τοῦ Ἁγίου Βουκόλου, εἰς τὸν ὁποῖον, ἀνακαινι-σθέντα μὲ τὴν φιλότιμον πρωτοβουλίαν τοῦ Δήμου Σμύρνης, ἐτελέσαμεν τὴν Θείαν Λειτουργίαν τὴν ἡμέραν τῆς μνήμης του προχθὲς Παρασκευήν.
Σήμερον ἡμεῖς, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ἡ περὶ ἡμᾶς Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας, καὶ σεῖς, τὰ τέκνα της, οἱ πιστοὶ Ὀρθόδοξοι, οἱ γηγενεῖς τῆς Σμύρνης καὶ οἱ προσελθόντες προσκυνηταὶ ἐξ ἄλλων περιοχῶν τῆς γῆς ἀλλὰ καὶ οἱ παρεπιδημοῦντες λοιποὶ ὀρθόδοξοι ἀδελφοί μας, «ἐγενόμεθα ἐν Σμύρνῃ διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ... ἐγενόμεθα ἐν Κυριακῇ ἡμέρᾳ... καὶ ἀκούομεν (νοερῶς) φωνὴν μεγάλην ὡς σάλπιγγος» (πρβλ. Ἀποκ. Ἰωάν. α΄, 9-10). Εὑρισκόμεθα, παρὰ τὴν μεγάλην κληρονομίαν τοῦ παρελθόντος, εἰς τὸν «ἐπὶ ἐνοικίῳ» μικρὸν τοῦτον Ναόν, ἔχοντες ὅμως μαζί μας τὸν Ἔνοικον, δηλαδὴ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἵνα κατὰ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον εἴπωμεν, καὶ ἀκούομεν τὴν «φωνὴν τὴν μεγάλην», ἀσφαλῶς ἰσχυροτέραν σάλπιγγος.
Διὰ τοῦτο καὶ δὲν θὰ ὁμιλήσωμεν ἡμεῖς. Θὰ δώσωμεν τὸν λόγον εἰς τὸν γνωστὸν λογοτέχνην Ἀλέξανδρον Μωραϊτίδην, περιγράφοντα τὴν παλαιὰν Ἁγίαν Φωτεινὴν τῆς «Μασσαλίας τῆς μικρασιατικῆς ἀκτῆς», τῆς «πρωτοπολιτείας τῆς Ἀνατολῆς», τῆς νύμφης καὶ πρωτευούσης τῆς Ἰωνίας Σμύρνης. Γράφει, λοιπόν, μὲ ἔντονον τὴν καὶ σήμερον ἰσχύουσαν προφητικὴν ἀλληγορίαν, τὸ ἔτος 1898: «Διακρίνω τὸ περίφημον κωδωνοστάσιον τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς• ἕνα πάλλευκον καὶ πολυσύνθετον κομψὸν οἰκοδόμημα μὲ ὡραῖα λευκὰ μάρμαρα, μὲ κίονας καὶ κιονίσκους καὶ τόξα καὶ τοξίδια, μὲ εὔμορφα γεγλυμμένα στολίσματα, ὅπου ἀλλοῦ πουθενὰ δὲν ἔχω ἰδεῖ. Ἂς εἰσέλθωμεν, λοιπόν, εἰς τὴν Μητρόπολιν τῆς Σμύρνης. Μεγάλη, δενδροφυτευμένη, ἀνθόσπαρτος καὶ δροσόλουστος πλατεῖα, μὲ πλατάνους χλοεροὺς καὶ εὐώδεις βασιλικούς, περικλείει τὸν σεπτὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, ταπεινὸν ἔξωθεν, εὐτελῆ, ἄνευ τρούλλου, πλὴν γέμοντα ἔνδον ἀρχαιότητος, καλλιτεχνημάτων καὶ κατανύξε-ως... . Ὅταν ἐκτίζετο εἶχεν ἀπαγορευθῆ ὑπὸ τοῦ Σουλτάνου ἡ ἀνακαίνισις ἢ ἡ ἀνέγερσις Ναῶν ὑπὸ τῶν ρωμηῶν. Ὅμως οἱ Σμυρναῖοι κατώρθωσαν νὰ λάβουν μίαν ἄδειαν, ἰσχύουσαν διὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας. Ἑκατὸ κτίσται, λοιπόν, μὲ βοηθοὺς ἄλλους τόσους, θεμελιωθέντος τοῦ Ναοῦ, εἰργάζοντο καὶ τὰς νύκτας ἀκόμη, ἵνα καταστῇ δυνατὸν νὰ τελειωθῇ ὁ Ναὸς ἐντὸς τῆς ὁρισθείσης προθεσμίας. Ὅπερ καὶ κατωρθώθη. Ὅμως παρέμεινε μέρος αὐτοῦ, πρὸς τὸν Νάρθηκα, ἄστεγον. Ἐπειδὴ δὲ ἐξημέρωνε Κυριακή, καὶ εἶχεν ἀποφασισθῆ νὰ γίνουν τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ κατ᾿ αὐτὴν τὴν ἡμέραν, καὶ νὰ τελεσθῆ ἡ πρώτη Λειτουργία, ἐστέγασαν τὸ μέρος ἐκεῖνο μὲ μουσαμᾶν. Πλῆθος, λοιπόν, κόσμου, ὅλοι οἱ εὐλαβεῖς Σμυρναῖοι, ἄρχοντες καὶ ἐργατικοί, καὶ οἱ τῶν διαφόρων Ἰσναφίων, ἐπλήρωσαν τὸν Ναόν, μὲ χαρὰν ἀπερίγραπτον εἰς τὰ πρόσωπα ὅλων. Αἴφνης ὅμως μία θύελλα, μία λαῖλαψ ἐπισυμβᾶσα, ἀνέτρεψε τὸν μουσαμᾶν, βροχὴ δὲ ραγδαία ἐπακολουθήσασα κατεπλημμύρισε τὸν Ναόν. Ὅμως, τοῦτο εἶναι τὸ θαυμαστόν, κανεὶς δὲν μετεκινήθη ἀπὸ τὴν θέσιν ἕως τέλους τῆς Θείας Λειτουργίας...».
Ἡμεῖς σήμερον, καὶ πάλιν ἐν «ἡμέρᾳ Κυριακῇ», κατὰ τὴν ὁποίαν ἀναγινώσκεται ἡ παραβολὴ τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου περὶ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, ἐκκλησιαστικοὶ καὶ πνευματικοὶ λειτουργοὶ καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί, κεκοπιακότες ἀπὸ τῆς τύρβης τῶν καθ᾿ ἡμέραν μεριμνῶν τοῦ βίου, ἐνίοτε δὲ καὶ ἀπεγνωκότες, ἀπεγνωσμένοι, ὑπὸ τὴν πίεσιν τῶν γεγονότων τῶν ὀδυνηρῶν, τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν λογισμῶν τῆς παρούσης, ὡς ἀφρὸς θαλάσσης παρερχομένης καὶ διαλυομένης, βιολογικῆς ὑπάρξεώς μας, προσφέρομεν εἰς τὸν Κύριον τὰ Αὐτοῦ: «Τὰ Σὰ ἐκ τῶν Σῶν, Σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα», μεμνημένοι «πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Τάφου, τῆς Τριημέρου Ἀναστάσεως, τῆς οὐρανοὺς ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν καθέδρας, τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν παρουσίας». Δηλαδή, ζῶμεν τὸ χθές, τὸ σήμερον καὶ τὸ αὔριον τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας ἐν ἐμπιστοσύνῃ εἰς τὸν Κύριον.
Εἰς τὴν Σμύρνην, εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, πέριξ τοῦ ὁποίου «ζῇ καὶ κινεῖται» ἡ Ὀρθόδοξος Κοινότης τῆς πόλεως ταύτης, σήμερον ἱερουργοῦμεν τὸ Μυστήριον τῆς ζωῆς καὶ μεταλαμβάνομεν τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου. Πέριξ τοῦ Ἱεροῦ τούτου Ναοῦ λειτουργεῖ, ἡμετέρᾳ Πατριαρχικῇ μερίμνῃ, ἀπὸ διετίας περίπου, Ὀρθόδοξος Κοινότης, εἰς τὴν ὁποίαν διακονεῖ ὡς Ἱερατικῶς Προϊστάμενος αὐτῆς ὁ Ὁσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου κ. Κύριλλος Συκῆς, κληρικὸς μὲ πολυετῆ καρποφόρον δρᾶσιν εἰς τὴν Λέσβον, μὲ ζῆλον καὶ μὲ ἱεραποστολικὸν φρόνημα, μὲ ὑποδειγματικὴν ἀφοσίωσιν εἰς τὸ Οἰκουμενικόν μας Πατριαρχεῖον, τὸν ὁποῖον συγχαίρομεν καὶ εὐχαριστοῦμεν πατρικῶς διὰ τοὺς κόπους του, καὶ τοῦ ἐκφράζομεν ἀμέριστον καὶ ὁλόθυμον τὴν Πατριαρχικήν μας εὐαρέσκειαν. Εὐχαριστοῦμεν τῷ Κυρίῳ καὶ ἑαυτοῖς καὶ ἀλλήλοις, διὰ πάντα καὶ κατὰ πάντα καὶ συγχαίρομεν πάντας τοὺς κοπιῶντας εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦτον.
Εἰς τὸν ναὸν τοῦτον προσευχόμεθα ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν τῶν προαπελθόντων Ὀρθοδόξων πατέρων καὶ ἀδελφῶν μας, καὶ ἀτενίζομεν μετ᾿ ἐλπίδος καὶ ἀγαθῆς προσδοκίας –εὐχόμεθα νὰ μὴ διαψευσθῶμεν- τὸ μέλλον τῆς ὀρθοδόξου παρουσίας καὶ μαρτυρίας ἐν Σμύρνῃ, ἐν Ἰωνίᾳ καὶ γενικώτερον ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ, ἀμέσῳ κανονικῇ δικαιοδοσίᾳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἑρμηνεύοντες τὰ «σημεῖα τῶν καιρῶν», τὰ ἐπιτρέποντα τὴν ἐγκατάστασιν ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ πολλῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ἀνεξαρτήτως ἐθνικῆς καὶ φυλετικῆς καταγωγῆς, εἰς ἀπόδειξιν τῆς παγκοσμιότητος τοῦ κηρύγματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἰς τοῦτο συντελεῖ καὶ ἡ Εὐρωπαϊκὴ προοπτικὴ τῆς Τουρκίας, τῆς ὁποίας τὴν πλήρη ἔνταξιν εἰς τὴν Εὐρωπαϊκὴν Ἕνωσιν εὐχόμεθα καὶ ὑποστηρίζομεν ἐκθύμως.
Πατέρες καὶ ἀδελφοί,
Θὰ ἠθέλαμε νὰ κατακλείσωμεν τὸν λόγον διὰ τῆς ἀναφορᾶς εἰς τρία πρόσωπα, συνδεθέντα κατὰ τὴν ἐπίγειον ζωήν των μὲ τὴν Σμύρνην καὶ τὴν εὐρυτέραν περιοχήν της:
Πρῶτον τὸν Ἠλίαν Βενέζην τὸν Κυδωνιέα, ἐκ τῶν σημαντικω-τέρων συγγραφέων τῆς περιόδου τοῦ 1930, ὁ ὁποῖος «ἔζησε τὴν αἰχμαλωσία καὶ τὸν ξεριζωμό», καὶ ὁ ὁποῖος εἰς ὅλα σχεδὸν τὰ ἔργα του ἀναφέρεται εἰς ἀναμνήσεις ἐκ τῆς ζωῆς τῶν ὀρθοδόξων ρωμηῶν ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ, «γιὰ τὸ τί εἶχαν καὶ τί ἔχασαν». Ἀναφέρεται εἰς τὴν εἰρηνικὴν συμβίωσιν τῶν ρωμηῶν μὲ τοὺς τούρκους εἰς τὴν «Αἰολικὴν γῆν» του, περιγράφει εἰς τὴν «Γαλήνην» του τὰ ὄνειρα καὶ τὸν εὐδαιμονικὸν τρόπον ζωῆς, ποὺ διεταράχθη «ἀπὸ τὸν πυροβολισμὸ ποὺ σήμανε τὸν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», καὶ εἰς τὸ ἔργο του «Μικρασία, Χαῖρε» σημειώνει: «Στὰ ἐφηβικά μου χρόνια ἡ μοῖρα μου ἦταν νὰ βρεθῶ μὲς στὴν πύρινη ζώνη τῆς καταστροφῆς ἐκείνης. Ἡ ζωή μου συνδέθηκε μὲ αὐτὰ τὰ συμβάντα ποὺ σφράγισαν τὴν μοῖρα μου σὰν συγγραφέα: Τὰ περισσότερα βιβλία μου ἔγιναν χρονικὸ καὶ ἀφιέρωμα στὸ δρᾶμα τῆς Μικρασίας».
Μαζὶ μὲ τὸν Βενέζη ἀναφέρομεν καὶ τὸν σμυρναῖο ποιητὴ Γιῶργο Σεφέρη (1900-1971), εἰς τὰ ποιήματα τοῦ ὁποίου διακρίνεται «ἡ νοσταλγία διὰ τὴν πατρίδα ποὺ χάθηκε, καθὼς καὶ τὰ ἐπακόλουθα τοῦ πολέμου, ἡ πίκρα καὶ ἡ δυστυχία». Καί, τέλος, καταλήγομεν, μὲ τὴν ἔγκυρον σατιρικὴν ἐφημερίδα τῆς Σμύρνης: «Κόπανος, ὁ Ρωμηὸς τῆς Σμύρνης», τοῦ Γεωργίου Ἀναστασιάδου, ἡ ὁποία ἡρμήνευε τὰ γεγονότα, «σατιρικῶς» καὶ «πραγματικῶς», μὲ ἁπτὰ «καθημερινὰ συμβάντα», ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς ἐπισήμου κρατικῆς γραμμῆς τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τοῦ τοπικοῦ κοινοτικοῦ πνεύματος, τὸ ὁποῖον στηρίζεται ὑπὸ τῶν κατοίκων ἀνεξαρτήτως ἐθνικῶν καταβολῶν...
Τὰς μνήμας αὐτὰς καὶ τὰς ἀναμνήσεις ἠθελήσαμεν, ἀντὶ παντὸς ἄλλου κηρυγματικοῦ ἢ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου, νὰ μοιρασθοῦμε, ἀδελφοί, μαζί σας, διότι ἡ συγκίνησις τῆς μνήμης τῶν γεγονότων ἐκείνων μᾶς συγκλονίζει προσωπικῶς, πεποίθαμεν δὲ καὶ ὅλους σας. Ὅλα δὲ αὐτὰ τὰ ἀναφέρομεν ἐν τῷ φωτὶ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ζωῆς χορηγοῦ καὶ κυριεύοντος τοῦ θανάτου.
Ἂς παρηγορηθοῦν, λοιπόν, αἱ ψυχαὶ τῶν χιλιάδων νεκρῶν μας, τοὺς ὁποίους δὲν λησμονοῦμεν. Οἱ Ἱεροὶ τάφοι των «κρατοῦν ἄξια τὰ τιμημένα ἐδάφη τῆς Ἀνατολῆς. Εἶναι οἱ ματωμένοι τίτλοι τῆς θυσίας» (Γεώργιος Σεφέρης). Ἐδῶ, εἰς τὴν Σμύρνην, «ξαγρυπνᾶ ἀπὸ τὴν θεϊκὴ προσταγή, ἀκοίμητος φρουρός, ἡ Ἁγία Φωτεινὴ καὶ ἡ μνήμη. Εἶναι οἱ ἀκρίτες τῆς αἰωνιότητος, ἀθάνατοι στὶς καταπτώσεις καὶ τὶς συμφορές.....», γεγονὸς τὸ ὁποῖον μαρτυροῦν οἱ στίχοι τοῦ ποιήματος «Τὸ στερνὸ καράβι» τοῦ ἀγνώστου ποιητοῦ: «... Ὅλα τὰ χάσαμε..! Καὶ μόνο φόρτωσε τὸ πιὸ στερνὸ καράβι, τὴν ὥρα τοῦ χαμοῦ.... Φόρτωσε τὴν Ἐλπίδα τοῦ ξαναγυρισμοῦ!!!. Ἔλα...χρυσὸ καράβι, ἔλα ξεφόρτω-σε!». Ἐν κατακλεῖδι προσθέτομεν προσευχητικῶς: Ἔλα, ξεφόρτωσε, Χριστέ, εἰς τὴν Σμύρνην καὶ εἰς τὴν Ἰωνίαν καὶ εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, ὅπως σήμερα καὶ εἰς τὸ μέλλον, τὴν πίστιν, τὴν ἐλπίδα, τὴν ὀρθόδοξον ζωὴν καὶ μαρτυρίαν, πρεσβείαις τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς καὶ πάντων τῶν Ἁγίων τῶν ἐνταῦθα διαλαμψάντων. Ἀμήν.