Κατήχηση: ἀναγκαία καί σήμερα
Μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Σπορέως εἴθισται νὰ ξεκινᾶ ἡ κατηχητικὴ χρονιά. Βέβαια, γιὰ νὰ εἴμαστε ἀκριβεῖς, ἡ κατήχηση δὲν εἶναι μία διαδικασία ποὺ σταματᾶ ἢ ποὺ χωρίζεται σὲ χρονιὲς κατὰ τὸ σύστημα τῶν Ἀκαδημαϊκῶν ἢ τῶν σχολικῶν ἐτῶν, ἀλλὰ εἶναι ἡ διαρκῆς προσπάθεια τῆς Ἐκκλησίας νὰ μεταγγίζει σὲ ἐμᾶς ποὺ μὲ τὸ βάπτισμα γίναμε μέλη της τὴν «ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου».
Ἡ διαδικασία αὐτὴ εἶναι πάρα πολὺ σημαντικὴ καθὼς μέσα ἀπὸ τὴν κατήχηση γνωρίζουμε τὴν πίστη μας ὄχι τόσο γνωστικά, ἀλλὰ κυρίως ὡς μία διαφορετικὴ στάση ἀπέναντι στὴ ζώη καὶ στὸν θάνατο.
Ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματά της ἡ Ἐκκλησία στήριξε τὸ ἄνοιγμα πρὸς τοὺς ἐκτὸς στὴν κατήχηση, μὲ ἀποτέλεσμα ἱεραποστολὴ καὶ κατήχηση νὰ εἶναι ἔννοιες στενότατα συνδεδεμένες καὶ ἡ δεύτερη νὰ τελειοποιεῖ, νὰ ὁλοκληρώνει καὶ νὰ καλλιεργεῖ ἐπαρκῶς τοὺς σπόρους ποὺ ἔριχνε στοὺς ἀνθρώπους ἡ πρώτη.
Μὲ τὴν πάροδο τῶν ἐτῶν καὶ τὴν καθιέρωση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ ἡ διαδικασία ἄλλαξε, ἀλλὰ ἡ σημασία καὶ ἡ ἀναγκαιότητα τῆς κατηχήσεως παρέμειναν ἀμετάλλακτες. Κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες ἡ κατήχηση ἦταν μία μακρὰ βιωματικὴ διαδικασία ποὺ διαρκοῦσε πολὺ καὶ δὲν περιοριζόταν στὴ συσσώρευση γνώσεων σχετικῶν μὲ τὸ χριστιανισμό, ἀλλὰ βῆμα βῆμα, μὲ σταθερότητα, σοβαρότητα καὶ συναίσθηση τῆς εὐθύνης ὁδηγοῦσε τὸν κατηχούμενο στὸν ναὸ καὶ στὴν σταδιακὴ ἐπαφὴ μὲ τὴ λατρεία. Ὁ κατηχητὴς προσέφερε στὸν κατηχούμενο θεωρητικὴ γνώση τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου, τῆς πίστεως, τοῦ Χριστοῦ, τῶν μυστηρίων καὶ τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ταυτόχρονα, μὲ λεπτότητα καὶ διάκριση τὸν χειραγωγοῦσε στὴ λατρεία. Τὰ ἴχνη ἀπὸ τὴν ἔμμεση συμμετοχὴ τῶν κατηχουμένων στὴ λατρεία σώζονται μέχρι σήμερα μὲ τὴ μορφὴ τῶν εὐχῶν ὑπὲρ τῶν κατηχουμένων, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐκφωνήσεως τοῦ διακόνου «Τὰς θύρας, τὰς θύρας», ποὺ σὲ ἐλεύθερη ἀπόδοση σημαίνει «τὸ νοῦ σας στὶς πόρτες μήπως κάποιος ποὺ δὲν ἔχει βαπτιστεῖ ἔμεινε, ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο καὶ ἔπειτα, μέσα στὸν ναό» καὶ παρὰ τὴν προσοχὴ τῶν κληρικῶν κοινωνήσει χωρὶς νὰ ἔχει βαπτιστεῖ, λόγῳ τοῦ μεγάλου πλήθους τῶν πιστῶν.
Οἱ πολὺ σημαντικὲς εὐχὲς ποὺ ἀναφέρονται στοὺς κατηχουμένους μᾶς δείχνουν –μεταξὺ ἄλλων- ὅτι ἡ διαδικασία τῆς κατηχήσεως δὲν ἀφοροῦσε μόνο τοὺς «εἰδικούς», π.χ. τὸν ἐπίσκοπο, τοὺς κληρικοὺς καὶ τοὺς κατηχητές, ἀλλὰ ἦταν καρπὸς προσευχῆς ὅλου τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας· ἦταν ἔκφραση τῆς φροντίδας τῶν πιστῶν γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ προετοιμάζονταν γιὰ νὰ λάβουν τὸ Ἅγιο Βάπτισμα.
Ἡ στιγμὴ τοῦ Βαπτίσματος, ποὺ ἀκολουθοῦσε τὴν κατήχηση καὶ ἐρχόταν μετὰ ἀπὸ ἕνα, δύο ἢ καὶ περισσότερα χρόνια, ἦταν καὶ αὐτὴ ἕνα σημαντικὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός, ὅπως διαπιστώνουμε ἀπὸ τὶς γραπτὲς μαρτυρίες καὶ τὰ σωζόμενα Βαπτιστήρια τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων.
Ἡ δομὴ καὶ ἡ θέση τῶν Βαπτιστηρίων, ὅπως διαπιστώνουμε ἀπὸ τὰ σωζόμενα, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα διατηροῦνται στὴν Κῶ προ(σ)καλώντας τὸν ἐπισκέπτη νὰ τὰ ἀποκρυπτογραφήσει, ἦταν τέτοια, ὥστε νὰ ὑποστηρίζουν τὸ θεολογικὸ καὶ ἐκκλησιολογικὸ ὑπόβαθρο τῆς κατηχητικῆς διαδικασίας. Βρίσκονταν δίπλα στὸν ναό, συνήθως ἑνωμένα μὲ αὐτόν, ὥστε ἀμέσως μετὰ τὸ Βάπτισμα ὅλοι μαζὶ νὰ εἰσέρχονται, ἐν πομπῇ, στὸν χῶρο τῆς χάριτος (ὄχι μόνο πνευματικά, ἀλλὰ καὶ αἰσθητὰ) καὶ νὰ συμμετέχουν γιὰ πρώτη φορὰ στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ Βαπτιστηρίου, ὅπου, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ δυτική, ὑπῆρχε ὁ Τίμιος Σταυρός, οἱ νεοφώτιστοι ἀνέβαιναν τὰ σκαλοπάτια ἐξερχόμενοι ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα καὶ τοὺς ὑποδεχόταν μὲ χαρὰ καὶ ἀγάπη ὁ ἐπίσκοπος. Ἀμέσως μετά, ὅλοι μαζὶ ἐπίσκοπος, κλῆρος, νεόφυτοι καὶ παλαιὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἰσέρχονταν στὸν νὰο γιὰ τὴν προσφορὰ τοῦ μυστηρίου καὶ τὴ συμμετοχή τους σὲ αὐτό.
Στὴν πραγματικότητα, ἂν καὶ πολλὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα ἔχουν μεταβληθεῖ, τίποτα ἀπὸ τὴ θεολογία τοῦ μυστηρίου τῆς Βαπτίσεως καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς κατηχήσεως δὲν ἔχει ἀλλάξει. Ἂν ὁ προσερχόμενος στὸ Βάπτισμα εἶναι σὲ μικρὴ ἡλικία ἀναλαμβάνει ὁ ἀνάδοχος τὴν ὑποχρέωση τῆς κατηχήσεως, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἡ εὐθύνη βαρύνει τὸν βαπτισμένο, ὥστε νὰ γνωρίσει τὴν πίστη του καὶ ἐν συνεχείᾳ νὰ τιμήσει συνειδητὰ τὴν ἀρχικὰ ἀσυνείδητη ἐπιλογὴ τοῦ νὰ εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν εἶναι ἐνήλικας ἢ ἔστω ἀρκετὰ μεγάλος γιὰ νὰ ἔχει συνείδηση τῆς ἐπιλογῆς του ἡ πρώτη φάση τῆς κατηχήσεως προηγεῖται τοῦ μυστηρίου, ὅπως ἀκριβῶς στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, καὶ μὲ τὴν ἔνταξή του στὶς τάξεις τῶν πιστῶν ἔχει τὴν ὑποχρέωση νὰ συνεχίσει νὰ κατηχεῖται στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ συμμετέχει ἐνεργὰ στὰ μυστήρια.
Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἡ κατήχηση εἶναι ἀπαραίτητη καὶ ἡ Ἐκκλησία καὶ τὰ μέλη της (π.χ. ἡ οἰκογένεια) τὴν προσφέρουν μὲ πολλοὺς τρόπους.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ εἶναι θλιβερὴ ἡ διαπίστωση ὅτι πολλοὶ χριστιανοὶ δὲν προσέρχονται στὴν κατήχηση καθὼς δὲν γνωρίζουν τὴ σημασία της καὶ νομίζουν ὅτι μπορεῖ νὰ παρακαμφθεῖ καὶ νὰ ἐξοβελιστεῖ ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ ζωή. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ παρατηρεῖται ἔντονο τὸ φαινόμενο πιστῶν ποὺ ἂν καὶ ἐκκλησιάζονται δὲν προσέρχονται οἱ ἴδιοι στὴν κατήχηση καὶ δὲν ὁδηγοῦν τὰ παιδιά τους πρὸς τὴν κατήχηση θεωρώντας την περιττή, ἀνούσια ἢ ὅ,τι ἄλλο.
Ἡ κατήχηση εἶναι ἄκρως σημαντικὴ γιὰ τὴν πνευματική μας ζωή. Ἡ κατήχηση εἶναι προσφορὰ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς πράξης τῆς Ἐκκλησίας. Κατήχηση χρειαζόμαστε ὅλοι.
Δυστυχῶς, λάθος ἐπιλογὲς στὴν κατήχηση ἔχουν δημιουργήσει μία ψευδὴ καὶ ἐσφαλμένη εἰκόνα της στοὺς πολλούς γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὁποίας γίνονται πολλὲς καὶ σοβαρὲς προσπάθειες ἐκ μέρους τῆς ποιμαίνουσας Ἐκκλησίας. Ἡ λατρεία καὶ ἡ κατήχηση εἶναι οἱ δύο δυνατότητες ποὺ ἔχουμε νὰ ζήσουμε τὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας στὴν καθημερινότητά μας καί, ἐπιτέλους, νὰ μεταμορφώσουμε τὴ ζωή μας ἐν Χριστῷ.