Πεντηκοστή: «πάντες ὁμοῦ ἐπί τό αὐτό»
Ἀκολουθεῖ κείμενο τοῦ Ἀθανασίου Γερ. Μουστάκη, Γραμματέως τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κώου καί Νισύρου, τό ὁποῖο δημοσιεύθηκε ἀρχικῶς στό προσωπικό του ἱστολόγιο Θεολογικά καί ἄλλα τινά.
Τό δεύτερο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου Πράξεις Ἀποστολῶν ἀναφέρεται σχεδόν ἀποκλειστικά στήν παρουσίαση τοῦ καθοριστικοῦ γιά τή ζωή καί τήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας γεγονότος τῆς Πεντηκοστῆς καί ὅσων ἀκολούθησαν τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν κόσμο.
Ἀπό τά πάμπολλα σημεῖα τοῦ κειμένου πού μποροῦμε νά σχολιάσουμε θά ἐπικεντρωθοῦμε στήν πρώτη φράση τοῦ κεφαλαίου:
«Καί ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς ἦσαν πάντες ὁμοῦ ἐπί τό αὐτό» (Πράξεων 2:1).
Ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἑορταζόταν ἀπό τούς Ἑβραίους ἑπτά ἑβδομάδες μετά τό Πάσχα καί σέ αὐτή τιμοῦσαν τήν παράδοση τοῦ Νόμου ἀπό τόν Θεό στόν Προφήτη Μωυσῆ καί, κατ᾿ ἐπέκταση, στόν λαό Του. Ἡ ἡμέρα αὐτή ἦταν πολύ σημαντική διότι ἔτσι ὁλοκληρωνόταν αὐτό πού ξεκίνησε μέ τήν Ἔξοδο ἀπό τήν Αἴγυπτο (ἑορτή τοῦ Πάσχα). Πλέον, ὁ Ἰσραήλ εἶχε δικό του Νόμο, ἰδιαίτερο, καί σύμφωνα μέ τή ἐντολή τοῦ Θεοῦ θά πορευόταν στήν ἱστορία ἀκολουθώντας τίς ἐπιταγές του. Γιά τόν λόγο αὐτό, Ἰουδαῖοι καί προσήλυτοι ἀπό ὁλόκληρη τήν Οἰκουμένη, ἔσπευδαν στήν Ἰερουσαλήμ γιά νά συμμετάσχουν στή μεγάλη ἑορτή. Τίς ἡμέρες τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπως καί τίς ἡμέρες τοῦ Πάσχα, ὁ πληθυσμός τῆς Ἁγίας Πόλεως πενταπλασιαζόταν καί ἀπό 30.000 περίπου ἔφτανε τίς 180.000.
Χαρακτηριστική τοῦ τρόπου ἑορτασμοῦ καί ἐνδεικτική τῆς σημασίας πού ἀπέδιδαν οἱ Ἰουδαῖοι στήν ἑορτή εἶναι ἡ ἐπιθυμία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, κατά τό ἔτος 57 μ.Χ., νά φθάσει στήν πόλη γιά νά ἑορτάσει μαζί μέ τήν ἐκεῖ Ἐκκλησία. Μάλιστα, στήν προσπάθειά του αὐτή πέρασε ἀπό τήν Κῶ (Πράξεων 21:1) καί κήρυξε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Βέβαια, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέν βιαζόταν γιά νά ἑορτάσει τή Νομοδοσία μαζί μέ τούς συντοπίτες του, ἀλλά γιά νά συμμετάσχει στή χαρά τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔγινε πενήντα ἡμέρες μετά τήν Ἀνάσταση.
Ὅπως γνωρίζουμε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέν ἦταν παρών στό συγκλονιστικό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς καί τῆς ἐπιφοιτήσεως, ἀλλά εἶχε ἀνάλογη ἐμπειρία ἔξω ἀπό τή Δαμασκό ὅταν εἶδε τό ὅραμα πού ἄλλαξε τή ζωή του καί τόν ἔκανε μέλος τῆς Ἐκκλησίας (Πράξεων 9:1-19). Παρά ταῦτα, ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας συστέλλοντας τόν χρόνο, καί φθάνοντας στήν οὐσία τῶν πραγμάτων, στήν εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς τόν παρουσιάζει παρόντα, καί μάλιστα, τόν τοποθετεῖ ἀπέναντι στόν Ἀπόστολο Πέτρο, τόν Πρωτοκορυφαῖο Ἀπόστολο.
Γιά νά προχωρήσει ἡ Ἐκκλησία σέ αὐτή τήν προσθήκη στήν Εἰκόνα, μέ μή ρεαλιστικό, ἀλλά ἄκρως θεολογικό τρόπο, ἀντιλαμβανόμαστε πόση σημασία δίνει στήν ἔννοια τῆς παρουσίας του, καί, κατ᾿ ἐπέκταση, τῆς παρουσίας μας, στό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς καί, φυσικά, στήν Ἐκκλησία.
Αὐτή ἡ παράμετρος ὑπογραμμίζεται ἀπό τήν εἰσαγωγική φράση τῶν Πράξεων στήν περιγραφή τοῦ γεγονότος τῆς Πεντηκοστῆς:
«Ἦσαν πάντες ὁμοῦ ἐπί τό αὐτό» γράφει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς θέλοντας νά δηλώσει τόν ἰδιαίτερο, μοναδικό χαρακτῆρα τοῦ περιστατικοῦ, τό ὁποῖο, ἄν τό διαβάσουμε θεολογικά, περιλαμβάνει καί ἐμᾶς τούς πιστούς, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας πού ζοῦμε σήμερα, ἀλλά καί κάθε ἄνθρωπο, καθώς εἴμαστε πλασμένοι κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ, καί ἡ σωτηρία εἶναι μία ὑπόθεση πού ἀγγίζει ὅλους, ἀκόμη κι ἄν δέν ἔχουν ἀκούσει ποτέ γιά τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία.
Μέ τό ἴδιο μοτίβο κλείνει τό δεύτερο κεφάλαιο τῶν Πράξεων λέγοντας ὅτι μετά τήν Πεντηκοστή, ἡ πρώτη Ἐκκλησία ἐν σώματι προσκαρτεροῦσε «τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καί τῇ κοινωνίᾳ, τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καί ταῖς προσευχαίς» (Πράξεων 2:42) καί «πάντες οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπί τό αὐτό» (Πράξεων 2:44). Ἡ πρώτη Ἐκκλησία, ἀπό τίς πρῶτες στιγμές της ζοῦσε ὡς Ἐκκλησία. Μέ μελέτη, κήρυγμα, προσευχή καί, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, συμμετοχή στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, καθώς αὐτό ἀποτελοῦσε καί ἀποτελεῖ τήν καρδία τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τό ἐπίκεντρο τῆς μυστηριακῆς ζωῆς. Ὅσοι εἶχαν πιστεύσει «ἦσαν ἐπί τό αὐτό», δηλαδή ἦταν μαζί καί, ὅπως συνεχίζει τό κείμενο «εἶχον ἅπαντα κοινά» (Πράξεων 2:44).
Τό κυρίαρχο χαρακτηριστικό τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ὅπως τό διαβάζουμε στίς Πράξεις, τό συναντᾶμε στά κείμενα τῶν Πατέρων καί τό ζοῦμε ἀκόμη καί σήμερα εἶναι ἡ Ἑνότητα, ἡ ὁποία, δέν ἦταν ἁπλός λόγος, ἀλλά ἐκφραζόταν σαφέστατα στή συνείδηση ὅτι γιά νά εἶναι κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί νά λογίζεται ὡς τέτοιο ὀφείλει νά συμμετέχει στήν κοινή ζωή.
Πρέπει νά ἀναφέρουμε, μάλιστα, ὅτι ἡ Ἑνότητα καί αὐτή ἡ συνειδητοποίηση τούς προφύλασσε ὅταν, ἐλλείψει ἄλλου κατάλληλου τόπου προσευχῆς, ἀνέβαιναν στό ἱερό, δηλαδή στόν Ναό τοῦ Θεοῦ, πού εἶχε οἰκοδομήσει ὁ Ἡρώδης καί προσεύχονταν ἐκεῖ μαζί μέ τούς Ἰουδαίους, δίχως νά φοβηθοῦν μήπως ἀλλοιωθεῖ ἡ πίστη τους καί προδώσουν μέ τή στάση τους τόν Χριστό. Κι αὐτό συνέβαινε διότι, ὅπως, κατ᾿ ἐπανάληψη, τονίζουν οἱ Πράξεις τό ἔκαναν «ὁμοθυμαδόν», δηλαδή ὅλοι μαζί (Πράξεων 1:14, 2:46, 4:24, 5:12, 15:25) ὡς ἕνα Σῶμα, μία διαφορετική ὀντότητα μέ Ἑνότητα καί ξεχωριστή ἰδιοπροσωπία, ἡ ὁποία εἶχε ἀφετηρία τόν ἴδιο τόν Χριστό!
Ὁ Χριστός, τό κέντρο τῆς πίστεως τῶν χριστιανῶν, κατά τή δημόσια παρουσία Του προσέφερε στούς ἀκροατές του λόγο ἀληθείας καί ζωῆς. Δέν δίστασε νά τονίσει ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί, παρά τίς ἔντονες ἀντιδράσεις πού εἶναι διάσπαρτες στά Εὐαγγέλια, νά ὑπογραμμίσει πώς αὐτοί πού προηγοῦνται στόν δρόμο γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτοί πού ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, καί τότε καί τώρα, θεωροῦμε ἁμαρτωλούς καί τούς παραγκωνίζουμε ἤ τούς θεωροῦμε παρακατιανούς…
Ἀπό τήν ἔναρξη τῆς πανδημίας καί ἔπειτα ἀκούσθηκαν πολλά (δέν ἀναφέρομαι σέ ὅσους ἄσκησαν πολεμική ἐνάντια στήν Ἐκκλησία καί στά Μυστήριά της) ἀπό ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι θέλουν νά λέγονται εὐσεβεῖς καί πιστοί. Ἀπό ἀνθρώπους πού θεώρησαν ὅτι ἡ ἀνυπακοή καί ἡ προβολή προσωπικῶν, μή σύμφωνων μέ τήν Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπόψεων θά τούς ἀνεδείκνυε σέ ὁμολογητές καί πρότυπα εὐσεβείας καί πίστεως.
Πολλά θά μποροῦσε νά ἀναφέρει κάποιος ὡς κίνητρά τους, ἀλλά θά θέλαμε νά ἀναφερθοῦμε στή θλιβερή καί ἐπιζήμια πνευματικά κατάσταση τῆς ἀνυπακοῆς στήν Ἐκκλησία.
Νόμισαν, φαίνεται, ὅτι ἀρνούμενοι τίς ἀποφάσεις Συνόδων, τῶν Ἐπισκόπων τους, τῶν Ἐφημερίων τῶν Ἐνοριῶν τους, σήκωναν στούς ὤμους τους τό βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως κάποτε ἔπραξαν οἱ Ἅγιοι, π.χ. ὁ Μέγας Ἀθανάσιος…
Δέν εἶναι ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἡ Κιβωτός τῆς Σωτηρίας; Δέν σωζόμαστε μέσα στούς κόλπους της; Δέν ἀγωνιζόμαστε νά μήν χωριστοῦμε ἀπό αὐτή; Δέν ὀφείλουμε νά βάζουμε τόν Ἀδελφό μας ἐπάνω ἀπό τή δική μας ἐπιθυμία, ὅπως σέ κάθε εὐκαιρία τονίζει μέ σύνεση καί φιλάδελφο πνεῦμα ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Κῶ καί τῆς Νισύρου, Μητροπολίτης Ναθαναήλ; Ὑπάρχει, παραδείγματος χάριν, κάποιος πού δέν τόν ἐνοχλεῖ ἡ μάσκα; Ὅλους μᾶς ἐνοχλεῖ ἀλλά κάνουμε ὑπομονή καί ὑπακοή ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας!
Ἀκόμη κι ἄν ὑποθέσουμε ὅτι κάποιος ἐκπειράζοντας τόν Θεό θεωρεῖ πώς ζεῖ σέ καταστάσεις φωτισμοῦ καί νομίζει πώς ἡ ἀσθένεια τοῦ Covid-19 ἤ, ἐδῶ πού τά λέμε ὁποιαδήποτε ἀσθένεια, δέν τόν νοιάζει καί εἶναι ἕτοιμος νά τήν ἀντιμετωπίσει δέν ἐκπίπτει αὐτομάτως ἀπό τήν «ὑψηλή» πνευματικότητα πού ἀποδίδει μέ ἐγωιστικό τρόπο στόν ἑαυτό του ἐάν ἀδιαφορεῖ γιά τόν πλησίον του, ὁ ὁποῖος δέν θέλει νά κολλήσει;
Μέ ποιά λογική νομίζουμε ὅτι ἀκολουθοῦμε τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου ὅταν κάνουμε τό θέλημά μας καί ἀδιαφοροῦμε παντελῶς γιά τήν ἀνάγκη, τήν ἀδυναμία ἔστω τοῦ Ἀδελφοῦ μας;
Ποιά βαρύτατη πνευματική εὐθύνη φορτωνόμαστε ὅταν ἀδιαφορώντας γιά τόν διπλανό μας, τόν μολύνουμε μέ κάποια ἀσθένεια καί τή στιγμή τῆς δυσκολίας, τοῦ πόνου, ἐκεῖνος χάσει τήν πίστη του ἐξαιτίας μας;
Λησμονοῦμε τί εἶπε ὁ Χριστός γι᾿ αὐτόν πού θά σκανδαλίσει ἕνα ἀπό τά παιδιά καί, κατ᾿ ἐπέκταση, τόν Ἀδελφό του; Ἄς ἀναζητήσουμε τήν ἀπάντηση στά χωρία Ματθαίου 18:6, Μάρκου 9:42 καί Λουκᾶ 15:20.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τύπος καί εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν θά μποῦμε κάνοντας ἀγαθά ἔργα καί συγκεντρώνοντας πράξεις εὐσεβείας. Τό κριτήριο γιά τή σωτηρία παραμένει πάντοτε ὁ πλησίον. Τουλάχιστόν αὐτό ἔθεσε ὡς κριτήριο ὁ Χριστός! Ἡ ἁμαρτία εἶναι πάντοτε κοινωνικό γεγονός. Πάντοτε στρέφεται πρός τόν συνάνθρωπο καί τόν Θεό. Ἀντιστοίχως καί ἡ μετάνοια εἶναι γεγονός πού χαροποιεῖ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία. Δέν εἶναι ἡ ἠθικοποίηση τῆς ζωῆς μας.
Πῶς συνδυάζονται τά μηνύματα τῆς κορυφαίας ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς μέ τήν ἀδιαφορία πρός τόν Ἀδελφό μας;
Γιατί χάσαμε τήν ἀνάγκη τοῦ ὁμοθυμαδόν πού κυριαρχοῦσε στήν Ἐκκλησία ἤδη ἀπό τήν πρώτη στιγμή της;
Πῶς εἶναι δυνατό νά μήν νοιαζόμαστε γιά τόν Ἀδελφό μας καί νά νομίζουμε ὅτι ἀσπαζόμενοι μία Εἰκόνα, παραδείγματος χάριν, χωρίς μάσκα τηροῦμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ;
Οἱ Ἀπόστολοι φωτίσθηκαν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅλοι μαζί! Σέ αὐτή τήν μοναδική στιγμή ἡ Ἐκκλησία μας βάζει καί τόν ἀπόντα Ἀπόστολο Παῦλο. Αὐτό δείχνει ὅτι ἡ θεολογική ὁμογνωμία καί ἡ ἐκκλησιαστική ἀγάπη ἔχει μεγαλύτερη βαρύτητα ἀπό τήν χωροχρονική ἀπουσία.
Ἡ Πεντηκοστή μᾶς διδάσκει τήν Ἑνότητα ἁπλά καί λιτά, ἀλλά ταυτόχρονα συγκλονιστικά καί καθοριστικά γιά τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τή σωτηρία τῶν μελῶν της. Ἡ Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου ἑστιάζει στή σημασία τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον καί ὁ Χριστός μέ τούς λόγους καί τά ἔργα του μᾶς καθοδηγεῖ ὥστε μέσα ἀπό τήν ὑπακοή στήν Ἐκκλησία νά μπορέσουμε νά βροῦμε τόν δρόμο πού ἀναζητᾶμε! Εὐθύνη μας νά τό πράξουμε!
Χρόνια πολλά!