Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος Σκηνούριος, μία ἀπό τίς ἐπιφανέστερες μορφές τῆς Κῶ, ἔζησε τόν 11ο αἰῶνα. Ἦταν γόνος πολύ πλούσιας οἰκογένειας μέ μεγάλη κτηματική περιουσία. Ἀπό τή νεότητά του ἀγάπησε τή ζωή τῆς ἀσκήσεως, ἐγκατέλειψε τόν κόσμο καί ἔγινε μοναχός.
Ἀξιοποιώντας τήν πατρική του περιουσία φρόντιζε τήν οἰκογενειακή Μονή στή Στρόβιλο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὅταν γνώρισε τόν Ὅσιο Χριστόδουλο Λατρηνό ἐκτίμησε τήν πνευματικότητά του καί τόν κάλεσε ὡς Ἡγούμενο στή Μονή του στή Στρόβιλο, ὅπου ἔμεινε περίπου ἕνα ἔτος.
Σύντομα τοῦ ζήτησε νά μετακινηθεῖ στήν Κῶ, ὅπου τόν προέτρεψε νά διαλέξει τόπο, ἀνάμεσα στά κτήματα πού τοῦ ἀνῆκαν, καί ἐκεῖ νά οἰκοδομήσει νέα μεγάλη Μονή. Πράγματι, ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ἔφτασε στήν Κῶ καί περιηγήθηκαν μαζί τό νησί. Τελικά, ἐπέλεξε τόν λόφο τοῦ «Πηλέ» (τό σημερινό Παλαιό Πυλί), ὅπου ὑπῆρχε παλαιό βυζαντινό κάστρο, καί οἱ ἐργασίες γιά τήν ἀνέγερση τῆς νέας Μονῆς, ξεκίνησαν ἀμέσως.
Μόλις ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος Σκηνούριος βεβαιώθηκε ὅτι παρέδωσε τό ἔργο οἰκοδομήσεως τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Καστριανῶν στά στιβαρά καί ἄξια χέρια τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου ἔφυγε νύχτα γιά νά πάει στήν Ἱερουσαλήμ. Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή καί ἔπειτα οἱ πηγές δέν ἀναφέρουν κάποια πληροφορία γι᾿ αὐτόν. Ἀπό ἔμμεσες ἀναφορές στά κείμενά του συμπεραίνουμε ὅτι ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος θεωροῦσε πώς ζοῦσε τουλάχιστον μέχρι τό 1093 (ἔτος ἐκδημίας τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου).
Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος συνέχισε μόνος του τό ἔργο ἀνεγέρσεως τῆς νέας μεγάλης Μονῆς, τήν ὁποία ἀφιέρωσε στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἔχοντας βαθιά γνώση τῆς πνευματικῆς ἀξίας τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου, τόν περίμενε μέχρι τό τέλος τοῦ βίου του. Μάλιστα, στήν Ἡγουμενία τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, πού οἰκοδόμησε στήν Πάτμο μετά τήν ἀναχώρησή του ἀπό τήν Κῶ, ἤθελε νά τόν διαδεχθεῖ ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος, διότι γνώριζε ὅτι ἡ νῆσος Πάτμος τοῦ εἶχε παραχωρηθεῖ ὡς ἀντάλλαγμα γιά τή μεταβίβαση στό αὐτοκρατορικό ταμεῖο τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς τῆς Παναγίας τῶν Καστριανῶν στήν Κῶ, τά ὁποῖα τοῦ εἶχε προσφέρει ὁ Κῶος Ὅσιος Ἀρσένιος.
Στήν «Ὑποτύπωσιν», κείμενο τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου μέ συμβουλές καί ὑποδείξεις πρός τούς μοναχούς τῆς Πάτμου, σώζεται θερμή περιγραφή τῆς ἁγιασμένης μορφῆς τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου. Ἡ περιγραφή αὐτή δείχνει τό ὑψηλότατο πνευματικό ἐπίπεδο τοῦ Κώου Ὁσίου, ὑπογραμμίζει πόσο τόν ἐκτιμοῦσε ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος καί βοηθᾶ νά κατανοήσουμε τήν ἀνυπολόγιστη σημασία τῆς προσφορᾶς του στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τήν Κῶ, καί στήν ἀνάπτυξη τοῦ μοναχισμοῦ στήν εὐρύτερη περιοχή. Γράφει, λοιπόν, ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ὅτι ἦταν «ἀνὴρ εὐλαβής, θεοφιλὴς τὸν τρόπον, ἐπιεικὴς τὴν γνώμην, σεμνὸς τὸ εἶδος, τὸ ἦθος κόσμιος» (Σέ νεοελληνική ἀπόδοση τό ἀπόσπασμα αὐτό θά μποροῦσε νά ἀποδοθεῖ ὡς ἑξῆς: Ἦταν ἄνδρας εὐλαβής, πού μέ τή σκέψη καί τόν καθημερινό τρόπο τῆς ζωῆς του ἔδειχνε νά σέβεται καί νά ἀγαπᾶ τόν Θεό, μέ συνετή καί μετρημένη κρίση καί βούληση, ἡ ἐξωτερική εἰκόνα τοῦ ὁποίου ἔδειχνε σεμνότητα καί πνευματική σοβαρότητα, κόσμιος καί σώφρων σέ ὅλα τά χαρακτηριστικά του).
Ὁ Ἱερός Ναός τῆς Παναγίας τῶν Καστριανῶν οἰκοδομήθηκε τό 1080, σώζεται ἀκέραιος μέχρι σήμερα καί εἶναι ἁγιογραφημένος μέ θαυμάσιες τοιχογραφίες. Πανηγυρίζει τήν ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου (2 Φεβρουαρίου) καί συγκεντρώνει πλῆθος προσκυνητῶν, οἱ ὁποῖοι παραμένουν στήν περιοχή ὅλο τό βράδυ ἀνάβοντας φωτιές γιά νά ζεσταθοῦν. Μετά τόν Ἀρχιερατικό Ἑσπερινό προφέρονται στούς προσκυνητές λουκουμάδες. Ἀνήμερα, μετά τήν Ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία, παρατίθεται ἑορταστική τράπεζα σέ ὅλους τούς παρισταμένους. Τά τελευταῖα χρόνια ἔχει ἀποκατασταθεῖ τό παλαιό ἀγροτόσπιτο, ὅπου διέμενε ὁ μοναχός πού φρόντιζε τούς κήπους τῆς Μονῆς καί σέ αὐτό διανυκτερεύει ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κώου καί Νισύρου κ. Ναθαναήλ μετά τόν Ἑσπερινό. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ξαναζωντανεύει ἡ Μονή τῆς Παναγίας καί τό Παλαιό Πυλί.
Στό ὄρος Δίκαιος σώζονται ἡ Ἱερά Μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος καί ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Θεολόγου (τοῦ Βουνοῦ) πού οἰκοδομήθηκαν καί αὐτές ἀπό τόν Ὅσιο Ἀρσένιο. Ἐπίσης μέ τόν Ὅσιο Ἀρσένιο Σκηνούριο συνδέεται ἡ Ἱερά Μονή τῶν Σπονδῶν στή Ζιᾶ τῆς Κῶ, ἀπό τήν ὁποία σήμερα σώζεται μόνο τό Καθολικό, ὁ Ἱερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου, ὁ ὁποῖος λειτουργεῖ ὡς Ἐνοριακός Νάος τοῦ χωριοῦ
Ἐπίσης, στό ὄρος Σύμπετρο, κοντά στήν πόλη τῆς Κῶ, ὑπάρχει ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Προφήτου Ἠλιού πού συνδέεται καί αὐτή μέ τόν Ὅσιο Ἀρσένιο. Δίπλα στόν Ναό διασώζεται παλαιό κελλί, πηγή νεροῦ καί μερικά μέτρα μακριά του ὑπάρχει ἀκόμη ἡ βίγλα (= τό παρατηρητήριο) τῆς Μονῆς. Ἀκόμη καί σήμερα τό μικρό αὐτό μοναστικό συγκρότημα διατηρεῖ τό ὄνομα «Σκηνούριον Κάθισμα».
Ἀπολυτίκιον Ὁσίου Ἀρσενίου Σκηνουρίου
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τό ἦθός τε κόσμιος καί πρός τό εἶδος
σεμνός, τῶν Κώων διδάσκαλος
καί μοναστῶν ἀρωγός, ἐδείχθης Ἀρσένιε·
ὅθεν τοῦ Χριστοδούλου τούς ἐπαίνους
βαστάσας, κτήσεις τάς πατρικάς σου
προσενέγκας Ὁσίῳ·
διό Σκηνουρίου σοφοῦ,
ὡς ὀφληταί μνημονεύομεν.
α.μ.
Ὁ Ἅγιος θεοφόρος πατήρ ἡμῶν Μελίφρων, Ἐπίσκοπος Κώου, ἦταν ἕνας ἀπό τούς 318 Πατέρες πού συμμετεῖχαν στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού ἔγινε τό 325 μ.Χ. στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας καί ἀντιμετώπισε μέ ἐπιτυχία τήν αἱρετική διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος θεωροῦσε τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ κτίσμα καί ὄχι Θεό, ὅρισε τήν ἡμέρα ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, ἐξέδωσε κανόνες καί διετύπωσε τά πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, πού χρησιμοποιοῦμε ἀκόμη καί τό ὁποῖο ὁλοκληρώθηκε στή Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.
Στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἔλαβαν μέρος ἁγιασμένες μορφές τῆς Ἐκκλησίας μας ὅπως ὁ Ἅγ. Νικόλαος, ὁ Ἅγ. Σπυρίδων, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Ἅγ. Εὐστάθιος Ἀντιοχείας, ὁ Ὅσιος Κορδούης κ.ἄ. Οἱ Πατέρες πού συμμετεῖχαν σέ αὐτή εἶναι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας καί τιμῶνται τήν Κυριακή πρό τῆς Πεντηκοστῆς μέ ἰδιαίτερη ἀκολουθία ἀποτελούμενη ἀπό βαθύτατα θεολογικούς ὕμνους πού μᾶς διδάσκουν τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου.
Γιά τόν Ἅγιο Μελίφρονα δέν διαθέτουμε πολλά βιογραφικά στοιχεῖα. Διακρινόταν γιά ἁγιότητα βίου καί βαθιά θεολογική κατάρτιση. Ὅταν συνεκλήθη ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἦταν Ἐπίσκοπος στήν Κῶ καί βρισκόταν σέ πλήρη ἀκμή. Ἐκτιμοῦμε ὅτι γεννήθηκε τό δεύτερο μισό τοῦ 3ου μ.Χ. αἰῶνα καί ὅτι ἐκοιμήθη λίγα χρόνια μετά τήν ὁλοκλήρωση τῆς Συνόδου.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἱεράρχου
Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Τῶν Κώων σέ πρόεδρον καί Ἱεράρχην
σοφόν, τοῦ Παύλου διάδοχον καί τοῦ
Χριστοῦ μιμητήν, γεραίρομεν ἅπαντες.
ὅθεν ὑπερμαχήσας ἀληθείᾳ γενναίως
ἅπασαν καθαιρέσας τοῦ Ἀρείου τήν πλάνην.
τῶν σέ εὐφημούντων πιστῶς,
Μελίφρων μνημόνευε.
α.μ.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Γραβανός, ὁ ὁποῖος ἑορτάζει στίς 22 Ἀπριλίου, γεννήθηκε στή Νίσυρο. Ἀνῆκε στούς Κολλυβάδες, ὅπως ἀποκαλοῦνταν εἰρωνικά οἱ Ἁγιορεῖτες μοναχοί πού ὑποστήριζαν ὅτι τά μνημόσυνα δέν πρέπει νά τελοῦνται Κυριακή, γιατί ἔτσι καταλύεται ὁ ἀναστάσιμος χαρακτήρας τῆς ἡμέρας, ἀλλά Σάββατο, τό ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένο στούς κεκοιμημένους.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὅταν, μαζί μέ πολλούς ἄλλους Κολλυβάδες, ἐκδιώχθηκε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, κατέφυγε, ἀρχικά, στήν Πάτμο καί ἀργότερα πέρασε στούς Λειψούς, ὅπου ἔκτισε ἐρημητήριο πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου.
Ἐξαιτίας τῶν πειρατικῶν ἐπιδρομῶν σύντομα ἀναγκάσθηκε νά ἐγκαταλείψει τό νησί καί ἐπέστρεψε στήν Πάτμο, ὅπου συνάντησε τόν Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ, Ἐπίσκοπο Κορίνθου, ὁ ὁποῖος ἀσκοῦνταν στό Κάθισμα τῶν Ἁγίων Πάντων πού εἶχε ἱδρύσει στόν λόφο τῆς Κουμάνας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος παρέμεινε μαζί του γιά λίγο καί ἔπειτα πῆγε σέ ἄλλο μέρος τοῦ νησιοῦ, στήν περιοχή Γραβᾶ, ὅπου ἐγκαταστάθηκε.
Τά χαρίσματά του γρήγορα τόν ἔκαναν γνωστό ὡς πνευματικό, ἐνῶ ὑπάρχει παράδοση, ὅτι κάποια στιγμή τόν ἐπισκέφθηκε ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ἀργότερα πῆγε στήν Ἰκαρία, ὅπου ἐκοιμήθη τό ἔτος 1812.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Νισύρου τὸν γόνον,
καὶ τῆς Πάτμου κοσμήτορα, τὸν ἐν μονασταῖς γνωρισθέντα,
ἐν ὑστέροις ἐπίσημον, Γρηγόριον ὑμνήσωμεν πιστοί,
ὡς θεῖον μυστιπόλον ἀρετῶν, καὶ θεόπνουν εὐσεβείας ὑφηγητὴν,
βοῶντες ἐν κατανύξει. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ,
δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι,
δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, χάριν ἡμῖν καὶ ἔλεος.
Μὲ παλλαϊκὲς ἐκδηλώσεις σεβασμοῦ καὶ εὐλάβειας ὁ λαὸς τῆς Κῶ ὑποδέχθηκε τὴν Αὐτοῦ Θειοτάτη Παναγιότητα τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ. κ. Βαρθολομαῖο τὸ πρωῒ τῆς 21ης Ὀκτωβρίου 1994.
Προερχόμενος ἀπὸ τὴν Κάλυμνο, συνοδευόμενος ἀπὸ πολλὰ πλοιάρια, τὰ ὀποῖα ἄναβαν φωτοβολίδες καὶ κόρναραν συνεχῶς, ὁ Παναγιότατος, ἐπιβαίνοντας σὲ θαλαμηγό, εἰσῆλθε στὸ λιμάνι τῆς Κῶ.
Παρὰ τὶς δυσμενεῖς καιρικὲς συνθῆκες, ἑκατοντάδες Κῶοι, ἀπὸ τὴν πόλη ἀλλὰ καὶ τὰ χωριά, ἦλθαν γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦν τὴν κεφαλὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸν Πατέρα τοῦ Γένους καὶ τοῦ Ἔθνους, τὸν ταγμένο νὰ «φυλάει Θερμοπύλες», στὶς ἀντίξοες συνθῆκες τῆς ἄλλοτε Βασιλεύουσας.
Ἡ ὑποδοχὴ ἦταν πρωτοφανής, γιατί, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ἦταν μία ἀπὸ τὶς πρῶτες ἐπισκέψεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη κ. κ. Βαρθολομαίου στὴν Ἑλλάδα.
Γι' αὐτὸ τὸ σκοπὸ εἶχαν φθάσει στὴν Κῶ δεκάδες κυβερνητικοὶ ἀξιωματοῦχοι, μητροπολῖτες ἀπὸ ἄλλα νησιὰ τῆς Δωδεκανήσου καὶ ἀνώτατοι στρατιωτικοί.
Μὲ τὴν ἄφιξη τῆς θαλαμηγοῦ στὸ λιμάνι τῆς Κῶ ὁ Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης τοῦ νησιοῦ κ. Αἰμιλιανὸς ἀνῆλθε σὲ αὐτὴ καὶ χαιρέτησε τὸν Παναγιώτατο εὐχηθεὶς σὲ Αὐτὸν τὸ «ὡς εὖ παρέστη», ὑποβάλλοντας ταυτόχρονα καὶ τὰ σέβη τοῦ ποιμνίου του.
Κατὰ τὴν ἀποβίβαση ὑπεδέχθη τὸν Παναγιώτατο ἐκ μέρους τοῦ Πρωθυπουργοῦ καὶ τῆς Κυβερνήσεως ὁ Ὑπουργὸς τῶν Ἐξωτερικῶν κ. Κάρολος Παπούλιας.
Παρόντες ἦταν ὁ Ὑπουργὸς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων κ. Γεώργιος Παπανδρέου, ὁ Ὑπουργὸς Ὑγείας-Πρόνοιας κ. Δημήτριος Κρεμαστινός, ὁ Ὑπουργὸς Ναυτιλίας κ. Γεώργιος Κατσιφάρας, ὁ Ὑπουργὸς Τύπου κ. Εὐάγγελος Βενιζέλος, ὁ Ὑφυπουργὸς Ἐξωτερικῶν κ. Γ. Νιώτης, ὁ Ὑφυπουργὸς Τύπου κ. Τηλέμαχος Χητήρης, ὁ πρόεδρος τῆς Πολιτικῆς Ἀνοίξεως κ. Ἀντώνιος Σαμαρᾶς μετὰ τῆς συζύγου του, ὁ Διοικητὴς τῆς ΑΣΔΕΝ Στρατηγὸς Σπυρίδωνος, καθὼς καὶ ὅλες οἱ Πολιτικὲς καὶ Στρατιωτικὲς Ἀρχὲς τοῦ νησιοῦ.
Ἀπὸ τὴν προηγουμένη εἶχε ἔλθει στὴν Κῶ εἰδικὰ διὰ νὰ ὑποδεχθεῖ καὶ νὰ συναντήσει τὸν Ἀρχηγὸ τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ Ἐξοχώτατος Πρωθυπουργὸς κ. Ἀνδρέας Παπανδρέου, συνοδευόμενος ἀπὸ τὴ σύζυγό του.
Ἐπίσης, στὴν ὑποδοχὴ παρέστησαν ὁ Ἀρχηγὸς τοῦ Λιμενικοῦ Σώματος Ἐμμανουὴλ Πελοποννήσιος, ὁ Ἀρχηγὸς τῆς Ἀστυνομίας Ἐμμανουὴλ Χουρδάκης, ὁ Ταξίαρχος Πατεράκης, ὁ Διοικητὴς τῆς 50 ΑΔΤΕΑ Ταξίαρχος Ἐλευθέριος Σταμάτης, ὁ Πρόεδρος Πρωτοδικῶν, ὁ Εἰσαγγελέας, τὰ μέλη τοῦ Δημοτικοῦ Συμβουλίου μὲ τὸν Πρόεδρο κ. Μιλτιάδη Φάκο, οἱ Πρόεδροι τῶν διαφόρων Συλλόγων, Συνδέσμων τῆς Κῶ. Ὁ ἄρχων Μ. Λογοθέτης καὶ Μ. Εὐεργέτης τοῦ Πατριαρχείου κ. Παναγιώτης Ἀγγελόπουλος. Οἱ ἐκπρόσωποι τῶν διάφορων Ἐφημερίδων, Περιοδικῶν καὶ τῶν Τηλεοπτικῶν καὶ Ραδιοφωνικῶν Σταθμῶν τῆς Ἑλλάδας καὶ ξένων χωρῶν.
Ὁ δήμαρχος Κῶ κ. Κώστας Καΐσερλης, ὑποδεχόμενος τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, μπροστὰ στὸ δημαρχεῖο εἶπε τὰ ἑξῆς:
«Παναγιώτατε, δεχόμαστε σήμερα στὸ νησί μας τὸν ἡγέτη τῆς Ὀρθοδοξίας.
Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ κρίση τῶν ἀξιῶν καὶ τῶν ἰδεολογιῶν κυριαρχεῖ, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀναζητεῖ ἀπαντήσεις στὰ ὑπαρξιακά του προβλήματα, σὲ αἱρέσεις καὶ κινήματα, ἀρρωστημένης θρησκευτικότητας, ἡ παρουσία σας στὸ χῶρο τῆς Παιδείας ἔχει ἐξαιρετικὴ σημασία. Ἐμψυχώνει τοὺς ἐκπαιδευτικούς, στὸ δύσκολο ἔργο τους καὶ παράλληλα ἐπηρεάζει καὶ ἐνισχύει τὴ στροφὴ τῶν νέων μας στὶς ρίζες τους.
Ἰδιαίτερα, ἐμεῖς οἱ Δωδεκανήσιοι, αἰσθανόμαστε ὑπερήφανοι γιὰ τὴν ἄμεση ἐξάρτηση τῆς ἐκκλησίας μας ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο, τὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ Βυζάντιο. Σᾶς εὐχαριστοῦμε γιὰ τὴν μεγάλη τιμὴ ποὺ μᾶς κάνατε. Παρακαλοῦμε νὰ μᾶς δώσετε τὶς πατρικές σας εὐλογίες.»
ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΥ ΘΕΙΟΤΑΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΚΩ
(21 Ὀκτωβρίου 1994)
Ἱερώτατε καὶ προσφιλέστατε ἐν Χριστῷ ἀδελφὲ ἅγιε Κώου, κύριε Αἰμιλιανέ, Ἐξοχώτατοι, Ἐντιμότατε κύριε Δήμαρχε, Τέκνα ἐν Κυρίῳ πεφιλημένα.
Μετὰ πολλῆς χαρᾶς ἐπισκεπτόμεθα τὴν νῆσον Κῶ καὶ μετὰ περισσῆς συγκινήσεως ἀποβιβαζομεθα εἰς τὸν ἱστορικὸν τοῦτον τόπον, ὁ ὁποῖος δικαιώτατα ἀποκαλεῖται καὶ ὄντως εἶναι ἡ πατρὶς τῆς εὐρωπαϊκῆς ἰατρικῆς. Ἡ πλέον ἀνθρωπιστικὴ τῶν ἐπιστημῶν τοῦ ἀνθρώπου ἐγνώρισε τὸ φῶς εἰς τὴν νῆσον Κῶ: ἡ ἰατρικὴ τῆς Εὐρώπης εἶναι ἔργον τοῦ Ἱπποκράτους, γνησίου τέκνου τῆς νήσου ταύτης, μυθικοῦ ἀπογόνου τοῦ Ἡρακλέους καὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ. Προηγουμένως, καὶ ἐπ' αὐτῆς τῆς νήσου Κώου, ἐθεμελιώθη ἡ ἰατρική, ὡς ἱερὰ θεραπευτικὴ ἀγωγὴ ὑπὸ τοῦ Ἀσκληπιοῦ καὶ συνεχίσθη διὰ τοῦ ἱερατικοῦ γένους τῶν Ἀσκληπιάδων. Ὁ Ἱπποκράτης ὡλοκλήρωσε διὰ τοῦ ἐπιστημονικοῦ ἔργου αὐτοῦ ὅ,τι ὁ Ἀσκληπιὸς ἤρχισε μυθολογικῶς διὰ τοῦ ἱερατικοῦ λειτουργήματος αὐτοῦ. Ἀπὸ τὰ βάθη τῆς μυθολογίας μέχρι τῶν ἀρχῶν τῆς ἱστορίας, εἴτε διὰ τῶν Ἀσκληπιάδων, εἴτε διὰ τῆς ἱπποκρατικῆς παραδόσεως, βέβαιον εἶναι ὅτι κοιτὶς τῆς ἰατρικῆς παραμένει διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ εἰς ἅπασαν τὴν πεπολιτισμένην ἀνθρωπότητα, ἡ νῆσος Κῶς. Κατόπιν τούτου, καθίσταται δικαιολογημένη ἡ συγκίνησις, ὁ σεβασμός, τὸ δέος καὶ ἡ χαρά, μεθ' ὧν ἐπισκεπτόμεθα τὴν νῆσον ταύτην.
Παρὰ τὰς περιδινήσεις τῆς ἱστορίας, τὴν ἔλευσιν καὶ τὴν παρέλευσιν τοσούτων κατακτητῶν, οἵτινες παρήλασαν ἐκ τῆς νήσου καὶ ἐσύλησαν αὐτὴν ἢ ἄλλοι ἐσεβάσθησαν αὐτήν, γεγονὸς παραμένει ὅτι διεσώθη ἀλώβητος ἡ ἀρχαιοτάτη ἀνθρωπιστικὴ παράδοσις τῆς ἱπποκρατικῆς ἰατρικῆς. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν παράδοσιν ὀφείλομεν ἅπαντες ἡμεῖς, σημερινοὶ κάτοικοι καὶ ἐπισκέπται, περιηγηταὶ καὶ προσκυνηταὶ τῆς νήσου Κώου, καὶ νὰ διαφυλάξωμεν, νὰ διαδώσωμεν καὶ νὰ προωθήσωμεν ἔτι περαιτέρω.
Χάρις εἰς τὴν παράδοσιν τῆς ἀνιδιοτελοῦς προσφορᾶς τῆς ἐπιστήμης εἰς τὸν ἄνθρωπον, κατέστη ἡ νῆσος αὕτη τὸ πρυτανεῖον τῆς ἰατρικῆς δι' ὁλόκληρον τὴν οἰκουμενικὴν ὑφήλιον καθ' ἅπασαν τὴν παγκόσμιον ἱστορίαν. Ὁ συνδυασμός, ἄλλωστε, θρησκείας καὶ ἐπιστήμης, ἰατρικοῦ καὶ ἱερατικοῦ λειτουργήματος, ἀπὸ τοὺς Ἀσκληπιάδες καὶ τὸν Ἱπποκράτην, λαμπρύνει ἔτι περισσότερον τὴν ἀνθρωπιστικὴν παράδοσιν τῆς νήσου, ἰδίως σήμερον, εἰς καιροὺς δύσκολους διὰ τὸν ἄνθρωπον καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, καθ' οὓς ἡ ἰατρικὴ ἀποβλέπει μονομερῶς εἰς τὴν ἴασιν τοῦ σώματος, ἀμελοῦσα τὴν ἀνάνηψιν τῆς ψυχῆς.
Ἡ ἱπποκρατικὴ παράδοσις ἐφρόνει ἄλλως, διὰ ταῦτα καί, ὁμοῦ μετὰ τοῦ αὐστηρῶς ἐπιστημονικοῦ χαρακτῆρος αὐτῆς, ἐφρόντιζε νὰ συνδυάζει ἁρμονικῶς τὴν σωματικὴν θεραπείαν μετὰ τῆς ψυχικῆς ἰάσεως, δι' ὃ προσέδιδεν ἱερατικὸν χρῖσμα εἰς τὸν ἰατρικὸν ὑπούργημα. Διὰ πάντα ταῦτα πιστεύομεν ὅτι ἐν τῷ μέλλοντι ἡ πεπολιτισμένη ἀνθρωπότης θὰ ἐγκύψῃ πάλιν εἰς τὰ διδάγματα τὰ ὁποῖα ἐξεπεμψεν ἡ νῆσος Κῶς πρὸ αἰώνων εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα.
Μὲ τοιαῦτα συναισθήματα καὶ παρομοίας σκέψεις, ἐπισκεπτόμεθα τὴν ὡραίαν καὶ κοσμοϊστορικὴν νῆσον Κῶ, εὐχαριστοῦντες πάντας ὑμᾶς διὰ τὴν φιλόφρονα ὑποδοχήν, τὴν ὁποίαν ἐπεφυλάξατε εἰς τὴν ἡμετέραν Μετριότητα καὶ ἐπευλογοῦντες, ἐκ βάθους καρδίας, πρὸς εὐόδωσιν παντὸς ἔργου ἀγαθοῦ.
Μετὰ τὴν ἐπίσημη ὑποδοχή, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, ἡ συνοδεία του, οἱ ἐπίσημοι καὶ τὸ συγκεντρωμένο πλῆθος, κατευθύνθηκαν στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγ. Νικολάου, ὅπου ἔγινε ἡ ἐπίσημη Δοξολογία.
Ὁ Οικουμενικὸς Πατριάρχης, κατὰ τὴ μονοήμερη παραμονή του στὴν Κῶ ἐπισκέφθηκε τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Κῶ (κτήριο Ἱπποκράτους), ὅπου εἶχε ἰδιαίτερη συνάντηση μὲ τὸν Πρωθυπουργὸ κ. Ἀνδρέα Παπανδρέου καὶ τὴ σύζυγό του Δήμητρα. Ὁ πρωθυπουργός, παρὰ τὰ σοβαρὰ προβλήματα ὑγείας ποὺ εἶχε, ταξίδεψε στὴν Κῶ, προκειμένου νὰ συναντήσει τὸν Παναγιώτατο καὶ νὰ ἔχει μαζί του μία ἰδιαίτερα θερμὴ συνομιλία.
Ὁ Παναγιώτατος ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς, τοῦ Ἁγ. Παύλου, τὸ Νοσοκομεῖο, τὸ Ἱπποκράτειο Λύκειο, τὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγ. Νεκταρίου καὶ τὸ Γηροκομεῖο.
Ἐπίσης, ἐπισκέφθηκε τὸ Ἰταλικὸ Προξενεῖο καὶ τὰ χωριὰ Ζηπάρι (Ἱερὸς Ναὸς Ἀναλήψεως), Ἀντιμάχεια (Ἱερὸς Ναὸς Ἁγίας Τριάδας) καὶ Καρδάμαινα (Ἱερὸς Ναὸς Γενεθλίων τῆς Θεοτόκου).
Στὰ ἐπίσημα γεύματα ανταλλάχθηκαν θερμὲς εὐχὲς καὶ ἀπονεμήθηκαν τιμητικὲς διακρίσεις.
Σὲ ἰδιαίτερη τελετὴ τὸ Δημοτικὸ Συμβούλιο Κῶ, μὲ ὁμόφωνη ἀπόφασή του ἀπὸ τὴν 31η Αὐγούστου 1994, ἀνακήρυξε τὸν Παναγιώτατο Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ. κ. Βαρθολομαῖο ἐπίτιμο δημότη τοῦ Δήμου Κῶ καὶ τοῦ ἀπένειμε τὸ χρυσὸ μετάλλιο τῆς πόλεως Κῶ.
Ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος εὐχαρίστησε τὸ Δήμαρχο καὶ ὅλα τὰ μέλη τοῦ Δημοτικοῦ Συμβουλίου ἀναφέροντας τὰ παρακάτω:
«Ἐντιμότατε καὶ ἀγαπητὲ κύριε Δήμαρχε,
Ἄρχοντες τῆς πόλεως καὶ τέκνα ἡμῶν ἐν Χριστῷ ἀγαπητά,
Ἡ ἀπονομὴ τῆς τιμητικῆς διακρίσεως ἐν τῷ προσώπῳ ἡμῶν, ἀντανακλῶσα τὰ αἰσθήματα τιμῆς τοῦ Κώου λαοῦ ἔναντι τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν ἡμεῖς ἀντιπροσωπεύομεν ὡς ἀδελφὸς καὶ πατὴρ ὑμῶν, εὑρίσκει ἰσότιμον καὶ ἀληθῆ ἀνταπόκρισιν παρ' ἡμῖν. Ἐν τούτοις ἡ διάκρισις αὕτη περιάγει ἡμᾶς εἰς μίαν ἰδιαιτέραν - καὶ δυσχερῆ θὰ ἐλέγομεν - κατάστασιν, κατὰ τὴν ὁποίαν δὲν δυνάμεθα νὰ ἐπιτύχωμεν τὴν ἰσηγορίαν, διότι εἰς τὴν πρᾶξιν τὴν εὔγλωττον τοῦ τιμῶντος, ὁ τιμώμενος ἀντιτάσσει λόγους, μὴ δυναμένους νὰ ἀποδώσουν εἰμὴ μόνον κατὰ μόριον τὰ εὐγνώμονα διὰ τὴν χειρονομίαν ταύτην τοῦ Κώου λαοῦ ἡμέτερα αἰσθήματα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγγαλίασιν τὴν ὁποίαν προξενεῖ εἰς ἡμᾶς ἡ δυνατότης τῆς ἐπικοινωνίας μετὰ τοῦ λίαν ἡμῖν ἀγαπητοῦ λαοῦ τούτου καὶ τῆς παραμονῆς ἡμῶν ἐν τῇ εὐλογημένῃ νήσῳ τοῦ Ἱπποκράτους.
Ὅθεν ἀδυνατοῦντες νὰ ἀντιτάξωμεν λόγους εἰς τὰς πράξεις, ἀποδεχόμεθα τὴν τιμητικὴν διάκρισιν, διαβεβαιούμενοι ὑμᾶς ὅτι αὕτη δημιουργεῖ ἕν ἐπὶ πλέον κίνητρον διὰ νὰ ἀνταποδώσωμεν τὴν ὑμετέραν τιμὴν καὶ ἀγάπην διακονοῦντες τῷ Παντοδυνάμῳ Πατρὶ ἐν τῇ Πρωτοθρόνῳ Μεγάλῃ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ.
Ἀποδεχόμενοι σήμερον τὴν εὐγενῆ ὑμῶν χειρονομίαν, κύριε Δήμαρχε, ἥτις θὰ παραμείνῃ ἡμῖν λίαν ἀγαπητὴ καὶ πολύτιμος, ἐπιθυμοῦμεν νὰ παρακαλέσωμεν ὑμᾶς, ὅπως δεχθῆτε ὑμεῖς προσωπικῶς καὶ ὁ λαὸς τῆς εὐλογημένης ὑμῶν νήσου τὰς θερμοτάτας ἡμῶν εὐχαριστίας καὶ εὐχὰς διὰ ὑγείαν καὶ εὐημερίαν καὶ εὐστάθειαν.
Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ πατρὸς καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μεθ' ὑμῶν πάντων. Ἀμήν.»
ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΗΣ Α. Θ. ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ ΣΤΗ ΝΙΣΥΡΟ
Κατὰ τὸ τριήμερο 4-6 Αὐγούστου 2001 ἡ Α. Θ. Παναγιότης, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος, ἐπισκέφθηκε τὴ Νίσυρο μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ οἰκείου Ποιμενάρχου Σεβ. Μητροπολίτου Ρόδου κ. Ἀποστόλου, ὥστε νὰ προεξάρχει στὶς ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις γιὰ τὴν 600η ἐπέτειο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Σπηλιανῆς.
Ὁ Πατριάρχης ἔγινε δεκτὸς μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ εὐλάβεια ἀπὸ τὸν ἐκπρόσωπο τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, τὶς ἐκκλησιαστικές, πολιτικὲς καὶ δημοτικὲς ἀρχὲς τῆς Δωδεκανήσου, καθὼς καὶ ἀπὸ τὸ δωδεκανησιακὸ λαό, ὁ ὁποῖος εἶχε συρρεύσει στὸ νησὶ γιὰ τὸ μεγάλο γεγονός.
Ἔτσι, μετὰ τὴν ὑποδοχὴ στὸ λιμάνι, τὸ μεσημέρι τοῦ Σαββάτου, 4ης Αὐγούστου, ὁ Πατριάρχης προέστη Δοξολογίας στὸν Ἱερὸ Ναὸ Παναγίας Ποταμιτίσσης. Σὲ αὐτὸ τὸ ναὸ τὴν ἑπομένη, Κυριακὴ 5 Αὐγούστου ἐτέλεσε τὴ Θεία Λειτουργία. Μὲ τὸν Παναγιώτατο συλλειτούργησαν οἱ Σεβ. Μητροπολίτες Κώου κ. Αἰμιλιανός, Ἰταλίας κ. Γενάδιος, Γαλλίας κ. Ἰερεμίας, Λέρου, Καλύμνου καὶ Αστυπαλαίας κ. Νεκταρίου, Καρπάθου καὶ Κάσου κ. Ἀμβροσίου καὶ Μυριοφύτου καὶ Περιστάσεως κ. Εἰρηναίου. Μετὰ τὴν ἀπόλυση χειροθέτησε στὸ ὀφφίκιο τοῦ Ἄρχοντος Ἀκτουαρίου τὸν Ἐντιμ. κ. Νικόλαον Γιαννίδην, Ἱδρυτὴν τῆς «Γιαννιδείου Πνευματικῆς Ἑστίας Νισύρου», τῆς ὁποίας καὶ ἐτέλεσε τὰ ἐγκαίνια.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τριημέρου παραμονῆς του στὴ Νίσυρο ὁ Πατριάρχης προήδρευσε σὲ Ἱερὰ Σύναξη τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Δωδεκανήσου, στὴν ὀποία ἐλαβε μέρος καὶ ὁ Πατριαρχικὸς Ἔξαρχος Πάτμου. Ἐπίσης προέστη στὴ Δοξολογία καὶ στὴ λιτάνευση τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνας τῆς Παναγίας Σπηλιανῆς ἀπὸ τὴ Μονὴ στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναό. Ἐπισκέφθηκε τὰ χωριὰ τῆς Νισύρου καὶ τὸ Ἡφαίστειο, δίπλα στὸ ὁποῖο κήρυξε τὴν ἔναρξη Οἰκολογικοῦ Συναδρίου, ἀνακηρύχθηκε ἐπίτιμος Δημότης Νισύρου καὶ ἐπίτιμος Πρόεδρος τῆς Ἑταιρείας Νισυριακῶν Μελετῶν, χοροστάτησε καὶ μίλησε στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ πολιούχου τῆς Νισύρου τοῦ νεομάρτυρα Ἁγίου Νικήτα κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τῆς Μεταμορφώσεως καὶ ἐπισκέφθηκε τὴ νησίδα Γυαλὶ καὶ εὐλόγησε τοὺς ἐργαζομένους στὸ ἐργοτάξιο τῆς ἐλαφρόπετρας.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπισκέψεώς του ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἐπικοινώνησε μὲ τὸν θρησκευτικὸ ἡγέτη τῆς μουσουλμανικῆς κοινότητας Ρόδου, πολλοὺς Νισυρίους τοῦ ἐξωτερικοῦ, οἱ ὁποῖοι εἶχαν φθάσει ἐπὶ τοῦτο στὴ Νίσυρο, καὶ ἀπεκάλυψε τὴν προτομὴ τοῦ ἐκ Νισύρου ἀειμνήστου Μητροπολίτου Μηθύμνης κυροῦ Διονυσίου Μηνᾶ.
Τὴ συνοδεία τοῦ Πατριάρχου ἀποτελοῦσαν οἱ Σεβ. Μητροπολίτες Ἰταλίας, Γαλλίας καὶ Μυριοφύτου, ὁ Πανοσιολ. Κωδικογράφος κ. Μάξιμος, ὁ Ὁσιώτατος Ἱερομόναχος κ. Φιλόθεος Κολλιόπουλος, οἱ Ἐντιμ. κ. Ἐλευθέριος Χρυσοχόος καὶ Νικόλαος Μαγγίνας, ἡ ἐκπρόσωπος τῆς νεολαίας τῆς Ὁμογένειας στὴν Κωνσταντινούπολη κ. Ἰωάννα Α. Παριζιάνου καὶ οἱ Ἐντιμ. κ. Μιχαὴλ Μπίτσης καὶ Νικόλαος Σώτος (κλητῆρες).
Ὁ Πατριάρχης μετέβη στὴ Νίσυρο καὶ ἐπέστρεψε ἀπὸ αὐτή, μέσῳ Ἀλικαρνασσοῦ, μὲ ἰδιωτικὰ σκάφη, τὰ ὁποῖα τέθηκαν στὴ διάθεσή του ἀπὸ τοὺς κατόχους τους.
Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΕΥΛΟΓΗΣΕ ΔΙΕΡΧΟΜΕΝΟΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ
Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Κώου καί Νισύρου τό Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022 εἶχε τή μοναδική χαρά νά δεχθεῖ τήν εὐλογία τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαἰου, ὁ ὁποῖος κατά τό ταξίδι του πρός τή νῆσο Κύπρο γιά νά τελέσει τήν Ἐξόδιο Ἀκολουθία τοῦ Μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου, στάθμευσε στόν Διεθνῆ Ἀερολιμένα Κῶ «Ἱπποκράτης» καί συναντήθηκε καί συνομίλησε μέ τἰς ἀρχές καί κατοίκους τοῦ νησιοῦ μας.
Ὁ Ἠπειρώτης στὴν καταγωγὴ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Άθηναγόρας γεννήθηκε τὸ 1886. Σπούδασε στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης καὶ τὸ 1910 χειροτονήθηκε διάκονος καὶ τοποθετήθηκε δίπλα στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Μελέτιο Μεταξάκη. Τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1922, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη διάκονος ἐξελέγη ἐπίσκοπος Κερκύρας θέση στὴν ὁποία παρέμεινε μέχρι τὸ 1930, ὅταν ἡ Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὸν ἐξέλεξε Ἀρχιεπίσκοπο Βορείου καὶ Νοτίου Ἀμερικῆς.
Στὴ θέση αὐτὴ δραστηριοποιήθηκε ἔντονα προσπαθώντας, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων, νὰ ἐνισχύση τὴ συνοχὴ τῆς ὁμογέειας ἡ ὁποία εἶχε τρωθεῖ ἀπὸ τὶς πολιτικὲς ἔριδες ποὺ ταλάνιζαν τὴν Ἑλλάδα κατὰ τὴν περίοδο 1910-1930. Ταυτόχρονα ἱδρυσε πλῆθος κατηχητικῶν σχολείων καὶ φιλοπτώχων ταμείων. Ἀνάμεσα στὰ ἔργα του στὴν Ἀμερικὴ ἦταν καὶ ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Μετὰ τὴν παραίτηση τοῦ Πατριάρχου Μεξίμου Εʹ ἐξελέγη στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ ἔνας ἀπὸ τοὺς συνυποψηφίους του ἦταν ὁ Κώου Ἐμμανουήλ. Ἡ δράση του ἀπὸ τὸ 1948 μέχρι τὸ 1972 ἦταν μεγάλη: ἑορτασμὸς τῆς Χιλιετηρίδας τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1963), ἀνταλλαγὴ ἐπισκέψεων μὲ τὴν τουρκικὴ ἡγεσία, ἔναρξη τῶν ἐπαφῶν μὲ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054 (7 Δεκεμβρίου 1965), προώθηση τῆς πανορθόδοξης ἑνότητας.
Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1963 μετὰ τὴν παρουσία του στὴν χιλιετηρίδα τῆς Μεγίστης Λαύρας ἐπισκέφθηκε καὶ τὴν Κῶ.
Κατὰ τὴν πατριαρχία του συνέβησαν τὰ φοβερὰ γεγονότα τοῦ Σεπτεμβρίου τοῦ 1955. Ἦταν ἱκανότατος καὶ κατόρθωσε νὰ προσφέρει πολλὰ στὴν Ἐκκλησία μέσα σὲ ἕνα ταχύτατα μεταβαλλόμενο καὶ συχνὰ ἰδιαίτερα ἐχθρικὸ περιβάλλον.
Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς (ἑορτάζει τήν πρώτη Κυριακή μετά τή 10η Ἰουλίου) ἔφθασε στή νῆσο Λειψώ γύρω στό 1550 μαζί μέ ἄλλους τέσσερεις μοναχούς. Ἐγκαταστάθηκαν σέ μία ἄγονη καί ἀφιλόξενη βραχώδη περιοχή, ἀλλά αὐτό δέν τούς ἐμπόδισε νά θεμελιώσουν Ναό πρός τιμήν τῆς Παναγίας καί ἀμέσως μετά νά κτίσουν τά κελλιά τους. Ἀγωνίσθηκαν μέ ζῆλο καί πίστη καί ὁ Θεός μέ θαῦμα τούς χάρισε νερό, τό «Ἅγιο Νερό», ὅπως μέχρι σήμερα τό ἀποκαλοῦν. Τά σπήλαια τῆς περιοχῆς ἔγιναν οἱ πρῶτες κατοικίες τους, ἐνῶ σύντομα κουβάλησαν χῶμα καί ἔφτιαξαν μικρά χωράφια γιά νά ἐξασφαλίσουν τόν ἄρτο καί τόν οἶνο γιά τή Θεία Κοινωνία.
Σέ μικρό χρονικό διάστημα ἡ ὀλιγομελής αὐτή ἀσκητική κοινότητα αὐξήθηκε προσελκύοντας καί ἄλλους πατέρες, ἐνῶ δημιουργήθηκε ἕνα νέο ἡσυχαστήριο, στό ὁποῖο καλλιεργοῦσαν ἐλιές γιά νά ἔχουν λάδι γιά τά καντήλια τους.
Δυστυχῶς, Τοῦρκοι κατακτητές εἰσέβαλαν στό μοναστήρι καί σκότωσαν πέντε μοναχούς, ἀνάμεσα στούς ὁποίους καί τόν Ἅγιο Ἰωνᾶ τόν Γαρμπῆ, στό μαρτύριο τοῦ ὁποίου κώδικας τῆς Μονῆς τῆς Πάτμου ἀναφέρεται ὡς ἑξῆς: «1635 τῷ αὐτῷ μηνί Ἀπριλίῳ ἔπιασε Νομ-Πεκήρ Πασάς τόν ἐν μοναχοῖς Ἰωνᾶν τόν Γαρμπήν, ἐκ Νισύρου καί ἔδειρεν αὐτόν, ὅπου ἀπέθανεν».
[Ἀρχιμ. Στέφανος Καλλιστῆς,
Ἡγούμενος Ἱ. Μ. Παναγίας Σπηλιανῆς Νισύρου]
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΙΩΝΑ ΤΟΥ ΓΑΡΜΠΗ
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Νισύρου τόν γόνον, Λειψῶν τόν ἔφορον,
καί τό τῆς Δωδεκανήσου ἁπάσης,
γέρας Θεῖον καί καύχημα, Ἰωνᾶν τιμήσωμεν πιστοί,
ὡς Ὅσιον Χριστοῦ πανευκλεῆ, ἵνα λάβωμεν πταισμάτων τόν ἱλασμόν,
παρά Θεοῦ κραυγάζοντες· Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν,
δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι,
δόξα τῷ ἐν εὐκλείᾳ οὐρανῶν, δοξάσαντί σε Ὅσιε.
Γεννήθηκε σέ μία ἀπό τίς ἐπιφανέστερες οἰκογένειες τῆς Νισύρου. Ὁ πατέρας του, κάποτε ὁδηγήθηκε στό ὀθωμανικό δικαστήριο τοῦ νησιοῦ καί φοβούμενος μήπως καταδικαστεῖ σέ θάνατο ἐγκατέλειψε τήν Ὀρθόδοξη πίστη, ὑποχρέωσε τή σύζυγο καί τά παιδιά του νά ἀποστατήσουν καί αὐτοί, καί ὅλοι μαζί ἔφυγαν καί ἐγκαταστάθηκαν στή Ρόδο.
Ὁ μικρός Νικήτας, μή γνωρίζοντας ὅτι γεννήθηκε Χριστιανός, μεγάλωσε ὡς μουσουλμᾶνος μέ τό ὄνομα Μεχμέτ. Κάποτε, ἐνῶ ἔπαιζε σέ μία παρέα παιδιῶν, φιλονίκησε καί κάποια ἀπό αὐτά τόν ἔβρισαν ὡς «γκιαούρη», δηλαδή ἄπιστο. Ὁ Νικήτας παραξενεύτηκε. Ἔφυγε καί πῆγε νά ρωτήσει τή μητέρα του, ἡ ὁποία στήν ἀρχή προσπάθησε νά τοῦ κρύψει τὴν ἀλήθεια, ἀλλά ὅταν ἐκεῖνος ἐπέμεινε τοῦ ὁμολόγησε ὅτι εἶχε γεννηθεῖ σέ χριστιανική οἰκογένεια καί εἶχε βαπτιστεῖ Χριστιανός.
Ἀμέσως, συγκλονισμένος ἐγκατέλειψε τήν οἰκογένειά του καί πῆγε στή νῆσο Χίο, ὅπου κατέφυγε στή Νέα Μονή. Ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς τόν ἔστειλε στόν Ἅγιο Ἀρχιερέα πρώην Θηβῶν Μακάριο, πού ἐφησύχαζε στό νησί. Ὁ Νικήτας πῆγε σέ αὐτόν, ἐξομολογήθηκε, ἔλαβε τό Ἅγιο Χρίσμα καί κατάλληλη πνευματική καθοδήγηση καί ἐπέστρεψε στή Νέα Μονή, ὅπου συνέχισε νά ζεῖ ἀσκητικά καί νά προετοιμάζεται νά ὁμολογήσει τήν πίστη του.
Σύντομα, μέ τίς εὐχές τῶν πατέρων τῆς Μονῆς πῆγε στήν πόλη τῆς Χίου. Ἐκεῖ τόν συνέλαβαν Ὀθωμανοί ἀξιωματοῦχοι γιατί δέν εἶχε καταβάλει τόν κεφαλικό φόρο πού πλήρωναν ὅσοι δέν ἦταν μουσουλμᾶνοι. Καθώς τόν πήγαιναν στόν μουσουλμᾶνο δικαστή τόν εἶδε γνωστός του ἱερέας ἀπό τή Ρόδο καί ρώτησε τούς Τούρκους γιατί τόν πηγαίνουν στό δικαστήριο ἀφοῦ ὡς μουσουλμᾶνος δέν ὑποχρεοῦται νά καταβάλει αὐτόν τόν φόρο. Μετά ἀπό αὐτή τήν ἀποκάλυψη τοῦ ζήτησαν νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί νά ζήσει καί πάλι ὡς μουσουλμᾶνος, κάτι πού ὁ νεαρός Νικήτας δέν δέχθηκε οὔτε κἄν νά τό ἀκούσει.
Ἔτσι, μετά ἀπό πολλά βασανιστήρια τόν μετέφεραν στήν ἄκρη τῆς πόλεως κοντά σέ μετόχι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων, ὅπου τόν θανάτωσαν μέ ἀποκεφαλισμό στίς 21 Ἰουνίου (1732), ἡμέρα πού τιμᾶμαι τή μνήμη του.
Σήμερα ἡ Ἁγία Κάρα του φυλάσσεται στήν Ἱερά Μονή τῶν Ἰβήρων, ἀποτελώντας πηγή ἁγιασμοῦ καί θείας χάριτος.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΝΙΚΗΤΑ ΤΟΥ ΝΙΣΥΡΙΟΥ
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Νισύρου τόν γόνον καί τῆς Χίου
τό καύχημα, τόν φρουρόν Αἰγαίου πελάγους,
Νικήταν τόν ἔνδοξον, ὑμνήσωμεν συμφώνως
οἱ πιστοί, βοῶντες πρός αὐτόν εἰλικρινῶς.
Σαῖς λιταῖς τούς τήν σήν μνήμην ἐπιτελοῦντας, σῶζε καί βοῶντάς σοι.
Δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ,
δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι,
δόξα τῷ δωρησαμένῳ
σε ἡμῖν πρέσβυν ἀκοίμητον.
Ἡ Ὁσία Ξένη ἔζησε τόν 5ο αἰῶνα μ.Χ. Καταγόταν ἀπό τήν Ρώμη‚ ἀσκήθηκε ὅμως στά περίχωρα τῆς πόλεως Μύλασα τῆς Καρίας στήν Μικρά Ασία, ὅπου ἔφτασε ἀκολουθώντας τόν πνευματικό της πατέρα, πού ἀποκαλύφθηκε σέ αὐτή μέ θαυμαστό τρόπο.
Οἱ φυσικοί της γονεῖς‚ εὐγενεῖς Ρωμαῖοι‚ μερίμνησαν ἰδιαιτέρως γιά τή μόρφωση τῆς Εὐσεβείας‚ ὅπως ἦταν τό ἀρχικό της ὄνομα‚ τήν προετοίμαζαν γιά γάμο μέ νέο πού προερχόταν ἀπό τήν ἴδια κοινωνική τάξη. Ἡ Ὁσία ὅμως εἶχε ἄλλα στόν νοῦ της καί λίγες ἡμέρες πρίν τήν ἡμερομηνία τοῦ γάμου της‚ ἀφοῦ συνεννοήθηκε μὲ δύο ὑπηρέτριές της‚ οἱ ὁποῖες προθυμοποιήθηκαν νά τήν ἀκολουθήσουν‚ ἔφυγε νύκτα ἀπό τό πατρικό της‚ προσευχομένη στόν Χριστό νά τῆς ὑποδείξει τόν δρόμο πού ἔπρεπε νά ἀκολουθήσει‚ ὥστε νά ἐκπληρώσει τόν πνευματικό πόθο τῆς παρθενίας καί ἀσκήσεως.
Ὁ Κύριος ὁδήγησε τά βήματά τους πρώτα στήν Κῶ. Ἐκεῖ‚ γιά νὰ μή μάθει ὁ κόσμος ποιά ἤταν‚ ἄλλαξε τὸ ὅνομά της καί τήν ἀποκαλοῡσαν Ξένη‚ διότι ξένη ἦταν στόν τόπο ἐκεῖνο. Ἐν συνεχείᾳ‚ πῆγαν μέ θαυμαστό τρόπο στά Μύλασα. Ἡ Ὁσία προσευχόταν θερμῶς στόν Θεό νά τῆς φανερώσει κατάλληλο πνευματικό ὁδηγό‚ ὁ ὁποῖος θά τήν ὁδηγοῦσε στή σωτηρία. Ἐνῶ βρισκόταν στήν Κῶ καί προσευχόταν θερμῶς‚ εἶδε ἕναν ἡλικιωμένο κληρικό νά τήν πλησιάζει. Εἶχε ξεχωριστή‚ λαμπρή ὄψη καί φαινόταν βαθύτατα πνευματική μορφή. Ἡ Ὁσία τόν πλησίασε καί ἐξακρίβωσε ὅτι ἦταν ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Θηβαῖος‚ ὁ ὁποῖος ἐκείνη τήν ἐποχή ἦταν Ἡγούμενος σέ ἕνα ἀνδρικό Μοναστήρι ἔξω ἀπό τά Μύλασα καί ἀργότερα ἔγινε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως. Αὑτός βρισκόταν στήν Κῶ προσωρινῶς‚ ἐπιστρέφοντας ἀπό Προσκύνημα στούς Ἁγίους Τόπους. Ἡ Ὁσία τόν ἀκολούθησε καί μαζί μέ τίς θεραπαινίδες της ἔφτασε στά Μύλασα. Μέ ὑπόδειξή του ἔφτιαξε γυναικεῖο Μοναστήρι πρός τιμή τοῦ Ἁγίου Ἐνδόξου Πρωτομάρτυρος καί Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου. Τό Μοναστήρι αὐτό, μέ τήν πάροδο τῶν ἐτῶν, ἀναδείχθηκε σέ πνευματικό κέντρο, ὅπου ἀσκοῦνταν δεκάδες μοναχές ὑπό τήν πνευματική καθοδήγηση τῆς Ὁσίας.
Τό τέλος της ἦταν ὁσιακό‚ ὅπως ἦταν καί ἡ ζωή της. Γνώρισε ἐκ τῶν προτέρων τήν ὥρα τῆς κοιμήσεώς της καί ζήτησε καί ἔλαβε συγχώρηση ἀπό ὅλες τίς συμμονάστριές της. Ὅταν κλείσθηκε στόν Ναό τῆς Μονῆς‚ γιά νά ἑτοιμαστεῖ γιά τήν κοίμησή της φάνηκε ὑπερφυσικό φῶς καί μία θαυμάσια εὐωδία γέμισε τήν ἀτμόσφαιρα. Οἱ ἄλλες Μοναχές μπῆκαν στόν Ναό καί βρῆκαν τήν Ὁσία κεκοιμημένη. Ὁ πνευματικός της Πατέρας‚ βλέποντας στόν οὑρανό τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ μέσα σέ κύκλο ἀστεριῶν‚ κατάλαβε ὅτι ἡ μακαρία Ξένη ἐκοιμήθη. Ἀμέσως πῆγε μαζί μέ πολλούς Χριστιανούς στή Μονή της, ὅπου τέλεσε τήν ἐξόδιο ἀκολουθία τῆς Ὁσίας.
Ἡ μνήμη τῆς Ὁσίας Ξένης τελεῖται στίς 24 Ἰανουαρίου.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΟΣΙΑΣ ΞΕΝΗΣ
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Ξένην ἤνυσας‚ ζωήν ἐν κόσμῳ‚
ξένην ἔσχηκας‚ προσηγορίαν‚
ὑπεμφαίνουσαν τῇ κλήσει τόν τρόπον σου‚
σύ γάρ νυμφίον λιποῦσα τόν πρόσκαιρον‚
τῷ ἀθανάτῳ ὁσίως νενύμφευσαι.
Ξένη ἔνδοξε‚ Χριστόν τόν Θεόν
ἱκέτευε‚ δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος‚ κατά κόσμον Ἰωάννης‚ γεννήθηκε στό πρῶτο (α') τέταρτο τοῦ 11ου αἰῶνα –πιθανόν περί τό 1020– σέ μία μικρή πόλη κοντά στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας ἀπό εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς‚ τὸν Θεόδωρο καὶ τὴν Ἄννα.
Ὁ νεαρός Ἰωάννης διδάχθηκε ἀπό μικρός τά γράμματα καἰ ἐντρύφησε μέ ζῆλο στή μελέτη τῶν θείων γραφῶν. Ἀπό τήν ἐφηβική του ἡλικία φλεγόταν ἀπό τόν πόθο νά ἀκολουθήσει τήν ὁδό τοῦ μοναχικοῦ βίου. Οἱ γονεῖς του‚ φοβούμενοι μήπως τὀν χάσουν ἀπό κοντά τους‚ ἐπέμεναν νὰ νυμφευθεῖ‚ ἀλλά πρίν ἀπό τόν γάμο ἀποφάσισε νά ἀκολουθήσει τήν κλήση τοῦ Θεοῦ καί ἔφυγε κρυφά ἀπό τό χωριό του‚ καταφεύγοντας στό ὄρος Ὄλυμπος τῆς Βιθυνίας ὅπου ὑπῆρχαν πολλά μοναστήρια καὶ κελλιά. Ἐκεῖ ὁ Ἰωάννης ἔγινε δόκιμος καί τό 1043 ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ὅνομα Χριστόδουλος‚ ἐξαιτίας τῆς μεγάλης του ἀγάπης γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό. Παρέμεινε γιά λίγο σέ κάποια μονή τῆς περιοχής καί γύρω στό 1045‚ μετά τόν θάνατο τοῦ πνευματικοῦ πατέρα του‚ πραγματοποίησε ἕνα μεγάλο προσκυνηματικό ταξίδι. Πρώτα, κατά πᾶσα πιθανότητα, ἐπισκέφθηκε τή Ρώμη‚ γιά νά προσκυνήσει τούς τάφους τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου. Ἀπό ἐκεῖ πῆγε γιά προσκύνημα στούς Ἁγίους Τόπους καί, στή συνέχεια, ἀνεχώρησε γιά τήν ἔρημο τῆς Παλαιστίνης‚ ὅπου πιθανῶς ἐγκαταβίωσε στή Μονή τοῦ Ἁγίου Σάββα καί ἐπιδόθηκε σέ ἄσκηση. Μετά τήν εἰσβολή τῶν Σελτζούκων Τούρκων στήν Παλαιστίνη καί πιθανόν μετά τήν κατάληψη τῆς Ἱερουσαλήμ (1076)‚ ἀλλά καί λόγῳ τοῦ κύματος ἐπιθέσεων τῶν Ἀγαρηνῶν στά μοναστήρια τῆς Παλαιστίνης‚ οἱ μοναχοί ἀναγκάστηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τήν ἔρημο.
Ὁ Ὅσιος‚ μαζί μέ ἄλλους μοναχούς‚ κατευθύνθηκε στό ὄρος Λάτρος ἤ Λάτμος‚ κοντά στή Μίλητο τῆς μικρασιατικῆς Καρίας‚ ὅπου εἶχαν καταφύγει πολλοί μοναχοί τῆς Αἱγύπτου ἀπό τό Σινᾶ καί τή Ραϊθώ‚ μετά ἀπό φονικές ἐπιθέσεις Ἀράβων. Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ἐντάχθηκε στή μοναστική κοινότητα τῆς Θεοτόκου τοῦ Στύλου στό ὄρος Λάτρος‚ πού ἱδρύθηκε στά μέσα τοῦ 10ου αἰῶνα ἀπό τόν Παῦλο τόν Νέο καί λειτουργούσε ὡς Λαύρα. Ὀ μοναχισμός στό ὅρος Λάτρος βρισκόταν τότε σέ μεγάλη ἀκμή καί ὁ Ὅσιος ἐπιδόθηκε μέ ζῆλο στήν προσευχή καί τή νηστεία. Λόγῳ τοῦ ἐνάρετου‚ ἀσκητικοῦ βίου του ἀπέκτησε μεγάλη φήμη. Διακρίθηκε μὲ τὸ ἦθος του‚ τούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες καί τήν πνευματική του κατάρτιση‚ γεγονός πού σύντομα ὁδήγησε τούς μοναχούς τοῦ Στύλου νά τόν ἐκλέξουν Ἡγούμενο τῆς Λαύρας. Παράλληλα‚ διορίστηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Κοσμᾶ Α' Ἱεροσολυμίτη (1075-1081) πρῶτος καί ἀρχιμανδρίτης ὅλων τῶν μονῶν τοῦ Λάτρους. Στήν τριετή θητεία του (1076-1079) ἀνέπτυξε ἀξιομνημόνευτη δράση. Κατέβαλε ἰδιαίτερες προσπάθειες γιά τήν ὀργάνωση τῶν κοινοβίων στήν περιοχή‚ φρόντισε γιά τόν ἐμπλουτισμό τῆς βιβλιοθήκης μέ νέα βιβλία καί μερίμνησε γιά τήν κατασκευή ὀχυρωματικῶν ἔργων πού στόχο εἶχαν τήν προστασία τῆς Μονῆς τοῦ Στύλου. Ἡ παρουσία του στό Λάτρος φωτίζει ἀρκετές πτυχές σχετικά μέ τήν ἀνάπτυξη καί τήν ἀναδιοργάνωση τοῦ μοναχισμοῦ στήν περιοχή‚ ἀλλά καί γενικά τό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας τῶν μοναστικῶν ἱδρυμάτων καί τή διαχείριση τῶν περιουσιακῶν στοιχείων τους κατά τόν 11ο αἰῶνα. Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου ἐξαπλώθηκε στά πέρατα τῆς αὐτοκρατορίας καὶ τοῦ ἐδόθη τό ἐπίθετο Λατρηνός.
Κατά τό διάστημα πού ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ἦταν Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Θεοτόκου τοῦ Στύλου‚ τό Λάτρος ἦταν ἐκτεθειμένο ἄμεσα σέ ἐξωτερικούς κινδύνους λόγῳ τῶν ἐπιδρομῶν τῶν τουρκικῶν φύλων στήν εὐρύτερη περιοχή. Σημαντικές ἦταν καί οἱ ἐσωτερικές δυσκολίες‚ δεδομένου ὅτι διατυπώθηκαν ἐναντίον τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου κατηγορίες γιά τή διαχείριση τῶν οἰκονομικῶν τῆς Θεοτόκου τοῦ Στύλου‚ οἱ ὁποῖες ὡστόσο ἀφοροῦσαν‚ τό πιθανότερο‚ τό αὐτοδέσποτο καθεστώς τῆς Μονῆς. Ὁ Ὅσιος στίς ἀρχές τοῦ 1079 πραγματοποίησε τό πρῶτο του ταξίδι στήν Κωνσταντινούπολη μέ σκοπό νά συναντηθεῖ μέ τόν Πατριάρχη Κοσμᾶ Α' καί νά διευκρινίσει τήν ὑπόθεση. Ἀρχικά ἔτυχε εὐνοϊκῆς ἀκρόασης καὶ ἀργότερα ἐκδόθηκε ἐπίσημη πατριαρχική ἀπόφαση‚ «λύσις»‚ εἰς βάρος του. Πρὸς ὑπεράσπιση τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ καθεστῶτος τῆς Μονῆς‚ ὁ Χριστόδουλος ἀπέστειλε γραπτή ἀπολογία (Ὑπομνημιστικόν)‚ στήν ὁποία‚ ἀφοῦ τόνισε ὅτι ἡ λαύρα τοῦ Στύλου ἱδρύθηκε ἀπό τόν ὅσιο Παῦλο καί ὅτι οὐδέποτε ὑπῆρξε ὑποτελής‚ ἀμφισβήτησε τή νομιμότητα τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ Πατριάρχη γιὰ καταβολή χρημάτων.Τελικά‚ ὅπως φαίνεται‚ ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Θεοτόκου τοῦ Στύλου ἀθωώθηκε ἤδη ἐπί πατριαρχίας Κοσμᾶ Α' (1075-1081). Ἠ ἀπαλλακτική ἀπόφαση ἑπικυρώθηκε καί ἀπό τούς ἑπόμενους Πατριάρχες Εὐστράτιο (1081-1084) καί Νικόλαο Γ΄ (1085-1111). Μετὰ τόν Μάρτιο τοῦ 1079 ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ἀνεχώρησε ἀπό τό Λάτρος‚ ἀφοῦ πρώτα διόρισε ἀντικαταστάτες στή διοίκηση τῆς Μονῆς τοῦς μοναχούς Σάββα καὶ Λουκᾶ. Πιθανή αἰτία γιά τήν ἀναχώρηση τοῦ Χριστοδούλου ἀπό τή Μονῆ τῆς Θεοτόκου τοῦ Στύλου θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ἡ πίεση ἐξαιτίας τῶν ἀλλεπάλληλων ἐπιδρομῶν τῶν τουρκικῶν φύλων.
Πρῶτος σταθμός στὴ μετακίνηση τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου καὶ τῆς μικρῆς ὁμάδας μοναχῶν ποὺ τὸν ἀκολούθησαν ἀποτέλεσε ἡ Στρόβιλος‚ πόλη στά μικρασιατικά παράλια τῆς Λυκίας. Στὴ Στρόβιλο ἐγκαταστάθηκε γιὰ λίγους μήνες (ἀνάμεσα στόν Μάιο τοῦ 1079 καί στὸ φθινόπωρο τοῦ 1079) σὲ Μονή‚ Ἡγούμενος καί ἱδρυτής τῆς ὁποίας ἦταν ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος Σκηνούριος πού καταγόταν ἀπό τήν Κῶ‚ ὅπου ἐπέστρεψε‚ ἀφοῦ προηγουμένως παρέδωσε τὴν ἡγουμενία στὸν Ὅσιο Χριστόδουλο, ὁ ὁποῖος, μετά ἀπό λίγο, ἐπειδή τήν περιοχή ἀπειλοῦσαν οἱ ἐπιδρομές τῶν Τούρκων‚ μὲ πρόσκληση τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου Σκηνουρίου‚ πέρασε στὴν Κῶ πρός τό τέλος τοῦ φθινοπώρου τοῦ 1079. Ἐκεῖ φιλοξενήθηκε καὶ πάλι ἀπό τὸν Ὅσιο Ἀρσένιο‚ ἀναζητώντας στὶς ἰδιοκτησίες τοῦ Κώου Ὁσίου μοναχοῦ κατάλληλη θέση γιὰ τὴν ἀνέγερση μοναστηριοῦ, ὅπως μαθαίνουμε ἀπό τήν «Ὑποτύπωσιν»‚ πού ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος συνέταξε τὸν Μάιο τοῦ 1091, καί στὴν ὁποία ὑπογραμμίζει τὰ ἠθικά καὶ πνευματικά χαρίσματα τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου, ὁ ὁποίος προσέφερε τὴν περιουσία του στὴ Μονὴ καὶ στήριξε τὸν Ὅσιο Χριστόδουλο στὰ πρῶτα στάδια τῶν οἰκοδομικῶν ἐργασιῶν.
Ἐξετάζοντας ὁ Χριστόδουλος ὅλα τὰ ἀκίνητα τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου Σκηνουρίου στὴν Κῶ, συνάντησε ἕνα μεγάλο καί ἀκατοίκητο λόφο μὲ πολλά φυσικά πλεονεκτήματα, ποὺ οἱ κάτοικοι ὀνόμαζαν «Πήλιον» (τό σημερινό Παλαιό Πυλί). Ἐκεῖ ἵδρυσε τὴν Ἱερά Μονή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς ἐπιλεγομένης τῶν Καστριανῶν ἤ τοῦ Πηλέ. Στὴ Μονή ἄρχισαν νὰ συρρέουν πολλοί μοναχοί καὶ νά γίνονται ἀφιερώσεις ἀπό τοὺς κατοίκους τοὺ νησιοῦ μὲ ὑλικά ἀγαθά καὶ ἀκίνητα ποὺ προστέθηκαν στὶς κτήσεις τοῦ Ὁσίου Σκηνουρίου, οἱ ὁποῖες εἶχαν ἤδη περιέλθει στὴν κυριότητα τῆς Μονῆς. Ὁ Χριστόδουλος ἐξασφάλισε τὶς ἀπαραίτητες φορολογικές ἀπαλλαγές μὲ «χρυσόβουλλον λόγον» τοῦ Αὐτοκράτορα Νικηφόρου Γ΄ τοῦ Βοτανειάτη (Μάρτιος 1080), σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Βοτανειάτης δώριζε μὲ «ἐξκουσσία» στὸν Χριστόδουλο καὶ στοὺς μοναχούς του δὺο «τοπία» τῆς Κῶ, δηλαδή μικρές ἐκτάσεις γῆς: Τὸ «Καστέλλον» ἤ «Καστριανόν» καὶ «τὸ τοῦ Πιλέ» .Ἡ ὀνομασία «Καστέλλον» ἤ «Καστριανόν» ἀφήνει νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι ἐκεῖ ὑπήρχε ἕνα φρούριο. Πρόκειται γιὰ τὸ ἐπιβλητικό φρούριο ποὺ διακρίνεται σήμερα ἐρειπωμένο στὴν κορυφή τοῦ λόφου, ἐνῶ βορειδυτικά στόν λόφο τοῦ Πιλέ ποὺ εἶναι συνεχόμενος τοῦ προηγούμενου, κτίστηκε ἡ Μονή τῆς Θεοτόκου, ποὺ ὀνομάστηκε καὶ αὐτή τῶν «Καστριανῶν». Τὸ καθολικό τῆς Μονῆς, ποὺ διατηρεῖται μέχρι σήμερα, τιμᾶται τὴν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, 2 Φεβρουαρίου. Τὴν ἰσχύ τοῦ «χρυσοβούλου λόγου» ἐπικυρώνει καὶ ἐπαυξάνει, τὸν Μάρτιο τοῦ 1085, ὁ Ἀλέξιος Α' ὁ Κομνηνός μὲ χρυσόβουλλο, στό ὁποῖο μνημονεύονται ἀόριστα καὶ οἱ ἀφιερώσεις κτημάτων τῶν μοναχῶν Μαρίας Καβαλλουρίνας καὶ Νίκωνα Ἀσκεπῆ. Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος στὸν κωδίκελλό του ἀναφέρεται σὲ δύο «προάστια» (ἰδιοκτησίες γεωργικές καὶ οἰκιστικές μονάδες κοντά σὲ ἀστικές περιοχές), τὸ «Ἀναβασίδιον» καὶ οἱ «Καρδιασμένοι», ποὺ ἡ μονή του δέχτηκε σὰν δωρεά ἀπό τόν «βεστάρχη» (προϊστάμενο τῆς αὐτοκρατορικῆς ἱματιοθήκης) Κωνσταντῖνο Καβαλλούρη, ἀδελφό τῆς Μαρίας Καβαλλουρίνας.
Κατά τὴν παραμονή τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου στὴν Κῶ σημειώθηκαν καταστροφικές ἐπιδρομές τῶν τουρκικών φύλων στὸ Λάτρος. Ὁ Χριστόδουλος ἐλαβε δραστικά μέτρα καὶ ἔστειλε ἕνα πλοῖο μὲ σκοπό νὰ μεταφέρει τὴ βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς τῆς Θεοτόκου τοῦ Στύλου καὶ νὰ περισώσει ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει ἀπό τὶς καταστροφές. Ὅταν ἐπισκέφθηκε γιὰ δεύτερη φορά τὴν Κωνσταντινούπολη μετέφερε μαζί του τὰ περισωθέντα βιβλία, τὰ ὁποῖα παρέδωσε στὸν Πατριάρχη Νικόλαο Γ' (1085-1111) πρὸς φύλαξη. Βασικός σκοπός τοῦ ταξιδιοῦ ἦταν ἡ ἐπίσημη παραίτηση ἀπό τὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς τοῦ Στύλου.
Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1087 ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ταξίδεψε γιὰ δεύτερη φορά στὴ Βασιλεύουσα. Ἐπισκέφθηκε τὸν αὐτοκράτορα καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ δωρήσει στὴ Μονή του ὁλόκληρο τὸ νησί Λειψώ καὶ ἀπό τὴ Λέρο τὰ «προάστια» «Παρθένιον» καὶ «Τεμένια», ὡς καὶ τὸ μισό κάστρο τοῦ «Παντελίου» μὲ ὅλες τὶς προσόδους του. Ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Α' Κομνηνός (1081-1118)‚ ἔχοντας καὶ τὴν πρόθυμη συγκατάθεση τῆς μητέρας του Ἄννας Δαλασσηνῆς‚ ἀποδέχτηκε τὸ αἴτημα τοῦ Χριστοδούλου καὶ ἔσπευσε χωρίς χρονοτριβή στὴν ἔκδοση χρυσόβουλλου‚ τόν Μάιο τοῦ 1087. Ἔτσι ἡ Μονῆ τῆς Κῶ ἀπέκτησε ἀκόμη περισσότερες κτήσεις.
Ὁ Χριστόδουλος γρήγορα διαπίστωσε ὅτι οἱ μοναχοί ἐνοχλοῦνταν ἀπό τὶς συχνές δοσοληψίες μὲ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς‚ τῶν ὁποίων τὰ κτήματα γίνονταν ἀφορμή νὰ προκαλοῦνται διαμάχες ποὺ βύθιζαν τοὺς μοναχούς στὴν «τύρβη τῶν βρασμῶν τῶν βιωτικῶν»‚ ἀποσπώντας τους ἀπό τὸν καθαρά ἀσκητικό τους προορισμό. Τὸ γεγονός αὐτό ἔκανε τὸν Ὅσιο γέροντα νὰ ἀνησυχεί γιὰ τὴν πνευματική τους πορεία τόσο, ὥστε πήρε τήν ἀπόφαση νὰ μετακινηθεῖ καὶ πάλι καὶ νὰ ἐγκαταβιώσει σὲ τόπο ἄγονο καὶ χέρσο. Διάλεξε τὴν Πάτμο‚ ποὺ ἦταν ἐρημική, ἐρειπωμένη ἀπό τὶς ἐπιθέσεις τῶν πειρατῶν‚ ἄγονη‚ ἀπροσπέλαστη γιὰ τὰ ἐμπορικά πλοῖα καὶ παρουσίαζε σχετική ἀσφάλεια ἀπό τὶς ἐπιδρομές τῶν Τούρκων. Ἐξάλλου‚ εἶχε γι᾿ αὐτόν ἰδιαίτερη σημασία σὰν τόπος, ὅπου ἔζησε καὶ συνέγραψε τὴν Ἀποκάλυψη ὁ ἀγαπημένος μαθητής τοῦ Χριστοῦ, Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Τὸ 1088 μεταβαίνει γιὰ τρίτη φορά στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐπιτυγχάνει νά τοῦ παραχωρηθεῖ μὲ βασιλική δωρεά ἡ Πάτμος, προσφέροντας ὡς ἀντάλλαγμα τήν νεοϊδρυμένη Μονή τῆς Θεοτόκου τῶν Καστριανῶν καὶ τά κτήματά της στὴν Κῶ καὶ ἀλλοῦ, μὲ ἐξαίρεση τὰ κτήματα στοὺς Λειψούς καὶ τή Λέρο. Ὕστερα ἀπό μεσολάβηση τῆς μητέρας του Ἄννας Δαλασσηνῆς, ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος ἔδωσε τὴ συγκατάθεσή του, ὑπογράφοντας Χρυσόβουλλο Λόγο (σώζεται στὴ Μονῆ τῆς Πάτμου) τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1088, μὲ τὸν ὁποίο ὁρίζεται νὰ δωρηθεῖ ἡ Πάτμος γιὰ τὴν ἵδρυση Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἀγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Παράλληλα, ὁ αὐτοκράτορας ὅριζε μὲ τὸ χρυσόβουλλό του γιὰ νὰ περιέλθουν στὸ δημόσιο ὅλα τὰ ἀκίνητα τῆς Κῶ, τὰ ἀποκτηθέντα ἀπό τὸν Χριστόδουλο, ὁ ὁποίος γινόταν κύριος ὁλόκληρης τῆς Πάτμου, ἀπαλλαγμένης ἀπό φορολογικὲς καὶ ἄλλες ὑποχρεώσεις. Ὅριζε ἀκόμη ὅτι οἱ μοναχοί τῆς Πάτμου δὲν θὰ εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ ἀποκτήσουν νέες κτήσεις, ἐκτός τῆς Λειψῶς καὶ τῶν κτημάτων τῆς Λέρου. Ἀπαγόρευε, τέλος, κατόπιν ἐπιθυμίας τοῦ Ὁσίου, νὰ κατοικήσουν στὴν Πάτμο κοσμικοί ὡς πάροικοι γιὰ τὴν ἄσκηση ἐμπορικοῦ ἤ ἄλλου ἐπαγγέλματος.Μόνοι κοσμικοί στὸ νησί θὰ εἶναι οἱ μισθωτοί ἐργάτες τῶν μοναχῶν, καὶ αὐτοί χωρίς σύζυγο καὶ παιδιά. Ἡ ἀπαγόρευση καθιστοῦσε τὸ νησί ἄβατο στοὺς ἀγένειους (γυναῖκες, παιδιά, εὐνούχους), ἐνῶ οἱ ἀπαραίτητοι μισθωτοί ἐργάτες θὰ ζοῦσαν σχεδόν σὰν μοναχοί.
Τὸ νησί καὶ οἰ ὑπόλοιπες κτήσεις παραδόθηκαν στὸν Ὅσιο Χριστόδουλο μέχρι τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1088 ἢ τὸ ἀργότερο τὸν Μάιο τοῦ 1089‚ ὅπως μαρτυρεῖ τὸ ἔγγραφο ἑνός δημόσιου λειτουργοῦ τῆς Κῶ, τοῦ Χριστοφόρου Κοψηνοῦ, στὸν ὁποῖο ὑπαγόταν δημοσιονομικά καὶ ἡ Πάτμος. Ὁ Κοψηνός‚ ἐκτελώντας βασιλική προσταγή‚ ἀπαλλάσσει τῆς «στρατείας»‚ δηλαδή ἀποστρατεύει δώδεκα ἔποικους τῆς Πάτμου‚ ποὺ εἶχαν σταλεῖ ἐκεῖ μὲ τὶς οἰκογένειές τους τὸν περασμένο χρόνο‚ μετά τὴν ὑπογραφή τοῦ χρυσόβουλλου ἀπό τὸν αὐτοκράτορα‚ καὶ στὴ θέση τους στρατολογεῖ ἐκείνους ποὺ βρίσκονταν στὰ κτήματα τοῦ Χριστοδούλου στὴν Κῶ‚ τὰ ὁποῖα‚ ὅπως εἴδαμε‚ περιῆλθαν στὸ δημόσιο μὲ τὴν ἀνταλλαγή. Ἡ στρατολόγηση αὐτή κρίθηκε ἀναγκαία‚ γιατί ἡ ἄγονη Πάτμος ἀδυνατοῦσε νὰ συντηρεῖ στρατιῶτες.
Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ἐπέστρεψε στὴν Κῶ‚ γιὰ νὰ παραλάβει τοὺς συντρόφους του καὶ νὰ κατευθυνθεῖ στὸν νέο τόπο τῆς διαμονῆς του. Μετά τὴν παράδοση τῆς Πάτμου‚ ὁ Ὅσιος καὶ ὅλη ἡ συνοδεία του ξεκίνησαν τὴν ἀνέγερση τῆς νέας Μονῆς στὴν κορυφή τοῦ βουνοῦ‚ ὅπου εὐρίσκοντο ἐρείπια ἀρχαίου ναοῦ τῆς Σκυθίας Αρτέμιδος. Πρῶτο μέλημα τοῦ Χριστοδούλου ἦταν ἡ ἀνέγερση τοῦ καθολικοῦ τῆς Μονῆς‚ καθῶς καὶ ἑνός ὀχυρωματικοῦ περιβόλου. Ἡ οἰκοδόμηση τῆς Μονῆς ἦταν ἔργο δύσκολο καὶ πολύ κοπιαστικό γιὰ τὴ μοναστική ἀδελφότητα‚ ἀφοῦ ὁ Ὅσιος δὲν ἤθελε νὰ προσλάβει ἐργάτες. Παρά τὰ ἑβδομήντα του χρόνια‚ κουβαλοῦσε ὁ ἵδιος πέτρες καὶ ἀσβέστη καὶ πρωτοστατοῦσε στὶς ἐργασίες δίνοντας θάρρος στοὺς ὐπόλοιπους. Ἀργότερα‚ ὁ Ὅσιος προσέλαβε ἔγγαμους λαϊκούς καὶ τούς ἔφερε στὴν Πάτμο μαζί μὲ τὶς οἰκογένειές τους. Γιὰ νὰ ἀποφύγει τὰ προβλήματα ἐγκατέστησε τὶς οἰκογένειες στὴν ἄλλη πλευρά τοῦ νησιοῦ ὥστε νὰ μὴν ἐνοχλοῦν τοὺς μοναχούς. Ἀπαγόρευσε στὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά νὰ πλησιάζουν τὸ μοναστῆρι καὶ ὅρισε πενθήμερο ἐργασίας γιὰ τοὺς ἄνδρες‚ κατά τὴ διάρκεια τοῦ ὁποίου ἔμεναν μὲ τοὺς μοναχούς. Στὶς οἰκογένειές τους ἐπέστρεφαν τὸ Σαββατοκύριακο. Ἡ πρόσληψη τῶν ἐργατῶν ἐπιτάχυνε τὶς οίκοδομικές ἐργασίες καὶ ἔδωσε τὴν δυνατότητα στὴ μοναχική συνοδεία νὰ ἀρχίσει νὰ ζεῖ καὶ πάλι ἡσυχαστικά. Παράλληλα‚ ὁ Χριστόδουλος‚ συντάσσοντας τὸν κωδίκελλό του‚ ζητοῦσε ἀπό τὸν αὐτοκράτορα‚ μὲ τὴν προτροπή ἴσως τῶν μοναχῶν‚ τὴν ἐπιστροφή τῶν πλούσιων κτημάτων τῆς Κῶ. Φαίνεται ὅμως ὅτι ὁ αὐτοκράτορας ἀπέρριψε τὸ αἴτημα‚ γιατί ἀπό τὴ χρονιά τῆς σύνταξης τοῦ κωδίκελλου (1093) καὶ μετέπειτα δὲν ὑπάρχει καμία μαρτυρία γιὰ τὰ μοναστικά ἱδρύματα καὶ τὶς κτήσεις τοῦ Χριστοδούλου στὴν Κῶ. Πολύ ἀργότερα‚ μετά άπό ἑνάμιση αἰώνα περίπου‚ τὸ 1258‚ ἡ Μονή τῆς Πάτμου θὰ ἀποκτήσει μετόχια στὴν Κῶ.
Περίπου τὸ 1090 στὸ νησί τῆς Πάτμου ἐπέδραμαν τὰ στρατεύματα τοῦ ἐμίρη τῆς Σμύρνης. Μὲ σκοπό τὴ ρύθμιση ὅλων τῶν ζητημάτων σχετικά μὲ τὴ λειτουργία τῆς Μονῆς τοῦ Ἀγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου‚ στὶς 8 Μαΐου τοῦ 1091 συνέταξε τὴν «Ὑποτύπωσιν» δηλαδή τὸ τυπικό τῆς Μονῆς τοῦ Ἀγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴν Πάτμο. Ἔχει διασωθεί σὲ ἔξι χειρόγραφα ἀντίγραφα μὲ παλαιότερο τὸν Πατμιακό Κώδικα αρ. 267‚ ποὺ χρονολογεῖται στὶς ἀρχές τοῦ 12ου αἰῶνα. Τό κείμενο εἶναι ἕνας ἀπολογισμός ζωῆς καὶ πολύτιμο ἰστορικό μνημείο ‚ καθώς ἀναφέρεται μὲ ἀξιοσημείωτη λεπτομέρεια σὲ ἱστορικά γεγονότα ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν πλούσια δράση τοῦ συντάκτη. Ἡ αὐτοβιογραφική ἔκθεση καταλαμβάνει περίπου τὸ ἔνα τρίτο τῆς Ὑποτύπωσης. Συνοπτικά περιγράφεται ἡ περίοδος πρὶν ἀπό τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοδούλου καὶ τῶν συντρόφων του ἀπό τὸ Λάτρος στὴ Στρόβιλο. Ἀρκετές πληροφορίες δίνονται γιὰ τὴν παραμονή στὴν Κῶ καὶ τὴν ἵδρυση τῆς Μονῆς τῆς Θεοτόκου τῶν Καστριανῶν. Ἐξετάζονται οἱ λόγοι τῆς ἀναχώρησης καὶ περιγράφεται ἐκτενῶς ἡ διαδικασία ἵδρυσης τῆς Μονῆς τῆς Πάτμου.
Τὸ κείμενο τῆς Ὑποτυπώσεως ἀποτελεῖ τὴν κατεξοχήν πηγή πληροφοριῶν γιὰ τοὺς μεταγενέστερους ἐγκωμιαστές καὶ βιογράφους τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου. Ὡς τυπικό ἔχει ἰδιαίτερη ἱστορική ἀξία καὶ ἐντάσσεται στὸ εὐρύτερο πλαίσιο τῆς ἀναδιοργάνωσης τοῦ μοναχισμοῦ καὶ τῶν μοναστικῶν ἱδρυμάτων ποὺ συντελέστηκε κατά τὸν 10ο μέ 11ο αἰῶνα.
Τὸν Μάιο τοῦ 1092 ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος‚ ἀντιμετωπίζοντας ἄμεσο κίνδυνο ἀπό τουρκικές ἐπιδρομές‚ πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν Πάτμο μέχρι νὰ περάσει ὀ κίνδυνος καί κατέφυγαν γιὰ ἀσφάλεια στὴν Εὔβοια‚ στὸν Πορθμό τοῦ Εὐρίπου.
Ἡ διαμονή τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου στὴν Εὔβοια ἦταν μικρῆς διάρκειας. Στὶς 10 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1093 ὁ Ὅσιος‚ κατά τὴ διαμονή του στὸν Εὔριπο τῆς Εὐβοίας‚ κάλεσε τὸν πρεσβύτερο καὶ Νοτάριο Εὐρίπου Γεώργιο Στροβηλίτη καὶ ἄλλους ἑπτά ἀξιωματούχους γιὰ νὰ ὑπογράψουν ὡς μάρτυρες τή Μυστικὴ Διαθήκη του, τὸ πρωτότυπο κείμενο τῆς ὁποίας σώζεται στὸ ἀρχεῖο τῆς Μονῆς τῆς Πάτμου.Τὸ ἔγγραφο ἔχει μεγάλη ἀξία‚ καθώς ρυθμίζει λεπτομέρειες ποὺ ἀφοροῦν τὴ διαδοχή τῆς ἡγουμενίας. Ὡς διάδοχό του ὑποδεικνύει τὸν Ὅσιο Ἀρσένιο Σκηνούριο‚ τὸν ὁποῖο ὅριζε γενικό κληρονόμο του καὶ στὸν ὁποῖο μεταβίβαζε τὴ Μονῆ τῆς Πάτμου μὲ ὅλες τὶς κτήσεις καὶ τὰ περιουσιακά του στοιχεῖα. Ἀναγνώριζε κατ᾿ αὐτόν τὸν τρόπο τὴ μεγάλη προσφορά καὶ αὐτοθυσία τοῦ παλιοῦ Κώου συνασκητή του‚ γιὰ τὸν ὁποίο αἰσθανόταν μεγάλη εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ συμπαράσταση στὴ δύσκολη ἐποχή πρὶν ἀπό τὴν ἵδρυση τῆς Μονῆς τῆς Πάτμου. Σὲ περίπτωση ποὺ ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος Σκηνούριος δὲν ἐμφανιζόταν‚ στή θέση τοῦ ἡγουμένου ὁριζόταν ὁ χαρτουλάριος καὶ πατριαρχικός νοτάριος Θεοδόσιος‚ πνευματικό τέκνο τοῦ Χριστοδούλου‚ ποὺ βρισκόταν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸν καλοῦσε νὰ ἔρθει νὰ ἀναλάβει τὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς τῆς Πάτμου. Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ὅσιου Χριστοδούλου οἱ ἐκτελεστές τῆς διαθήκης του μοναχοί δὲν μπόρεσαν νὰ βροῦν τὰ ἴχνη τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου‚ ποὺ βρισκόταν στὰ Ἱεροσόλυμα‚ γι᾿ αὐτό ἀπευθύνθηκαν στὸν Θεοδόσιο‚ ποὺ ἀποποιήθηκε τὴν κληρονομιά μὲ γραπτή παραίτησή του. Ἄγνωστο παραμένει ποιὸς ἔγινε ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῆς Πάτμου μετά τὴν ἄρνηση τοῦ Θεοδοσίου.
Στὶς 15 Μαρτίου τοὺ ἔτους 1093‚ μία ἡμέρα πρὶν ἀπό τὸν θάνατό του‚ ὁ Χριστόδουλος συνέταξε τὸν Κωδίκελλο τῆς Διαθήκης. Τὸ κείμενο ἀποτελεί συμπλήρωμα στὴ Διαθήκη καὶ περιέχει ἐπιπρόσθετες ἐντολές πρὸς τὸν διάδοχο στὴν ἡγουμενία τῆς Πάτμου‚ ὅπως νὰ φροντίσει γιὰ τὰ βιβλία τῆς Μονῆς τοῦ Στύλου καὶ νὰ μεριμνήσει ὥστε νὰ ἐπιστραφοῦν τὰ κτήματα τῆς Κῶ στοὺς μοναχούς πού εἶχαν καταφύγει ἐκεῖ. Ἀναφέρονται δὲ πληροφορίες γιὰ τὶς καταστροφές στὸ Λάτρος‚ τῆ Μονῆ τῆς Θεοτόκου στὴν Κῶ κ.ά.
Λίγο ἀργότερα‚ καὶ ἀφοῦ εἶχε πληροφορηθεί τὸ ἐπίγειο τέλος του‚ ὁ Ὅσιος κάλεσε τούς μοναχούς καὶ ἀφού τούς προέτρεψε νὰ ἐπιστρέψουν ὅλοι στὴν Πάτμο‚ τοὺς ζήτησε νὰ τὸν πάρουν ἀπό τὴν ξένη γῆ καὶ νὰ τὸν ἐνταφιάσουν στὸν ναὸ τῆς Μονῆς γιὰ τὴν ὁποία τόσο πολύ εἶχε μοχθήσει. Λίγο καιρό μετά τὴν κήδευση τοῦ πνευματικοῦ τους πατρός‚ οἱ μοναχοί τῆς Πάτμου ἔμαθαν πώς ὁ κίνδυνος ἀπό τούς Τούρκους εἶχε παρέλθει καὶ ἑτοιμάστηκαν νὰ ἐπιστρέψουν στὸ νησί μαζί μὲ τὸ σκήνωμα τοῦ γέροντά τους.
Θὰ περίμενε κανείς τὸ τελευταίο ταξίδι τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου νὰ εἶναι εἰρηνικό. Ὅμως‚ ἀκόμα καὶ αὐτή ἡ τελευταία του μετακίνηση ἦταν περιπετειώδης‚ ὅπως ὅλες οἱ μετακινήσεις τοῦ βίου του. Ἡ αἰτία ὅμως αὐτή τὴν φορά δὲν ἤταν ἡ κακία τοῦ κόσμου τούτου‚ ἀλλά ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων ποὺ στὸ πρόσωπου τοῦ Λατρηνοῦ μοναχοῦ εἶχαν γνωρίσει τὴν ἀγάπη τοῦ Ἱησοῦ Χριστοῦ. Οἱ κάτοικοι τῆς Εὐβοίας‚ ὅταν ἔμαθαν ὅτι οἱ μοναχοί θὰ ἔπαιρναν τὸ σκήνωμα στὴν Πάτμο‚ ξεσηκώθηκαν καὶ ἀπέκλεισαν τὸ μέρος ὅπου ἐφυλάσσετο ὁ Ὅσιος‚ ὁ ὁποῖος ἦταν γι᾿ αὐτούς "σωτῆρ‚ ἰατῆρ‚ καὶ πάσης νόσου θεραπευτῆς". Οἱ μοναχοί κατά τὴν διάρκεια τῆς νύχτας ἔβγαλαν κρυφά τὸν Ὅσιο ἀπό τὴν πόλη καὶ ἀφοῦ ἐπιβιβάστηκαν στὸ πλοίο τῆς Μονῆς‚ κατέπλευσαν στὴν Πάτμο. Τὸ σκήνωμά του μεταφέρθηκε σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία του στὴ Ἱερά Μονῆ τῆς Πάτμου στὶς 21 Οκτωβρίου τοὺ 1094 καὶ τοποθετήθηκε σε μαρμάρινη λάρνακα στὸ δεξιό μέρος τοὺ ἐσωνάρθηκα τῆς Μονῆς‚ ὅπου κατόπιν οἱ μοναχοί ἔκτισαν παρεκκλήσιο πρὸς τιμήν τοῦ Ὁσίου. Ἀργότερα‚ τὸ θαυματουργό λείψανό του τοποθετήθηκε σὲ ἀργυροχρυσοεπένδυτη λάρνακα‚ ποὺ φέρει τὴ χρονολογία 1796 καὶ ἀποτελεί μέχρι σήμερα πηγή ἰαμάτων καὶ παρηγορία καὶ στήριγμα γιὰ ὅσους προσέρχονται μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια.
Μέσα ἀπό τὴ ζωή καὶ τὴ δράση τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου εἶναι δυνατό νὰ μελετηθοῦν ἀρκετές πλευρές τῆς καθημερινῆς ζωῆς κατά τὴν περίοδο τοῦ 11ου αἰωνα. Στὶς πηγές ἀντικατοπτρίζονται οἱ πολιτικές ἐξελίξεις καὶ οἱ ἀνακατατάξεις ποὺ συντελέστηκαν στὸν μικρασιατικό χώρο μετά τὴν ἧττα τῶν Βυζαντινῶν στὸ Mαντζικέρτ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας‚ τὸ 1071.
Στὶς δέλτους τῆς ἱστορίας εἶναι δίκαια γραμμένο καὶ τὸ ὄνομα ἑνός ἄλλου μοναχοῦ‚ τοῦ Κώου στὴν καταγωγὴ Ὁσίου Ἀρσένιου Σκηνουρίου‚ τοῦ ὁποίου οἱ δωρεές τῶν πλούσιων κτημάτων τῆς Κῶ ἐξασφάλισαν στὸν Χριστόδουλο τἀ ἀναγκαῖα καὶ κατέστησαν δυνατή τὴν ἀνταλλαγή μὲ ὁλόκληρο τὸ νησί τῆς Πάτμου‚ ποὺ ἐξελίχθηκε ἀπό τότε σὲ θρησκευτικό καὶ πνευματικό κέντρο παγκόσμιας ἀναγνώρισης.
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Χριστοδουλου τιμᾶται δύο φορές τὸν χρόνο‚ στὶς 16 Μαρτίου‚ ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του‚ καὶ στὶς 21 Ὁκτωβρίου‚ ἡμέρα τὴς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων του.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου.
Ἦχος α'. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Νικαίας τὸν γόνον καὶ τῆς Πάτμου τὸ καύχημα,
καὶ τῶν Μοναζόντων τὸ κλέος, θεοφόρον Χριστόδουλον,
τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἀδελφοί, τὸ σκῆνος προσπτυσσόμενοι αὐτοῦ,
ἵνα λάβωμεν τὴν ἴασιν τῶν ψυχῶν, καὶ τῶν σωμάτων κράζοντες·
δόξα τῷ δεδοκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι,
δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Τά χώματα τῆς Κῶ ἔχουν ποτισθεῖ μέ τό αἷμα τοῦ Ἁγ. Νεομάρτυρα Χρήστου, μέ καταγωγή ἀπό τήν Πρέβεζα, ἡ μνήμη τοῦ ὁποίου ἑορτάζεται στίς 5 Αὐγούστου, ἡμέρα πού μαρτύρησε τό ἔτος 1668.
Ἡ πίστη του ἦταν θεμελιωμένη στίς ἀρχές τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καί στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό ἀρνήθηκε νά τήν ἐγκαταλείψει καί μέ παρρησία διεκήρυξε δημοσίως ὅτι προτιμᾶ νά πεθάνει παρά νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό.
Στό μαρτύριό του φανερώθηκαν ὅλα τά χαρίσματα πού ὁ πιστός Χριστιανός ἔχει καί δέν σβήνονται ἀπό τήν καρδιά του, οὔτε μέ βασανιστήρια οὔτε μέ τόν θάνατο.
Ἡ φλόγα πού ἀνάβει ὁ Χριστός στήν ψυχή κάθε πιστοῦ τήν θερμαίνει τόσο πολύ, ὥστε ἀντιμετωπίζει τά πάντα μέ ἀπάθεια, μέ ἀφοβία καί μέ ὑπευθυνότητα. «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;» λένε ὅσοι μαρτύρησαν γιά τόν Χριστό. Μαζί τους ἀγωνίστηκε καί ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Χρῆστος, ἀπό τήν Πρέβεζα, γιά τόν ὁποῖο ἡ Κῶς χαίρεται ἰδιαιτέρως, διότι μαρτύρησε στά χώματά της καί κάπου, ἀσφαλῶς, βρίσκονται τά ἅγια λείψανά του, τά ὁποῖα προσευχόμαστε νά βρεθοῦν, ὥστε νά τά τιμήσουμε μέ τόν δέοντα σεβασμό.
Μέ τή θυσία, τήν παρρησία καί τό παράδειγμά του ὁ Ἅγιος στήριξε καί στηρίζει τούς κατοίκους τῆς νήσου, οἱ ὁποῖοι μέ εὐλάβεια καί πίστη τόν ἐπικαλοῦνται μέχρι σήμερα καί τιμοῦν τή μνήμη του.
Ἀπολυτίκιο Ἁγίου Χρήστου
Ἦχος πλ. α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς Πρεβέζης τόν γόνον Χρῆστον τόν ἔνδοξον,
ὡς τοῦ Χριστοῦ Ἀθλοφόρον νέον τιμήσωμεν·
ἐν τῇ Κῷ γάρ τόν καλόν ἀγῶνα ἤνυσε,
καί ὥσπερ θῦμα τῷ Χριστῷ,
προσαχθείς διά πυρός, ἀξίως ἐθαυμαστώθη.
Καί νῦν ἀπαύστως πρεσβεύει,
ἐλεηθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.