Χαιρετισμὸς τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου κατὰ τὴν Παρουσίασιν τοῦ Φωτογραφικοῦ Λευκώματος "Τά Γεγονότα τῆς 6/7ης Σεπτεμβρίου 1955 μέσα ἀπό Φακό τοῦ Πατριαρχικοῦ Φωτογράφου Δημητρίου Καλουμένου" (Παναγία τοῦ Πέ
Ἱερώτατοι ἅγιοι άδελφοί,
Ἐντιμότατε κ. Γενικὲ Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος,
Τέκνα μνήμης καὶ πόνου εὐλογημένα, ὡς ἐχαρακτήρισε τοὺς πατέρας σας –μας- ὁ μακαριστὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας κατὰ τὴν πρώτην μετὰ τὰ Σεπτεμβριανὰ γεγονότα συνεδρίαν τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου, καὶ προσέθεσε: «ποιός θὰ μᾶς δώσῃ δάκρυα διὰ νὰ κλαύσωμεν τοὺς ἀλαλήτους στεναγμοὺς τῶν ρωμηῶν;»,
Ἐγκαινιάζοντες τὴν ἐκδήλωσιν αὐτὴν τῆς παρουσιάσεως τοῦ ἱστορικοῦ ἀρχείου φωτογραφικῆς μνήμης ἑνὸς σημαδιακοῦ τῆς συγχρόνου ἀνθρωπίνης ἱστορίας γεγονότος, εὑρισκόμεθα ἀσφαλῶς εἰς ἔντονον συναισθηματικὴν φόρτισιν ὡς ὁ Πατριάρχης τοῦ Γένους, ὡς ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Πόλεώς μας αὐτῆς, προκειμένου νὰ ἀρθρώσωμεν λόγον καταδίκης ἢ λόγον ἁπλοῦν ταραχῆς καὶ ἄλγους καρδίας, καὶ πόνου καὶ δακρύων πολλῶν, ἔστω καὶ μετὰ τόσα ἔτη.
Γεγονότα εἰς τὴν ζωὴν ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων συμβαίνουν καθ᾿ ἡμέραν. Ἄλλωστε, ὁλόκληρος ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνα γεγονὸς περιπετείας, τὸ ὁποῖον καλύπτει ἐν τέλει ἡ λήθη, ὁ τάφος, ὡς χαρακτηριστικῶς λέγει ὁ Γεώργιος Δροσίνης, ὁ ποιητής. Ὑπάρχουν βεβαίως γεγονότα καὶ γεγονότα, ἁπλᾶ τῆς καθημερινῆς βιοτῆς∙ ὑπάρχουν ὅμως καὶ γεγονότα, ὀργανούμενα ἐπὶ σκοπῷ καὶ μὲ συγκεκριμένον στόχον.
Ἕνα γεγονὸς τοιαύτης ἐμβελείας καὶ ἐκτάσεως ὑπῆρξε καὶ ἡ μανία τοῦ ἐκδικητικοῦ ὄχλου, κατευθυνομένου ἢ μή, ὀργανωθέντος ἐκ τῶν προτέρων ἢ ὄχι –περὶ αὐτῶν ὁμιλεῖ ἡ ἀψευδὴς ἱστορία, τὴν ὁποίαν ὅσον καὶ ἂν παραβλέπωμεν ἢ ἐπιθυμοῦμεν νὰ τὴν παραβλέψωμεν, μᾶς γράφει, μᾶς καταγράφει, μᾶς μαρτυρεῖ, μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν ἀντικειμενικὴν ἀλήθειαν- τὴν ὁποίαν μανίαν ἐβίωσεν ἡ ἐδῶ φιλήσυχος, νομοταγής, φιλειρηνικὴ καὶ ἀσχολουμένη μόνον μέ «καλὰ ἔργα» Ὁμογένειά μας. Ἡ Ὁμογένειά μας, ἡ ὁποία ἔδωκε, διὰ μέσου τῶν ἐτῶν καὶ τῶν δεκαετιῶν, ἑκατόμβας θυμάτων, ἀλλὰ καὶ ἐδοκίμασε τὴν καταστροφὴν τοῦ πολιτισμοῦ της, τὸν ὁποῖον ἐδημιούργησε διὰ τῆς ἀνεγέρσεως τῶν Ναῶν της, τῶν σχολείων της, τῶν εὐαγῶν ἱδρυμάτων της καὶ τῶν φυλασσομένων μέχρι τότε εἰς αὐτὰ ἱερῶν καὶ ἀνεκτιμήτων κειμηλίων.
Ἤρκεσαν ὀλίγαι ὧραι διὰ νὰ μεταβληθοῦν τὰ πάντα εἰς ἐρείπια, καὶ ψυχαὶ νὰ δοκιμασθοῦν, νὰ ριφθοῦν καὶ νὰ ἐγκαταλειφθοῦν περιουσίαι εἰς τὰς ὁδούς, «τὸ βιὸς μιᾶς ζωῆς», νὰ διακορευθοῦν παρθένοι, νὰ φονευθοῦν ἱερεῖς, νὰ τραυματισθοῦν ἀρχιερεῖς, ὁ δὲ προκάτοχος ἡμῶν μαρτυρικὸς ἐν τούτῳ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας νὰ εὑρίσκεται περικυκλωμένος εἰς τὸ ἱερὸν κάστρον τοῦ Φαναρίου, μὴ δυνάμενος νὰ ἐξέλθῃ καὶ νὰ ἀρθρώσῃ λόγον παρηγορίας πρὸς τὸν δοκιμαζόμενον λαόν του, νὰ χύσῃ μαζί του δάκρυ πόνου, νὰ σταματήσῃ μὲ τὸ πνευματικόν -καὶ σωματικόν- ἀνάστημά του τὰς ἐφόδους, ὡς ἔπραξεν ἄλλος Ἱεράρχης, ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Δέρκων Ἰάκωβος, διασωθεὶς τὴν τελευταίαν στιγμὴν ὑπὸ ὁμογενοῦς ἐκ βεβαίου θανάτου.
Συμμερίζεσθε, λοιπόν, ἀδελφοί, τὴν συγκίνησιν καὶ τὴν συνειδησιακὴν φόρτισιν τοῦ διαδόχου τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, τὴν ὁποίαν αἰσθάνεται τὴν στιγμὴν αὐτὴν ἐγκιανιάζων τὴν ἀποψινὴν ἐκδήλωσιν καὶ τὴν ἔκθεσιν. Ἐκδήλωσιν παρουσιάσεως ἱστορικοῦ ὑλικοῦ τὸ ὁποῖον ὁ ἀείμνηστος Δημήτριος Καλούμενος, φωτογράφος τῆς Πατριαρχικῆς Αὐλῆς τότε, προσεπάθησε νὰ ἀποτυπώσῃ μὲ τόν «φακόν» του, τοῦ ὁποίου τὴν ἀποτύπωσιν εἰς τὸν ἐνώπιόν μας καλαίσθητον Τόμον ἐπεμελήθησαν ὁ ρέκτης καὶ φιλογενὴς Νικόλαος Μαγγίνας καὶ ὁ φίλος Serdar Korucu, τοὺς ὁποίους καὶ συγχαίρομεν καὶ ἐπαινοῦμεν ἐκ βάθους καρδίας διὰ τὴν πρωτοβουλίαν, τὴν ὁποίαν μόνοι αὐτοί, μὲ κύριον ἐμψυχωτὴν τὸν πρῶτον ἐξ αὐτῶν, τὸν πανταχοῦ παρόντα Νικόλαον Μαγγίναν, κατώρθωσαν νὰ φέρουν εἰς πέρας.
Ἡμεῖς ἀπόψε, μετὰ 60 ἀκριβῶς χρόνια, τὰ ὁποῖα «διῆλθον ὡς ἡ ἡμέρα ἡ ἐχθές», «θαυμάζοντες!!! τὸ γεγονός!!!», κατὰ τὸ εὐαγγελικόν, ἢ μᾶλλον ἔκθαμβοι ἐμπρὸς εἰς τὴν ἄψυχον, πλὴν πραγματικήν, ἀποτύπωσιν τῶν γεγονότων, ἀδυνατοῦμεν νὰ ἀρθρώσωμεν λόγον, ὁ ὁποῖος θὰ ἐδικαιολόγει κάπως τὰ γενόμενα εἰς βάρος ἡμῶν, μὲ στόχον νὰ ἐγκαταλείψωμεν τὸν τόπον μας, τὸν ἡμέτερον χῶρον, τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσιά μας, καὶ νὰ καταστῶμεν πρόσφυγες, ὅπως καὶ ἐπετεύχθη ἐν τέλει μὲ τὰ συνεχισθέντα ἔκτοτε καὶ μέχρι πρό τινος ἠπιώτερα εἰς βάρος τοῦ στοιχείου μας γεγονότα, καὶ τὰ ὁποῖα ἀπαραλλάκτως ἐπαναλαμβάνονται καὶ σήμερον εἰς γειτονικάς μας χώρας.
Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα,
Βλέπομεν ὑλικοῖς βλεφάροις καὶ ὀφθαλμοῖς «ἀποτύπωσίν» τινα τῶν γεγονότων, ἀμυδρὰν ἴσως καὶ μὴ ἀποδίδουσαν τὴν πραγματικότητα. Ὁ φακὸς καὶ ἡ ἄψυχος φωτογραφία ἀπεικονίζουν μόνον στιγμήν τινα. Δὲν δύνανται νὰ μαρτυρήσουν τὸν πόνον, τὴν θλῖψιν, τὴν καταστροφήν, τὰ συναισθήματα. Αὐτὰ δὲν ἀποτυπώνονται ἐπὶ χάρτου, καταγράφονται μόνον εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον τῆς καρδίας ὡς μνήμη καὶ ὡς ἀνάμνησις.
Εἰς αὐτὸ τὸ θησαυροφυλάκιον τῆς καρδίας τῶν γενεῶν μας ἀπευθύνεται ὁ ἀείμνηστος Καλούμενος. Μᾶς ὁμιλεῖ, ὅμως, καί «γιὰ τὶς δικές του βιωματικὲς ἐμπειρίες...». Μᾶς ἀποτυπώνει τὸ μεγαλεῖον καὶ συγχρόνως τὴν διαχρονικὴν ἐμπειρικὴν διαπίστωσιν τοῦ προκατόχου μας Πατριάρχου Ἀθηναγόρου εἰς σχετικὴν ἐρώτησιν διὰ τοὺς αἰτίους τῶν γεγονότων: «Ὅλοι αὐτοὶ μᾶς ἐπρόδωσαν. Εἴμαστε μόνοι μας. Ὅ,τι κάνουμε θὰ τὸ κάνουμε μόνοι μας». Ρῆσις προφητική, ἑνὸς προφηταποστόλου, ὅπως θὰ ἐχαρακτήριζεν ἀργότερον τὸν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν ὁ μακαριστὸς Γέρων ἡμῶν Μητροπολίτης Χαλκηδόνος κυρὸς Μελίτων.
Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα,
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κάνουμε λάθη. Ἄλλοι μικρά, ἄλλοι μεγάλα. Ἐνίοτε διακατεχόμεθα ἀπὸ πάθη μίσους, φθόνου, ἐκδικήσεως, καταστροφικῆς μανίας, ἀγνοήσεως καὶ περιφρονήσεως τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀδελφοῦ μας, ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ.
Ὅμως ἡ ἐπιδιωκομένη τότε καταστροφὴ δὲν ἐπῆλθε. Δὲν θὰ ἐπέλθῃ. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι μεθ᾿ ἡμῶν. «Μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός∙ γνῶτε ἔθνη καὶ ἡττᾶσθε ὅτι μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός... καὶ ἐὰν πάλιν ἰσχύσησθε καὶ πάλιν ἡττηθήσεσθε∙ ὅτι μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός», ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων. Διὰ τοῦτο «καὶ ἰδοὺ ζῶμεν» καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμὲν ὡς Ρωμηοσύνη καὶ εἰς τὴν Πόλιν, τὴν Ἴμβρον καὶ τὴν Τένεδον, καὶ εἰς τὴν Ἀνατολὴν ὡς Ὀρθόδοξος χριστιανικὴ παρουσία. Ζῶμεν, ἔχοντες καταγεγραμμένα καὶ εἰς τὴν μνήμην καὶ εἰς τὰς σαρκίνας πλάκας τῶν καρδιῶν μας, κατὰ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον, τὰ περὶ ἡμᾶς τετελεσμένα, τελούμενα ἴσως καὶ ἐνεργούμενα καὶ σήμερον, πολλάκις εὑρισκόμενοι ἐπὶ ποικίλων σταυρῶν, οὐδέποτε ὅμως ἀναφωνοῦντες τό «Τετέλεσται». Διότι ἡμεῖς οἱ Χριστιανοὶ πιστεύομεν εἰς τὴν Ἀνάστασιν.
Ἡ Ρωμηοσύνη ἐμπιστεύεται τὸν ἑαυτόν της εἰς τὴν δικαιοκρισίαν καὶ τὴν πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ρωμηοσύνη πιστεύει, ἡ Ρωμηοσύνη ἀντέχει.